Ομιλία: «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΩΣ ΑΛΛΑΖΟΥΣΑ ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
Τόπος: Ι. Ν. Αναλήψεως του Κυρίου, Ραφήνας.
Ημερομηνία: 20ηνΣεπτεμβρίου του 2012.
Ώρα: 18:00.
Το παρόν κείμενο έχει σκοπό να μελετήσουμε τι μπορεί να σημαίνουν για μας σήμερα «Εκκλησία» και «πνευματικότητα» μπροστά στην σύγχρονη μας κοινωνία, η οποία συνεχώς αλλάζει και μεταλλάσσεται με πολύπλοκους, πολυσύνθετους, και μάλιστα αντιφατικούς ρυθμούς.
Για αυτό θα αποδεχτούμε τον όρο «Μετανεωτερικότητα» ως σημαίνον που κάπως ορίζει το ακόμη εν πολλοίς α-όριστο φαινόμενο της εν δυναμική εξελίξει καθ’ ημάς παγκοσμιοποιημένης, εκκοσμικευμένης και ανοικτής στην «διαφορά» σύγχρονης κοινωνίας.
Προς χάριν συντομίας και σύνθεσης, το κείμενο θα δομηθεί κατά ενότητες και υποενότητες κατά αριθμητική σειρά, από τις γενικότερες στις πιο συγκεκριμένες έννοιες.
Μετανεωτερικότητα
1. Γενικά χαρακτηριστικά της Μετανεωτερικότητας. Οι αντιφάσεις του Μεταμοντέρνου:
1.1. «Οντολογική και ηθική από-κεντροποίηση (αποδόμηση)» έναντι της «αναγέννησης μιας παγκόσμιας ηθικής και μιας μη-μεταφυσικής και μη-οντολογικής οντολογίας», με δύο ουσιαστικούς άξονες:
1.1.1. Τον παγκόσμιο οικονομικό διεθνικό δίκτυο,
1.1.2. Ο κυβερνοχώρος ως νέος επικρατών τόπος της κοινωνικής και πολιτειακής πραγματικότητας (νέο παράδειγμα δημοσίου χώρου).
1.2. Ανάδυση, στον κυβερνοχώρο, ενός μετα-ατομικού ψευδοδιαϋποκειμενικού αφηρημένου υποκειμένου, ο οποίος «ζει» μια ενδοδιαδικτυακή (αποξενωμένη μεν) ύπαρξη, και χάνει την επαφή με το αληθινό διαϋποκειμενικό «εμείς» για να αυτοπαρουσιασθεί μεταλλαγμένο σε ηλεκτρονικό avatar ή για να μαζικοποιηθεί στο αφηρημένο «εμείς» των πληροφορικών ροών έναντι της έντονης απαιτήσεως, της σύγχρονης κοινωνίας, μιας παραγωγηκής συγκεκριμενοποιήσεως του υποκειμένου ως προϋπόθεση για το δικαίωμα επιβίωσης μέσα στην πολιτεία, το οποίο λάμβανει χώρα μέσω από την πιο καθιερωμένη, αποθεομένη καθώς και πλέον εκμεταλλευομένη δραστηριότητα του ανθρώπου, τουτέστι την εργασία. Πως ο κυβερνοχώρος δύναται να επηρεάσει όχι μόνο το πνευματικό νου ή την ψυχολογική διάσταση του προσώπου αλλά ακόμη και την ίδια λειτουργική δομή του εγκεφάλου αναφέρεται σε μια πολύ ως προς τούτο σημαντική μελέτη[1].
1.2.1. «Εξάτμιση» των αντιληπτών ορίων μεταξύ της «οντολογικής πραγματικότητας» και της «υποκειμενικής δημιουργικής φαντασίας», το οποίο παραγάγει μια ακραία υποκειμενοποίηση και συνεπώς σχετικοποίηση, όχι μόνο παραδοσιακών αξιών και κοσμοθεωριών (το οποίο δεν πρόκειται να είναι καθ’ εαυτό κακό), αλλά και της ικανότητας της εσωτερικής βεβαιότητας έναντι των τότε υπερβατικών εμπειριών της ελευθερίας, του καλού, του αγαθού και του αληθούς. Πρόκειται μάλιστα για ένα είδος «μετατεχνολογική νέου τύπου σχιζοφρένια».
1.2.2. Η μαθηματικο-λειτουργική «ακρίβεια» των τεχνολογικών συστημάτων έναντι της «αβεβαιότητας» των επιστημονικών μοντέλων και εν γένει πάσης μορφής ολοκληρωμένης και «μεταφυσικής» γνώσεως. Από την αρχή του «ορθολογικού λόγου» και της «τεχνολογικο-επιστημονικής βεβαιότητας» της Νεωτερικότητας στην «αρχή της αβεβαιότητας» του Μεταμοντέρνου.
1.3. «Από-ιεροποίηση του κόσμου και της κοινωνίας (εκκοσμίκευση)» έναντι της «επικράτησης μιας μαγικού τύπου νέα ιεροποίηση του κόσμου» ως επέκταση της τεχνολογικής λογικότητας. Πραγματοποιείται ένα είδος «μεταβολή τη‘ς τεχνικη‘ς ειjς «θρησκείαν, ο[χι μόνον ωJς εjργαλείον καιv ιδεολογία. JΟ α[νθρωπος ωJς κτη‘τορ, δηλαδηv δημιουργός τη‘ς ιδικη‘ς του (ψεύδο)υJπερβατηκότητος, ωJς «ψηφιακή“» είτε τεχνολογικο-πληροφορικής σωτηρίας.
1.3.1. JΗ δημιουργία ψευδοσωτηριω‘ν: ηJ μεδιαλατρία καί ηJ παγκοσμιοποίησις τη‘ς βιομηχανίας τη‘ς διασκεδάσεως». Ο νέος ρόλος της θρησκείας μέσα στην σύγχρονη «χειραφετημένη» κοινωνία.
1.4. «Πολιτισμική, πολιτική και οικονομική Παγκοσμιοποίηση» έναντι του «φαινομένου της gettho- νοοτροπίας στην θρησκεία καθώς και στις φυλετικές συναισθηματικότητες και λαϊκιστικά ιδεολογήματα» (βλ. Π. Βασιλειάδη, Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία, σ. 95). Πρόκειται για καθαρά αντικρουόμενες τάσσεις μέσα στην σύγχρονη κοινωνία.
1.4.1. Από το «χρονο-προοδευτικό παράδειγμα του Μοντέρνου» γίνεται μετάβαση στο «χώρο-αντιπαραστατικό» του Μεταμοντέρνου. Από την αριθμητική διαδοχή χρονικών φάσεων υπό το φάσμα της «προόδου» και της «εξέλιξης-ανάπτυξης» στην γεωμετρική αντιπαράθεση διάφορων χωρών (τόπων) με –εν θεωρία τουλάχιστον- ισοδύναμο δικαίωμα ύπαρξης.
1.4.2. «Πολυπολιτισμικότητα και πολυθρησκευτικότητα» έναντι της «επανάδυσης και της αναπόφευκτης παρουσίας του θρησκευτικού φυλετισμού και της πολιτισμικά εσωστρεφούς gettho- νοοτροπίας».
