ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (390 μ.Χ.)
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός είναι ο μεγαλύτερος Θεολόγος της Εκκλησίας. Ό,τι άλλο και αν είπωμεν περί του ιερού και κατ’ εξοχήν πεφωτισμένου τούτου ανδρός, ουδέν του προσθέτομεν, μάλλον δε κινδυνεύομεν και να συγκαλύψωμεν το μεγαλείον του χαρακτηρισμού του ως Θεολόγου.
Έζησεν εις εποχή κρισιμωτάτην δια την Εκκλησίαν, η οποία ηγωνίζετο να συνειδητοποιήση την πίστιν της Νικαίας (325) και προσεπάθει να ετοιμάση την πίστιν της Κωνσταντινουπόλεος (381). Ο Γρηγόριος ειργάσθη δια την αποδοχήν και επιβολήν της αληθείας ότι ο Υιός είναι ομοούσιος τω Πατρί, διευκρίνισεν οριστικώς την σχέσιν ουσίας και υποστάσεως και εθεολόγησε πρωτοτύπως προς κατάληψιν και έκφρασιν της θείας αλήθειας ότι το άγιον Πνεύμα είναι Θεός, ομοούσιον τω Πατρί. Επάλαισε προς το σκότος της αρειακής αιρέσεως και ανέστησε την ορθοδοξίαν εις την περιοχήν της Κωνσταντινουπόλεως. Εις τα ποιητικά του έπη απετύπωσε την απέραντον πικρίαν, που τον επότισαν οι άνθρωποι της εποχής του και μάλιστα οι ανήκοντες εις την Εκκλησίαν. Εις έκτασιν τα έργα του υστερούν από τα ανάλογα έργα μεγάλων Πατέρων του ΄Δ και Έ αιώνος. Εν τούτοις η Εκκλησία ευτόν ωνόμασε κατ’ εξοχήν θεολόγον. Και ορθώς, διότι εκτός των άλλων μόνος αυτός είχε την ιεράν τόλμην να δηλώση ότι όσα περί αγίου Πνεύματος είπεν, έλαβε δια φωτισμού του αγίου Πνεύματος.
4. Και ου λέγω τούτο μη δειν πάντοτε μεμνήσθαι θεού. Μη πάλιν επιφυέσθωσαν ημίν οι πάντα εύκολοι και ταχείς. Μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον. Και, ει οίον τε τούτο ειπείν, μηδέ άλλο τι ή τούτο πρακτέον. Καγώ των επαινούντων ειμή τον λόγον, ος μελετάν ημέρας και νυκτός διακελεύται και « εσπέρας και πρωί και μεσημβρίας διηγείσθαι» και ευλογείν τον Κύριον εν παντί καιρώ. Ει δεί και το Μωυσέως ειπείν, κοιταζόμενον, διανιστάμενον, οδοιπορούντα, ό,τι ουν άλλο πράττοντα, και τη μνήμη τυπούσθαι προς καθαρότητα. Ώστε ου το μεμνήσθαι διηνεκώς κωλύω, το θεολογείν δε ουδέ την θεολογίαν, ώσπερ ασεβές, αλλά την ακαιρίαν ουδέ την διδασκαλίαν, αλλά την αμετρίαν. Η μέλιτος μεν πλησμονή και κόρος έμετον εργάζεται, καίπερ όντος μέλιτος, και «καιρός τω παντί πραγμάτι», ως Σολομώντι καμοί δοκεί. Και το καλόν ου καλόν, όταν μη καλώς γένηται, ώσπερ άνθος εν χειμώνι παντελώς άωρον, και γυναιξί κόσμος ανδρείος ή γυναικείος ανδράσι, και πένθει γεωμετρία, και πότω δάκρυον ενταύθα δε μόνον τον καιρόν ατιμάσομεν, ου μάλιστα τιμητέον το εύκαιρον;
4. «ου το μεμνήσθαι διηνεκώς κωλύω, το θεολογείν δε. ουδέ την θεολογίαν ώσπερ ασεβές, αλλά την ακαιρίαν». Με όσους περιορισμούς έθεσεν ως προϋποθέσεις αυτής ο ιερός ανήρ υποπτεύει ότι θα παρεξηγηθή ίσως από κάποιους και δια τούτο σπεύδει να διευκρινίση ότι δεν εμποδίζει το να έχη κανείς συνεχώς τον νουν του εις τον Θεόν και να τον μνημονεύη, αλλ’ εμποδίζει το να αναλύει και επιλύη θεολογικά προβλήματα. Ακόμα δεν εμποδίζει την διδασκαλίαν, αλλά την άκαιρον και άμετρον άσκησιν της θεολογίας. Οι χριστιανοί οφείλουν όλοι να προσεύχωνται ημέραν και νύκτα, δεν ημπορούν όμως και να θεολογούν απροϋπόθετα.
πηγή [απόσπασμα βιβλίου]: Στυλιανού Παπαδόπουλου “Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας” Αθήνα 1989