Με αυτό συνδέεται και μια τάσση στην εσωστρέφεια και στον αυτο-αποκλεισμό θρησκευτικών ομάδων που θεωρούν τον κόσμο καθ’ εαυτόν «κακό» και ερμηνεύουν τις παρούσες εξελίξεις κατά εντελώς αρνητικό πνεύμα και ακόμη ως κατ’ ουσία «αντι-θρησκευτικά» φαινόμενα. Πρόκειται για μια μεταμοντέρνα επανέκδοση του γνωστού φαινομένου του «ευλαβισμού» που ασχολείται μόνο και μόνο με την «προσωπική» σωτηρία εν αδιαφορία προς τον «έξω» κόσμο, ο οποίος θεωρείται ως ουσιαστικά αδιόρθωτος και «χαμένος» (βλ. Π. Βασιλειάδη, Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία, σ. 94-95). Μπορεί αυτό να θεωρηθεί και ως μια αναζωογόνηση των παλαιών και συνοδικώς καταδικασμένων χριστολογικών αιρέσεων του Νεστοριανισμού και του Απολιναρισμού.
Με αυτό συνδέεται και μια τάσση στην εσωστρέφεια και στον αυτο-αποκλεισμό θρησκευτικών ομάδων που θεωρούν τον κόσμο καθ’ εαυτόν «κακό» και ερμηνεύουν τις παρούσες εξελίξεις κατά εντελώς αρνητικό πνεύμα και ακόμη ως κατ’ ουσία «αντι-θρησκευτικά» φαινόμενα. Πρόκειται για μια μεταμοντέρνα επανέκδοση του γνωστού φαινομένου του «ευλαβισμού» που ασχολείται μόνο και μόνο με την «προσωπική» σωτηρία εν αδιαφορία προς τον «έξω» κόσμο, ο οποίος θεωρείται ως ουσιαστικά αδιόρθωτος και «χαμένος» (βλ. Π. Βασιλειάδη, Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία, σ. 94-95). Μπορεί αυτό να θεωρηθεί και ως μια αναζωογόνηση των παλαιών και συνοδικώς καταδικασμένων χριστολογικών αιρέσεων του Νεστοριανισμού και του Απολιναρισμού.
1.4.3. Παγκοσμιοποίηση της συνείδησης της ανάγκης διεθνούς ειρήνης και υπέρβασης της βίας έναντι της αναζωογόνησης του εν πράξει και θεωρία καταστροφικού συνδυασμού μεταξύ «θρησκείας» και «ιεράς βίας».
1.4.4. Μέσα στο πλαίσιο των θρησκειών, εμφανίζεται ο «οικουμενικός διάλογος και η αναγνώριση του άλλου ως δυνατού «τόπου αληθοφάνειας» ως ηθικό προσταχθέν» και λογική έκφραση της πνευματικής αγάπης την οποία ενσαρκώνει η θρησκεία, έναντι της «παραδοσιακής αυτοσυνειδησίας των περισσοτέρων θρησκευτικών ομολογιών του αποτελέσαι την απόλυτη αλήθεια» και του αποκλεισμού των υπόλοιπων από τα «προνόμια» της μετοχής στην αποκαλυφθείσα αλήθεια.
1.4.5. «Το ψάξιμο τρόπων αντιμετώπισης και ξεπέρασης (υπέρβασης) παντός είδους βίας ως θέλημα του Θεού» έναντι της κλιμάκωσης της «θείας βίας» αμέσως συνδεδεμένης στον θρησκευτικό φανατισμό (του θρησκευτικού φυλετισμού) και ακραίας εθνικιστικές τάσσεις και ιδεολογίες».
1.5. «Επικράτηση ενός παραδείγματος επιφανειακότητας και νοο-οντο-κένωσης σε προσωπικό και κοινωνικό πολιτισμικό επίπεδο» έναντι της «φοβερής προόδου της επιστημονικο-τεχνολογικής λογικότητας» και της «ανθρώπινης συνειδητοποίησης της αξίας του είναι του ανθρώπου, εξεφρασμένης στα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα».
1.5.1. Επικράτηση μιας «πληροφορικής διαδραστικής λογικής» (βασισμένης στην κατηγορία «χώρος») έναντι της «διαλεκτικής λογικής» (βασισμένης στην κατηγορία «χρόνος») του Μοντέρνου. Κάπως, η ιστορία κινείται κυκλικώς χωρίς υπερβατικό τέλος, και όλα τα σημαίνοντα είναι ουσιαστικά «κενά» χωρίς εσωτερική επαφή με μία εκτός αυτών αυτόνομης και αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο Baudrillard μιλάει για την ex–plotion των σημαινόντων και την im–plotion των σημαινομένων. Κατά τον Derridá όλα τα σημαίνοντα οδειγούν μόνο στο «μηδέν» εφόσον η δυνατότητα του νοήματος και του «σημαίνειν» βασίζεται στην αδιάβατη «διαφορά» μεταξύ σημαινόντων και πραγματικότητας και μεταξύ των ίδιων των σημαινόντων.
1.6. Δημιουργία μίας «μετα-εθνικής δια-υποκειμενικότητας» έναντι της «κλιμάκωσης του φαινομένου του ομαδικού φυλετισμού(ομοφυλόφιλων, θρησκευτικών ομολογιών και οργανώσεων, πολιτικών κομμάτων…)».
Πνευματικότητα σήμερα
2. Εν γένει, τι εννοούμε όταν μιλούμε για «πνευματικότητα»?
2.1. Πνευματικότητα εννοείται εδώ ως ο πολυσύνθετος τρόπος δια του οποίου ο άνθρωπος ερμηνεύει, διανοείται και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα -φυσική και ανθρωπολογική (κοινωνική και προσωπική)-, και δια του οποίου συμπεριφέρεται ως προς αυτή την πραγματικότητα, ψάχνοντας να βρει το Νόημα του είναι εν γένει και της ύπαρξής του ως συγκεκριμένης μορφής του είναι του, με σκοπό –ενσυνείδητο ή όχι- την «επανασύνδεση» του είναι του με το Απόλυτο Είναι, είτε με τον Θεό. Αυτό το ψάξιμο του υπέρτατου οντολογικού και υπαρξιακού νοήματος μπορεί να λάβει την μορφή
2.1.1. μιας άρνησης του κόσμου και της ζωής εν αυτώ με την επακόλουθη υπερβολική κατάφαση του μετακοσμικού στοιχείου το οποίο ερμηνεύεται ως αναγκαστικά ενάντιο στον κόσμο (όπως συμβαίνει π.χ. στον Νεστοριανισμό και τον Απολιναρισμό), ή
2.1.2. μίας μιας άρνησης του «μεταφυσικού» (μετακοσμικού) και της δυνατότητας υπάρξεως αυτού και συνεπώς οιασδήποτε ανθρώπινης επικοινωνίας με αυτό –εφόσον στερείται του είναι-, με την επακόλουθη υπερβολική κατάφαση του ενδοκοσμικού στοιχείου το οποίο ερμηνεύεται ως αναγκαστικά ενάντιο στον «υπερβατικό-πνευματικό» (όπως συμβαίνει σε κάθε υλιστική και αντι-θρησκευτική κοσμοθεωρία), ή
2.1.3. μίας ισορροπημένης συσχέσεως μεταξύ «είναι εν τω κόσμω» και «είναι προς την υπερβατικότητα», δηλαδή μεταξύ των μετακοσμικής και ενδοκοσμικής διαστάσεως του ανθρώπινου είναι (όπως συμβαίνει στην θεανθρώπινη Ορθόδοξη θεολογία).
Τι μπορούμε να κάνουμε?
3. Αντιμετώπιση της παρούσας κατάστασης, κατά την άποψη σημαντικών αναλυτών και θεολόγων:
3.1. Σπύρου Τσιτσίγκου: Η Εκκλησία μπορεί και πρέπει συνεχώς να ερμηνεύει τις ιστορικές εξελίξεις μέσα στα πλαίσια της εσχατολογικής της αντίληψης των γεγονότων, με αυτό που ο ίδιος ονομάζει «εσχατολογική Ηθική» (βλ. «Ο Χριστιανισμός εν όψει της Τρίτης Χιλιετίας», σ. 44).
Πρέπει να έχει ομοιούσιο αλλά φαινομενικώς μεταλλαγμένο ιεραποστολικό ζήλο (βλ. «Ο ιεραποστολικός ζήλος δεν προέρχεται από το αναστάσιμο παρελθόν του Χριστού και της Εκκλησίας Του, προέρχεται και από την αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας Του»).
Πρέπει να παραμείνει ανοικτή στα ανθρώπινα επιτεύγματα μέσα στον κόσμο, εφόσον αυτά συμβάλλουν ή μπορούν να ερμηνευθούν πνευματικά ώστε να συμβάλλουν στην δημιουργία ενός καλύτερου σήμερον για όλη την ανθρωπότητα.
Αυτό αφορά την επιστήμη, την τεχνολογία, την τέχνη, την φιλοσοφία, ακόμη και την πολιτική και εν γένει όλη την ιστορική ανθρώπινη διάσταση: «Η Εκκλησία, λοιπόν, μπορεί να συνεχίσει αντιμετωπίζοντας κατάλληλα (με πρόσληψη, μεταμόρφωση, εμβάπτιση, ανανέωση) τα νέα ρεύματα» (σ. 43),
και : «Η Εκκλησία βλέπει θετικά την εκπληκτική τεχνολογική πρόοδο και ανάπτυξη της εποχής μας. Ακόμα και ο τονισμός , στις μέρες μας, της Τηλε-Πληροφορικής με την ψηφιακή επανάσταση και την τελική ενοποίηση ενός καλωδιωμένου κόσμου δεν αντιστρατεύεται στο αυθεντικό Πατερικό ‘πνεύμα’» (σ. 33-34).
Και αυτό επιπλέον εφόσον ευρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την Πατερική θεολογία και το Πατερικό πνεύμα της Εκκλησίας: «Την προσαρμογή, δηλαδή την γνώση της σύγχρονης – τρέχουσας γνώσης, εφάρμοσαν άριστα οι Τρείς πανεπιστήμονες Άγιοι» (σ. 43). Έτσι, και βάσει μιας τέτοιας εννοήσεως και κατανοήσεως των σύγχρονων συμβαινόντων και διαμορφώσεων, μπορεί ο πνευματικός άνθρωπος να απορρίψει όλα τα στοιχεία εκείνα τα οποία αλλοτριώνουν, αποξενώνουν και μεταλλάζουν αρνητικώς τον άνθρωπο ως υποκείμενο αλλά και αναγκαστικά αντικείμενο των εξελίξεων τούτων.
Έτσι, η μετανεωτερική τάσση στον επιστημονικο-τεχνολογικό έλεγχο του ανθρώπου, η αριθμοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης εντός των κερδοσκοπικών πλαισίων των οικονομικών εξουσιών, η αποξένωση και η χαώδης πολυεστιακή διάλυση της ανθρώπινης συνείδησης μέσα στην νέα αποσπασματική μη ολοκληρωμένη και αυτοαντιφατική πραγματικότητα του πλουραλιστικού μας κόσμου, αποτελούν αντικείμενα αρνήσεως εκ μέρους της θεανθρώπινης και χριστοκεντρικής πνευματικότητας: «Οι Τρείς Ιεράρχες δεν θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να συμφωνήσουν με την παρατηρούμενη ασυνέπεια ή σχιζοφρένεια του σύγχρονου τύπου ανθρώπου» (σ. 37),
και : «(…) οι Τρείς Ιεράρχες δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν με την διαφαινόμενη ‘μηχανοποίηση’ (ρομποτισμός) του φουτουριστικού ανθρώπου» (σ. 34).
Για να το καταφέρει αυτό η Εκκλησία, όμως, πρέπει να εντάσσεται στον διάλογο, να αγωνίζεται όχι για να ξαναποκτήσει χαμένες δόξες κοινωνικής και ψυχολογικής εξουσίας αλλά κατ’ αντίθεση για να εισακουσθεί η ουσιαστική φωνή της μέσα στην αναπόφευκτη πολυφωνία της πολυπολιτισμικής κοινωνίας: «Για αυτό, το θείο κήρυγμα χρειάζεται εκσυγχρονισμό και ανανέωση προς την κατεύθυνση αυτή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει, επίσης, να εργασθεί σταθερά για την εμπέδωση της ειρήνης και της δημιουργικής συνύπαρξης (…)» (σ. 46).
Πρέπει να έχει ομοιούσιο αλλά φαινομενικώς μεταλλαγμένο ιεραποστολικό ζήλο (βλ. «Ο ιεραποστολικός ζήλος δεν προέρχεται από το αναστάσιμο παρελθόν του Χριστού και της Εκκλησίας Του, προέρχεται και από την αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας Του»).
Πρέπει να παραμείνει ανοικτή στα ανθρώπινα επιτεύγματα μέσα στον κόσμο, εφόσον αυτά συμβάλλουν ή μπορούν να ερμηνευθούν πνευματικά ώστε να συμβάλλουν στην δημιουργία ενός καλύτερου σήμερον για όλη την ανθρωπότητα.
Αυτό αφορά την επιστήμη, την τεχνολογία, την τέχνη, την φιλοσοφία, ακόμη και την πολιτική και εν γένει όλη την ιστορική ανθρώπινη διάσταση: «Η Εκκλησία, λοιπόν, μπορεί να συνεχίσει αντιμετωπίζοντας κατάλληλα (με πρόσληψη, μεταμόρφωση, εμβάπτιση, ανανέωση) τα νέα ρεύματα» (σ. 43),
και : «Η Εκκλησία βλέπει θετικά την εκπληκτική τεχνολογική πρόοδο και ανάπτυξη της εποχής μας. Ακόμα και ο τονισμός , στις μέρες μας, της Τηλε-Πληροφορικής με την ψηφιακή επανάσταση και την τελική ενοποίηση ενός καλωδιωμένου κόσμου δεν αντιστρατεύεται στο αυθεντικό Πατερικό ‘πνεύμα’» (σ. 33-34).
Και αυτό επιπλέον εφόσον ευρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την Πατερική θεολογία και το Πατερικό πνεύμα της Εκκλησίας: «Την προσαρμογή, δηλαδή την γνώση της σύγχρονης – τρέχουσας γνώσης, εφάρμοσαν άριστα οι Τρείς πανεπιστήμονες Άγιοι» (σ. 43). Έτσι, και βάσει μιας τέτοιας εννοήσεως και κατανοήσεως των σύγχρονων συμβαινόντων και διαμορφώσεων, μπορεί ο πνευματικός άνθρωπος να απορρίψει όλα τα στοιχεία εκείνα τα οποία αλλοτριώνουν, αποξενώνουν και μεταλλάζουν αρνητικώς τον άνθρωπο ως υποκείμενο αλλά και αναγκαστικά αντικείμενο των εξελίξεων τούτων.
Έτσι, η μετανεωτερική τάσση στον επιστημονικο-τεχνολογικό έλεγχο του ανθρώπου, η αριθμοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης εντός των κερδοσκοπικών πλαισίων των οικονομικών εξουσιών, η αποξένωση και η χαώδης πολυεστιακή διάλυση της ανθρώπινης συνείδησης μέσα στην νέα αποσπασματική μη ολοκληρωμένη και αυτοαντιφατική πραγματικότητα του πλουραλιστικού μας κόσμου, αποτελούν αντικείμενα αρνήσεως εκ μέρους της θεανθρώπινης και χριστοκεντρικής πνευματικότητας: «Οι Τρείς Ιεράρχες δεν θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να συμφωνήσουν με την παρατηρούμενη ασυνέπεια ή σχιζοφρένεια του σύγχρονου τύπου ανθρώπου» (σ. 37),
και : «(…) οι Τρείς Ιεράρχες δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν με την διαφαινόμενη ‘μηχανοποίηση’ (ρομποτισμός) του φουτουριστικού ανθρώπου» (σ. 34).
Για να το καταφέρει αυτό η Εκκλησία, όμως, πρέπει να εντάσσεται στον διάλογο, να αγωνίζεται όχι για να ξαναποκτήσει χαμένες δόξες κοινωνικής και ψυχολογικής εξουσίας αλλά κατ’ αντίθεση για να εισακουσθεί η ουσιαστική φωνή της μέσα στην αναπόφευκτη πολυφωνία της πολυπολιτισμικής κοινωνίας: «Για αυτό, το θείο κήρυγμα χρειάζεται εκσυγχρονισμό και ανανέωση προς την κατεύθυνση αυτή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει, επίσης, να εργασθεί σταθερά για την εμπέδωση της ειρήνης και της δημιουργικής συνύπαρξης (…)» (σ. 46).
Αυτή η δυνατότητα διαλόγου και εμπλουτισμού στην συναναστροφή της με την σύγχρονη εποχή, έχει η Εκκλησία εκ φύσεώς της εφόσον «η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι «κλειστή» και δογματική, είναι «ανοικτή», πλουραλιστική και αποφατική, αφού η ουσία του Τριαδικού Θεού, ούτε γνωρίζεται, ούτε ορίζεται (α-όριστη)» (σ. 40).
Έτσι, σε κοινωνικό επίπεδο, η Εκκλησία του 21ου αιώνος μπορεί να γίνει, κατά τον θεολόγο, μαζί με τους υπόλοιπους κοινωνικούς θεσμούς και πνευματικές αντιλήψεις, «συντονιστή όλων των (νέων) κοινωνικών δομών» (σ. 47).
3.2. Εμμανουήλ Κλάψη: Ουσιαστική θετικότητα της , και συμβολή της Εκκλησίας στην ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα στα πλαίσια της ανοικτής πολυδιάστατης κοινωνίας: «χωρίς να απωθούν καθόλου την Χριστιανική και εν γένει θρησκευτική ταυτότητα, πρέπει να αρνηθούμε να παραμείνουμε τυφλοί στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα. Πρέπει να δεχτούμε την πρόκληση να ανασχηματίσουμε τον δημόσιο (πολιτειακό) ρόλο της θρησκείας» (Βλ. «The Orthodox Church in a Pluralistic World», σε Orthodoxy in Conversation, σ. 136). Κατά τον θεολόγο, αυτή είναι το Πατερικό πνεύμα, εφόσον «This…does not merely reflect the prophetic tradition as we find it in the scripture, but it also reflects the ethos of the Church Fathers. They did not preach an exotic religion –they strove to transform the Greco-Roman culture of their time by a message of salvation and new life that God granted to the world through the incarnated Word» (Βλ. «The Orthodox Church in a Pluralistic World», σε Orthodoxy in Conversation, σ. 136).
3.3. Νίκου Κότζια: η θρησκεία ως κατ’ εξοχήν μέσον κοινωνικής ειρηνοποίησης έναντι της βίας ιδίως της θρησκευτικής. Η παγκοσμιοποίηση ως ευκαιρία και δυνατότητα πανανθρώπινης ειρηνικής ενοποίησης: «Η θρησκεία, της οποίας η ουσία είναι η ειρηνική συνύπαρξη, δεν προωθεί μόνο ανεκτικότητα (ανεξιθρησκία) μεταξύ διαφορετικών θρησκειών, αλλά και μεταξύ θρησκευτικών και κοινωνικών κινημάτων.
Η αληθινή θρησκεία –στην έννοια της ορθής κατανόησης της συγκεκριμένης θρησκείας- αποτελεί στοιχείο-κλειδί στην προτίμηση του διαλόγου… Η Εκκλησία θα πρέπει να είναι πρωταθλήτρια στην πολυπολιτισμικότητα , δίνοντας την πλάτη σε κάθε λογική θρησκευτικού αποκλεισμού ή απόρριψης διαφορετικών «πιστεύω» λόγω φανατισμού» (βλ. «Violence, Religion and Globalization», Violence and Christian Spirituality, σ.21)
Η αληθινή θρησκεία –στην έννοια της ορθής κατανόησης της συγκεκριμένης θρησκείας- αποτελεί στοιχείο-κλειδί στην προτίμηση του διαλόγου… Η Εκκλησία θα πρέπει να είναι πρωταθλήτρια στην πολυπολιτισμικότητα , δίνοντας την πλάτη σε κάθε λογική θρησκευτικού αποκλεισμού ή απόρριψης διαφορετικών «πιστεύω» λόγω φανατισμού» (βλ. «Violence, Religion and Globalization», Violence and Christian Spirituality, σ.21)
3.4. Π. Βασιλειάδη: πρέπει να επικρατεί «η λογική της καταλλαγής» ως μόνη ουσιαστική λύση έναντι του φαινομένου της «διαφοράς» και της πολυπολιτισμικότητας ως παγκόσμιο δικαίωμα του ανθρώπου: «Η Εκκλησία επιτελεί τό σωστικό της έργο όχι με εκείνα πού συνίθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως μέ αυjτό που είναι. Αυτό τό «είναι». Με άλλα λόγια, αυτή η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όραμα ενός καινούργιου κόσμου, διαφορετικού από το φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε. Το όραμα δηλαδή της προσδωκόμενης βασιλείας τού Θεού.[2]»
3.4.1. Ο Βασιλειάδης αναγνωρίζει και προωθεί ως μόνη, κατ’ αυτόν αποδεκτή και συμβατή με την Ορθόδοξη παραδοσιακή πνευματικότητα, λύση την λεγομένη «προφητική εσχατολογία», στην οποία συνδυάζονται κατά αρμονικό τρόπο η μεταφυσική εμπειρία της Εκκλησίας με την ευθύνη απέναντι στον κόσμο, στην έννοια μιας συστηματικής εφαρμογής σε αυτόν των εσχατολογικών μυστηριακών αρχών-δογμάτων της πίστεως, ως απαραίτητη συμβολή της Εκκλησίας στην αποκατάσταση και ιεροποίηση κόσμου και ανθρωπότητας: «Αυτός είναι ο μοναδικός αποδεκτός τύπος εσχατολογίας, και βασίζεται στην βιβλική έννοια της προφητείας, η οποία τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη δεν προλέγει απλώς τα μέλλοντα να συμβούν, ούτε προαναγγέλλει το μοιραίο, αλλά θέτει τους ανθρώπους προ των ευθυνών τους, μπροστά στην δυνατότητα δύο επιλογών προσωπικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο λαός του Θεού είναι ελεύθερος να επιλέξει, αλλά ο ορών προφήτης πάντοτε τους πληροφορούσε για τις συνέπιες».
Αυτή η προφητική πνευματικότητα είναι πλήρως συμβατή και με την πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας καθώς και με τα πιο επείγοντα και επίκαιρα αιτήματα της σύγχρονης κοινωνίας μας: δηλαδή με την προφύλαξη της ελευθερίας του ατόμου και την αναγνώριση του δικαιώματός του στην -και θρησκευτική μάλιστα- «διαφορά».
Συνδυάζεται αυτή η θέση δημιουργικώς και με τον νέο κοινωνικο-ανθρωπολογικό ρόλο της Εκκλησίας ως «προφητικής φωνής της αληθείας» και συνεχούς ανάμνησης του «ανθρώπινου-ουσιώδους» έναντι της «λήθης του είναι» ως γεγονός που συνδέεται αμέσως με τη επικρατούσα γενικευμένη στην μεταμοντέρνα κοινωνία πενυματική επιπολαιότητα καθώς και με το φαινόμενο της «νοο-κένωσης» που παγκοσμίως παρατηρείται.
Συνδυάζεται αυτή η θέση δημιουργικώς και με τον νέο κοινωνικο-ανθρωπολογικό ρόλο της Εκκλησίας ως «προφητικής φωνής της αληθείας» και συνεχούς ανάμνησης του «ανθρώπινου-ουσιώδους» έναντι της «λήθης του είναι» ως γεγονός που συνδέεται αμέσως με τη επικρατούσα γενικευμένη στην μεταμοντέρνα κοινωνία πενυματική επιπολαιότητα καθώς και με το φαινόμενο της «νοο-κένωσης» που παγκοσμίως παρατηρείται.
Σε τι χρησιμεύει σήμερα η Εκκλησία ως κατ’ εξοχήν πνευματικός –και όχι μόνο πολιτισμικός ή φυλετικός- θεσμός?
4. Ως γενική και κεντρική «υπαρξιακή δικαιολογία» και λειτουργία (basic function) της Εκκλησίας στο μετανεωτερικό πολυδιάστατο κοινωνικο-πολιτικό ιστό, μπορεί να αναφέρει κανείς την αποκλειστική δυνατότητα της Εκκλησίας:
4.1. Για την ιεροποίηση (αποκατάσταση) του κόσμου, της ανθρώπινης κοινωνίας και του ανθρώπου ως ατόμου-προσώπου δια της τελέσεως των ιερών Μυστηρίων της. Αυτό μπορεί και πρέπει να πραγματοποιείται στο επίπεδο της basic function της Εκκλησίας στο σύνολο της ανοικτής κοινωνίας: «…πάντα γάρ υJπέταξεν υJπο; του;ς πόδας αυjτου`…ο{ταν δέ υJποταγη` αυjτω`/ τά πάντα, τότε καί αυjτός οJ υιJός υJποταγήσεται τω‘/ υJποτάξαντι αυjτω`/ τά πάντα, ι{να η/ οJ Θεός τά πάντα εjν πάσιν.[3]»
4.2. Για την μετάδοση του λόγου του Θεού σ’ όλο τον κόσμο, αλλά αυτό μέσω διαφορετικών συμβατών με τους καιρούς τρόπων υπό την μορφή μίας μοναδικής πνευματικής συμβολής για την ολοκλήρωση, κατά το δυνατόν και δια χάριτος Θεού, των βασικών οντολογικών και κοινωνικο-ψυχολογικών «ελλειμμάτων» του ανθρωπίνου όντος:
4.2.1. Της αναζήτησης υπέρ υπαρξιακού νοήματος,
4.2.2. Της πλήρους μεταμορφώσεως του φαινομενολογικού είναι του κατά την «εικόνα» του Θεού που κατ’ ουσίαν είναι ο άνθρωπος,
4.2.3. Της αποκτήσεως μιας αληθινής και διαρκούς κοινωνικής δικαιοσύνης,
4.2.4. Της επικράτησης της «λογικής της αγάπης» επί της επικρατούσης «λογικής της εξουσίας, της βίας και της παραγωγικότητας».
Ουσιαστικά, πρέπει η Εκκλησία να μπορέσει να βρει τρόπους προκειμένου να πραγματοποιηθεί, και μέσα στο κοινωνικο-πολιτικό ιστό, το όραμα του Παύλου του να «είναι ο Θεός τα πάντα εν πάσει».
Για αυτό η Εκκλησία πρέπει να αγωνίζεται να αποφύγει την εύκολη θέση (ψεύτικη λύση) της άρνησης και της επακολουθούσης «εγκατάλειψης του κόσμου» (που δεν είναι κατ’ ουσίαν παρά ένας τέλειος και πολύ εξυπηρετικός στην εξουσία ή στην πνευματική αδράνεια συμβιβασμός με τον κόσμο), και αποτελεί επί πλέον έκφραση της χριστολογικής αιρέσεως του Απολλιναρισμού και του Νεστοριανισμού: «This view, despite its appeal, is a political expression of the christological heresy of Nestorianism (that is, it denies the incarnation by refusing to acknowledge God’ s active presence in the world and its history» (Βλ. Ε. Κλάψη, «The Orthodox Church in a Pluralistic World», σε Orthodoxy in Conversation, σ. 132).
Για αυτό η Εκκλησία πρέπει να αγωνίζεται να αποφύγει την εύκολη θέση (ψεύτικη λύση) της άρνησης και της επακολουθούσης «εγκατάλειψης του κόσμου» (που δεν είναι κατ’ ουσίαν παρά ένας τέλειος και πολύ εξυπηρετικός στην εξουσία ή στην πνευματική αδράνεια συμβιβασμός με τον κόσμο), και αποτελεί επί πλέον έκφραση της χριστολογικής αιρέσεως του Απολλιναρισμού και του Νεστοριανισμού: «This view, despite its appeal, is a political expression of the christological heresy of Nestorianism (that is, it denies the incarnation by refusing to acknowledge God’ s active presence in the world and its history» (Βλ. Ε. Κλάψη, «The Orthodox Church in a Pluralistic World», σε Orthodoxy in Conversation, σ. 132).
Η προσφορά του πνεύματος
5. Τι μπορεί να προσφέρει μια αυθεντική πνευματικότητα:
5.1. «Διάκριση αντί άρνησης» ενώπιον της σύγχρονης κοινωνίας και των σύνθετων φαινομένων που την συνοδεύουν. Μπορούμε να μάθουμε και από την διαφορά και να εμπλουτιστούμε από αυτή. Και αυτή ήταν ανέκαθεν και Πατερική ιεραποστολική και ποιμαντική τακτική.
Ο άγιος Βασίλειος το προτρέπει στους νέους χριστιανούς αναφερόμενος στην αρχαία λογοτεχνία και φιλοσοφία (βλ. «Προς τους Νέους αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο Λόγων»): «Όπως ακριβώς ή αξία ενός δένδρου έγκειται εις το να παράγη ωραίους καρπούς, αλλά καί τα φύλλα, κινούμενα εις τους κλάδους, δίδουν κάποιον στολισμόν, τοιουτοτρόπως καί εις την ψυχήν πρώτος μεν καρπός είναι ή αλήθεια, δίδει όμως εις αυτήν χάριν καί ό στολισμός της έξω σοφίας, ή οποία θα όμοιάζη με φύλλα πού παρέχουν είς τον καρπόν σκέπην καί ώραίαν όψιν»,
καθώς και ταυτοχρόνως μπορούμε να παρουσιάσουμε στην «διαφορά» το ιδικό μας θησαυρό, πάντοτε ως «συμβολή» και όχι ως επιβολή: «Εάν λοιπόν προθύμως δεχθήτε τους λόγους μου, θα ανήκετε εις την δευτέραν τάξιν εξ εκείνων πού επαινεί ό Ησίοδος, εάν δε δεν τους δεχθήτε, εγώ μεν ουδέν σκληρόν θα ειπώ, ένθυμηθήτε τα ποιήματα (του Ησιόδου), εις τα όποια εκείνος λέγει: “Άριστος μεν είναι εκείνος πού διακρίνει μόνος του τα πρέποντα- καλός δε είναι καί εκείνος που υπακούει εις ό,τι του υποδεικνύουν οί άλλοι, εκείνος δε πού δεν έχει τίποτε άπ’ αυτά, είναι εις όλα άχρηστος».
Ο άγιος Βασίλειος το προτρέπει στους νέους χριστιανούς αναφερόμενος στην αρχαία λογοτεχνία και φιλοσοφία (βλ. «Προς τους Νέους αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο Λόγων»): «Όπως ακριβώς ή αξία ενός δένδρου έγκειται εις το να παράγη ωραίους καρπούς, αλλά καί τα φύλλα, κινούμενα εις τους κλάδους, δίδουν κάποιον στολισμόν, τοιουτοτρόπως καί εις την ψυχήν πρώτος μεν καρπός είναι ή αλήθεια, δίδει όμως εις αυτήν χάριν καί ό στολισμός της έξω σοφίας, ή οποία θα όμοιάζη με φύλλα πού παρέχουν είς τον καρπόν σκέπην καί ώραίαν όψιν»,
καθώς και ταυτοχρόνως μπορούμε να παρουσιάσουμε στην «διαφορά» το ιδικό μας θησαυρό, πάντοτε ως «συμβολή» και όχι ως επιβολή: «Εάν λοιπόν προθύμως δεχθήτε τους λόγους μου, θα ανήκετε εις την δευτέραν τάξιν εξ εκείνων πού επαινεί ό Ησίοδος, εάν δε δεν τους δεχθήτε, εγώ μεν ουδέν σκληρόν θα ειπώ, ένθυμηθήτε τα ποιήματα (του Ησιόδου), εις τα όποια εκείνος λέγει: “Άριστος μεν είναι εκείνος πού διακρίνει μόνος του τα πρέποντα- καλός δε είναι καί εκείνος που υπακούει εις ό,τι του υποδεικνύουν οί άλλοι, εκείνος δε πού δεν έχει τίποτε άπ’ αυτά, είναι εις όλα άχρηστος».
5.2. Βαθειά και προφητική διανόηση της ενεργής παρουσίας και της καθοριστικής δράσης του «πανταχού παρόντος» Αγίου Πνεύματος στην ανθρώπινη ιστορία, δράση που δεν πρόκειται να ακυρώνει ποτέ την ανθρώπινη ελευθερία και σχετική αυτονομία της ιστορίας.
Ο άγιος Βασίλειος κατάλαβε αυτή την διαχρονική παρουσία-δράση του Θεού στο ιστορικο-ανθρώπινο, και εφαρμόζει μια επιλεκτική προσέγγιση στα ιστορικώς πολιτισμικά δημιουργήματα του ανθρώπου, χωρίς αρνητικές προκαταλήψεις αλλά μάλλον με ανοικτό εξερευνητικό πνεύμα, πράγμα που επιτρέπει στους χριστιανούς να εμπλουτισθούν με τα ευρήματα της αγιοπνευματικής ενέργειας μέσα στην ιστορία και την κουλτούρα, τα διασκορπισμένα ανά όλους τους πολιτισμούς, και ταυτοχρόνως να ωριμάσουν στην εμπειρία της πίστεώς τους στον Ιησού Χριστό ως ενσαρκωμένο Λόγο του Θεού «εν τοις κόλποις» της καθ’ ημάς ιστορίας, όπου «εσκήνωσεν» μία και δια παντός.
Το δικαίωμα στην «διαφορά» και την φαινομενικώς ξεχωριστική ιδιαιτερότητα πηγάζει ούτως ή άλλως από τα παγκόσμια πανανθρώπινα θεόθεν στοιχεία, βασικά από την ανθρώπινη ελευθερία και την αυτοσυνειδησία αξιοπρεπείας που αναδύει από αυτή ως οντολογική αναλλοίωτη διάσταση.
5.3. Την εγρήγορση της συνειδήσεως και την νήψη της ψυχής ούτως ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να παραμείνει ελεύθερος ως υποκείμενο της τεχνολογίας αντί ως δούλου του τεχνοηδονισμού και της τεχνολατρείας,
5.4. Την παρουσίαση του Λόγου του Θεού ως απόλυτον οντολογικό και ηθικό Κέντρο στην ιστορία («απαύγασμα του Πατρός») και ως πνευματικο-ψυχολογική «άγκυρα» για τον άνθρωπο τον εκτεθειμένο στην μεταλλακτική δράση του κυβερνοχώρου και εν γένει της πολυσύνθετης μεταμοντέρνας κοινωνίας.
5.5. Την αντιμετώπιση του ηθικού προσταχθέντος προς τον διάλογο με τον «αλλόθρησκο» και εν γένει τον «άλλον-διαφορετικό» κατά το παύλειο συμπεριληπτικό παράδειγμα (βλ. Πράξεις των Αποστόλων, 17:22-31[4]): ο Ι. Χ. ως ο Λόγος του Θεού ο παρών σε κάθε αυθεντική θρησκειο-πνευματική συνδιαμόρφωση. Εξ ανθρώπινης πλευράς, η προσπάθεια συναντήσεως και ενώσεως με το Απόλυτο είναι σύμφυτη και οντολογικώς «οργανική» στο ανθρώπινο όν.
Και αυτό επειδή ο άνθρωπος καθ’ εαυτό είναι υπερβατικότητα (βλ. V. E. Frankl, «Diez Tesis sobre la Persona Humana», «Δέκα θέσεις περί του ανθρώπινου προσώπου»). Τούτο αποτελεί βασικό κοινό πανανθρώπινο οντολογικό στοιχείο.
Εκ θείας πλευράς, ο Θεός βρήκε ποικίλους τρόπους να εμφανισθεί και να φωτίσει, προπαρασκευαστικώς αν θέλουμε, διάφορους πολιτισμούς μέχρι να έλθει «το πλήρωμα του χρόνου» για να ενανθρωπιστεί ο Λόγος του Θεού.
Αυτό σημαίνει ότι το μέτρο για να υπολογισθεί το «αυθεντικό» ή μη –από πνευματική πλευρά εννοούμε-ενός πολιτισμού δεν θα είναι η «διαφορετικότητά» του εν σχέσει προς άλλον πολιτισμό, αλλά μάλλον η «ανοικτότητά» του στην παρουσία της αλήθειας και στην εκφραστικότητα σ’ αυτόν αυτής της αλήθειας υπό το φάσμα των ιστορικών θεσμικών συν-διαμορφώσεων που αποτελούν την πολυδομική διάστασή του (θρησκείας, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, καλών τεχνών, πολιτικής, κοινωνικών δομών, και ούτως καθ’ εξής).
Ο Θεός όμως, παρότι κάπως εκφράζεται –«επιφαίνεται»- μέσω των θεσμικών δομών τούτων, παραμένει πάντοτε υπερβατικός και ασύλληπτος, πλήρως αναγνωρίσιμος μόνον στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Υιού του, του Ιησού Χριστού.
Αυτό σημαίνει ότι το μέτρο για να υπολογισθεί το «αυθεντικό» ή μη –από πνευματική πλευρά εννοούμε-ενός πολιτισμού δεν θα είναι η «διαφορετικότητά» του εν σχέσει προς άλλον πολιτισμό, αλλά μάλλον η «ανοικτότητά» του στην παρουσία της αλήθειας και στην εκφραστικότητα σ’ αυτόν αυτής της αλήθειας υπό το φάσμα των ιστορικών θεσμικών συν-διαμορφώσεων που αποτελούν την πολυδομική διάστασή του (θρησκείας, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, καλών τεχνών, πολιτικής, κοινωνικών δομών, και ούτως καθ’ εξής).
Ο Θεός όμως, παρότι κάπως εκφράζεται –«επιφαίνεται»- μέσω των θεσμικών δομών τούτων, παραμένει πάντοτε υπερβατικός και ασύλληπτος, πλήρως αναγνωρίσιμος μόνον στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Υιού του, του Ιησού Χριστού.
6. Σημαντικό είναι να γίνει μία ρεαλιστική και δημιουργική υπό της Εκκλησίας αποδοχή του νέου κοινωνικού ρόλου της θρησκείας στην σύγχρονη κοινωνία: από παγκόσμια «ρυθμιστική και πανϋποτακτική δύναμη» (στο Προ-μοντέρνο), ή «περιθωριοποιημένη υπό του ορθολογικού λόγου (επιστήμης και κριτικής φιλοσοφίας) δύναμη» καταδικασμένη δήθεν στην εξαφάνιση (στο Μοντέρνο), σε δημιουργική ανθρωπο-συνειδητοποιητική της αλήθειας δύναμη, που συμβάλλει ουσιαστικά στην απόκτηση μιας καλώς ιδρυομένης παγκόσμιας ειρηνικής συνύπαρξης και στην δια αλληλογνωριμίας ενότητα της ανθρωπότητας με βάση τα κοινά της θεανθρώπινα στοιχεία: αγάπη, συνείδηση του Καλού (του πλατωνικού «Αγαθού»), και οντολογικο-υπαρξιακό ψάξιμο του νοήματος του είναι.
Όντως, η «θέληση νοήματος» αποτελεί πανανθρώπινο οντολογικό θεμέλιο και κίνητρο για την προώθηση του διαπολιτισμικής και διαθρησκειακής αλληλοπροσεγγίσεως. Και, εφόσον η ουσία της εαυτότητας –και ατόμων και πολιτισμών- είναι αναγκαστικά φαινομενικό αποτέλεσμα της πολυσύνθετης και πολυμερούς διαϋποκειμενικότητας, τότε κατά συνέπεια μόνο μέσω του πανανθρώπινου διά-λόγου μπορεί να κρυσταλλοποιηθεί η απόκτηση μιας πανανθρώπινης ενσυνειδήτως βιωμένης και αληθινά καθολικής –ορθώς παγκοσμιοποιημένης– πανανθρώπινης εαυτότητας. Εάν όντως προκύψει κάτι τέτοιο, δεν μπορεί παρά μόνο να γίνει βάσει της οντολογικής ουσίας –της πυρηνικής υποστατικής διαστάσεως – του ανθρώπου, δηλαδή της αυτού «κατ΄ εικόνα Θεού» ιδιότητας, επειδή ως δημιούργημα του Θεού ο άνθρωπος δεν «διαθέτει» κάτι άλλο ως εαυτοτική υπόσταση.
Όντως, η «θέληση νοήματος» αποτελεί πανανθρώπινο οντολογικό θεμέλιο και κίνητρο για την προώθηση του διαπολιτισμικής και διαθρησκειακής αλληλοπροσεγγίσεως. Και, εφόσον η ουσία της εαυτότητας –και ατόμων και πολιτισμών- είναι αναγκαστικά φαινομενικό αποτέλεσμα της πολυσύνθετης και πολυμερούς διαϋποκειμενικότητας, τότε κατά συνέπεια μόνο μέσω του πανανθρώπινου διά-λόγου μπορεί να κρυσταλλοποιηθεί η απόκτηση μιας πανανθρώπινης ενσυνειδήτως βιωμένης και αληθινά καθολικής –ορθώς παγκοσμιοποιημένης– πανανθρώπινης εαυτότητας. Εάν όντως προκύψει κάτι τέτοιο, δεν μπορεί παρά μόνο να γίνει βάσει της οντολογικής ουσίας –της πυρηνικής υποστατικής διαστάσεως – του ανθρώπου, δηλαδή της αυτού «κατ΄ εικόνα Θεού» ιδιότητας, επειδή ως δημιούργημα του Θεού ο άνθρωπος δεν «διαθέτει» κάτι άλλο ως εαυτοτική υπόσταση.
Ως εκ τούτου, από τον διάλογο αυτό, η Εκκλησία και η πνευματικότητά της δεν έχουν κάτι να χάσουν, αλλά αντιθέτως πολύ να κερδίσουν εν σχέσει προς την πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου και συνεπώς της ανθρώπινης κοινωνίας συν τους ακόμη τόσο αποξενωμένους και απάνθρωπους θεσμούς της.
Τούτο, βεβαίως, δεν πρόκειται να ακυρώνει το σωτήριο είναι της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, αλλά απλώς το «μεταφέρει» στην πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική κοινωνία κατά διαφορετικό τρόπο, καθώς και ταυτοχρόνως εσώτερα το πράττει και βιώνει δια των ιερών μυστηρίων της στην πιο ουσιώδη και ακέραιο τρόπο.
Η πρόκληση για την Εκκλησία και την πνευματικότητα σήμερα
7. Παραμένουν όμως και ανοικτά προβλήματα:
7.1. Θρησκευτική βία και φανατισμός. Δίλλημα της πνευματικότητας μπροστά στην εξολοθρευτική βία έναντι αλλόδοξης θρησκείας και ενός πολιτισμού: «ή παραμείνω συνεπής στην «μη-βία» στην οποία καλούμαι υπό του Θεού και δέχομαι την εξολόθρευσή μου, ή αγωνίζομαι υπέρ της ζωής μου χρησιμοποιώντας την βία αλλά γίνομαι ασυνεπής με την παγκόσμια αγάπη και την «μη-βία» ως μόνη πνευματική θεάρεστη στάση».
7.2. Ασυμβατότητα πολιτισμικών παραδειγμάτων και αναπόφευκτη συνύπαρξη αυτών λόγω παγκοσμιοποίησης: είναι δυνατή η ειρήνη?
7.3. Αποδοχή του «άλλου» στο όνομα της αγάπης και αποδόμηση μέχρι και κατεδάφιση πολλών παραδοσιακών πολιτισμικών και πνευματικών αξιών οι οποίες αποτελούν σημεία αυτο-αναφοράς και αυτοσυνειδησίας της αποδεχομένης (δηλαδή προσλαμβανούσης) κουλτούρας.
7.4. Καθώς η Εκκλησία υποχωρεί από την προ-νεωτερική της θέση ως γενικό ρυθμιστικό στοιχείο και ουσιωδέστερο σημείο αναφοράς εξολοκλήρου του πολιτισμού και, θέλει δεν θέλει, πρέπει να παραδεχθεί την νέα πολιτισμική και πολιτειακή θέση της ως μέρος και μέλος ενός εκκοσμικευμένου και χειραφετημένου κοινωνικού συνόλου, ερωτούμε: πρέπει η Εκκλησία να αγωνίζεται να «ξαναποκτήσει» και να διεκδικήσει τα παλαιά προνόμιά της ή θα ήταν καλύτερα μάλλον να ενταχθεί εκουσίως και δημιουργικώς στην πλουραλιστική κοινωνία συμβάλλουσα στην παγκόσμια αλληλοκατανόηση, στην συνεχή παρουσίαση του σωτήριου λόγου του Θεού υπέρ της ολοκλήρωσης και ωφέλειας πάσης της ανθρωπότητας με «εσχατολογική προσδοκία» αλλά και χωρία βία, χωρίς πίεση και χωρίς πρακτικούς αποκλεισμούς λόγω διαφορετικοτήτων, αναγνωρίζουσα έτσι το δικαίωμα στην «διαφορά» ως εντελώς συμβατό με την αγάπη του Θεού στον κόσμο και καθώς με την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου ως ειδικό χάρισμα δοθέν εις αυτόν παρά ίδιου του Θεού?
7.5. Τι είναι σημαντικότερο: το να συμβάλλω στην δημιουργία παγκοσμίων πανανθρώπινων αξιών και δεσμών εις βάρος πολλών τοπικών και φυλετικών «παραδοσιακών» αξιών οι οποίες λογικώς εξαφανίζονται ή ριζικώς μεταλλάσσονται, ή περιθωριοποιούνται ή απλώς χάνουν την κεντρική σημασία που είχανε τότε στην ζωή του έθνους ή της φυλής, ή κατ’ αντίθεση το να υπερασπίζομαι παραδοσιακές αξίες φυλετικού χαρακτήρα ακόμη και όταν αυτό πραγματοποιείται αναγκαίως εις βάρος παγκόσμιων μεταφυλετικών πανανθρώπινων αξιών? Αυτή είναι η αγωνία της σύγχρονης κοινωνίας μας.
Πατήρ Αθανάσιος Γιάννες, Πρεσβύτερος.
Ραφήνα Αττικής
19.09.2012.
[1]Sitios como Facebook, MySpace, Twitter y Bebo pueden reducir los lapsos de concentración, alentar la gratificación instantánea y volver a los cibernautas más centrados en sí mismos.
(Ιστότοποι σαν Facebook, MySpace, Twitter και Beboμπορούν να ελαττώνουν (να περιορίσουν) το χρονικό διάστημα (την ικανότητα) συγκεντρώσεως, να προτρέπουν την άμεση και στιγμιαία ικανοποίηση, και να μεταβάλλουν τους χρήστες εις ανθρώπους πιο εσωστρεφείς εις τους εαυτούς τους).
Ante esto, la también directora del Instituto Royal en la Universidad de Oxford cree que la constante exposición a estos sitios de internet podría “reprogramar” el cerebro, con un poco de ayuda de los videojuegos y de algunos programas de televisión.
(Έναντι τούτου, η επί πλεον διευθύντρια του Ινστιτούτου Royal του Πανεπιστημίου Οξφόρδης, πιστεύει ότι η συνεχής έκθεση εις τις εν λόγω ιστοσελίδες, θα μπορούσε να «επαναρυθμίσει» το μυαλό, με λίγη βοήθεια των βιντεοπαιχνιδίων και της τηλεοράσεως.).
“Mi temor es que estas tecnologías están infantilizando el cerebro en un estado en el que parece el de un niño pequeño que está atraído por los sonidos raros y las luces brillantes, y que además pone poca atención en lo que hace”, señaló la doctora Greenfield.
(«Ό, τι φοβάμαι είναι το ότι, αυτές οι τεχνολογίες, ήδη παιδικοποιούν το μυαλό, το οποίο τότε μοιάζει με το μυαλό ενός παιδιού που προσελκύεται από παράξενους θορύβους και από αστραφτερά φώτα, και, επί πλέον, βάζει ολίγη προσοχή σε αυτά που κάνει», ανέφερε η ιατρός Greenfield.).
“Toda una nueva generación podría tener problemas de concentración en el futuro de seguir con tanta exposición a los videojuegos, salas de chat y a las redes sociales”, fue uno de los argumentos alarmantes de la profesora que más tuvo eco en una disertación.
(«Μία ολόκληρη γενιά θα μπορούσε να υφίσταται εις το μέλλον προβλήματα συγκεντρώσεως, λόγω αυτής της υπερβολικής εκθέσεως εις τα βιντεοπαιχνίδια, αίθουσες για chat, και κοινωνικά δίκτυα», τούτο ήταν ένα από τα πιο ανησυχιτικά επιχειρήματα της Καθηγήτριας, που είχε περισσότερο αντίκτυπο εις την διάλεξη.).
Por su parte, Sue Palmer, autora de Toxic Childhood, señala que no está en contra de las nuevas tecnologías ni las computadoras, pero asegura que es indispensable que antes de que los niños comiencen a navegar en las redes sociales tienen que aprender cómo establecer las relaciones interpersonales en la vida real. (Cfr. EL UNIVERSAL.com.mx, Redacción
El Universal, Ciudad de México, martes 24 de febrero de 2009,
00:26.).
El Universal, Ciudad de México, martes 24 de febrero de 2009,
00:26.).
(Από την πλευρά της, η Sue Palmer, συνθέτης του βιβλίου Toxic Childhood, αναφέρει ότι δεν ίσταται ενάντια εις τις τεχνολογίες καθ’ εαυτές ούτε εις τους υπολογιστές, αλλά βεβαιεί ότι είναι απαραίτητο, τα παιδιά, πρωτού να αρχίσουν την πλοήγησή τους εις τα κοινωνικά δίκτυα, να μάθουν πώς να καταφέρουν διαπροσωπικές σχέσεις εις την αληθινή ζωή.).
[4]«Σταθεὶς δὲ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰπάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. 23διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰσεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο· Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃ οὖν ἀγνοοῦντεςεὐσεβεῖτε, τοῦτο ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24ὁ θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐναὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς ὑπάρχων κύριος οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ25οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρωπίνων θεραπεύεται προσδεόμενος τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσινζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· 26ἐποίησεν τε ἐξ ἑνὸς πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶπαντὸς προσώπου τῆς γῆς ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆςκατοικίας αὐτῶν 27ζητεῖν τὸν θεὸν εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καὶ γε οὐμακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα.