“Εν οις δέ μάχη και πόλεμος σώματος προς ψυχήν, αναγκαίον υποταγήναι και κτήσασθαι στρατηγόν και κυβερνήτην, πηδαλιουχούντα επιστημόνως και άριστα καθοπλίζοντα, μήπως υπό των νοητών πολεμίων αναλωθώμεν και υπό των παθών υπό απειρίας καταποντισθώμεν.” [Οσ. Θεόγνωστος]
Όταν όμως ακόμη έχωμε μάχη και πόλεμο, ακόμη άγωνιζόμαστε για να διώξωμε τον λογισμό, για να κάνωμε προσευχή, για να είμαστε ταπεινοί, για να πούμε την αλήθεια, για νά γίνωμε μάρτυρες, για να σηκώσωμε την αρρώστια, όταν ό νόμος τής σαρκός αντιστρατεύεται πρός τον νόμο του πνεύματος , τότε η μόνη λύσις, είναι να άποκτήσωμε στρατηγόν κα κυβερνήτην, πηδαλιουχούντα έπιστημόνως και άριστα καθοπλίζοντα.
Σ αυτές τίς περιπτώσεις χρειάζεται ό Γέροντας , ό κυβερνήτης, για να μας πηδαλιουχή . Δέν μπορεί να μας πηδαλιουχή ο δικός μας λογισμός και ό νους , αλλά ο δικός του ο λόγος, που μπορεί να είναι και παράξενος , να είναι και ανάποδος. Συνήθως στην καθημερινότητα μας είναι άνυπόφορη και βαριά η ζωή. Αυτό συμβαίνει όταν σε οτιδήποτε μάς πή ο Θεός ή ο Γέροντας λιγάκι διαφωνήσωμε ή δεν τον καταλάβωμε ή δυσκολευθούμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις , ο Γέροντας, σεβόμενος την ελευθερία σου, κατά κανόνα υποχωρεί τεχνηέντως και βάζει εσένα να προπορεύεσαι, διότι ούδείς άκων πηγαίνει κάπου . Είναι αυτό που λένε: Κάνει υπακοή ό Γέροντας;
Συνήθως, έτσι ζουν οι ψυχές , γι’ αυτό και δεν έχουν την απάθεια, δεν έχουν την πληροφορία, την βεβαιότητα, τον αρραβώνα -εν το οστράκω της θείας γνώσεως – της μεγαλειότητος τής μεγάλης εκείνης ημέρας και της δόξης του Θεού. Αλλά εσύ πρόσεξε, ώστε ο Γέροντας να σε πηδαλιουχη έπιστημόνως, με την επιστήμη του, με την δική του την γνώσι και την γνώμη , με την δική του την κρίσι, και άριστα καθοπλίζοντα, και να σου δίνη τα όπλα, με τα όποια μπορείς να πολεμήσης την σάρκα διά του Πνεύματος.
Εάν λοιπόν υπάρχη μέσα σου έστω και μικρή μάχη χαι πόλεμος, χρειάζεσαι όπωσδήποτε Γέροντα , χρειάζεσαι να έγκαταλείψεις τον έαυτό σου στον Γέροντα. Δεν μπορείς να λές, “τό θέλημα του Θεού θα γίνη ή αν θέλη Θεός” , ούτε μπορείς α αναρωτιέσαι αν το θέλημα του Θεού είναι το θέλημα του Γέροντος. Αυτα δείχνουν ότι δέν ύπάρχει οίχεία σχέσις μέ τον Γέροντα. Το θέλημα του Θεού για μας είναι το θέλημα του Γέροντος, και αν ακόμη αυτό είναι στραβό και ανάποδο, αρκεί να μην είναι το δικό μας θέλημα. Επικαλούμεθα το θέλημα του Θεού, όταν δεν θέλωμε να σηκώσωμε τον σταυρό μας ή όταν θέλωμε να στήσωμε τον εαυτό μας.
Σε αυτήν την κατάστασι, αν δεν έχωμε Γέροντα, θα μας καταβροχθίση, θα μας πυπολήση ο νοητός πολέμιος, ο εχθρός θα μας βάλη φωτιά και θα μας κάνη στάχτη. Και τα πάθη μας, που είναι άποιρα, θα μας καταποντίσουμε στο βάθος της θαλάσσης. Άρα ο όσιος θέλει να πη ότι όλοι χρειαζόμαστε Γέροντα, δεν μπορούμε να κατευθύνωμε μόνοι μας τον εαυτό μας.
Βεβαίως, όταν ο Γέροντας υποχωρή στο θέλημα μας, εμείς δεν κερδίζομε τίποτε, μόνον χάνομε. Κερδίζομε μόνον το δικό μας θέλημα, την ανάσα μας, την ανάπαυσί μας, αλλά αυτό είναι η καταστροφή μας. Δεν μπορεί όμως ο Γέροντας να κάνη κάτι άλλο, αφού έτσι κάνει και ο Χρίστος, έτσι κάνει και η Εκκλησία παρακολουθεί το τέκνο του ο Θεός, όπου και αν πηγαίνει. Τι έλεγε σήμερα το ανάγνωσμα του Ευαγγελίου; Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι διαμαρτυρήθηκαν στους μαθητάς του Χριστού διότι ο διδάσκαλος τους συναναστρεφόταν συνεχώς τους τελώνες και τους αμαρτωλούς και τις πόρνες. Δεν είχαν το θάρρος να το πουν στον Χριστόν, και το είπαν στους αποστόλους. Τότε πήρε τον λόγο ο ίδιος ο Κύριος και τους είπε ότι δεν έχουν ανάγκη από ιατρό οι υγιείς αλλά οι ασθενείς. Φαίνεται ότι ο Κύριος παρακολουθεί τους τελώνες και τις πόρνες παρακολουθεί την αμαρτία και την κλοπή, την πορνεία και το ίδιον θέλημα μπαίνει στην κόλασι του ανθρώπου, για να μπη το φως Του και να γίνη η κόλασης φως. Γι’ αυτό και ο Γέροντας δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Ως επί το πλείστον, ο Γέροντας κοιτάζει στα μάτια το τέκνο να δη τι θέλει τι είναι έτοιμο να κάνη, που πάει η καρδιά του. Αυτό το ζυγίζει, λέγει στο τέκνο του αυτό που θέλει, και αφήνει στον Θεόν τα περαιτέτω. Του λέγει διακριτικά και αυτό που θέλει ο Θεός, αλλά που να το καταλάβη! Έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι χωλαίνουμε «επ’ αμφοτέραις ταις ιγνύαις» , και τα δυο μας πόδια κουτσαίνουν, όλες οι δυνάμεις είναι χωλές. Και προσδοκά ο Θεός τον έναν, προσδοκά τον άλλον, βουτάει τον τρίτο μια στιγμή που έχει έναν πόθο θεϊκο, και μετά παλεύουν οι άγγελοι και οι δαίμονες για την ψυχή του οι μεν λέγουν ότι μετανόησε, οι δε ότι έκανε αυτή και αυτή την αμαρτία, ότι εκείνα τα θελήματα και εκείνες τις ορέξεις. Επειδή λοιπόν όλο κουτσαίνουμε, δεν έχομε παρρησία, δεν έχομε ειρήνη, δεν έχομε απάθεια όλο νιώθομε έλλειψι στην ζωή μας. Και αυτό οφείλεται στο ότι είναι τόσο δυνατό το εγώ στην καρδιά μας.
πηγή: Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, “Θεία Ανάβασις, Ερμηνεία στον όσιο Θεόγνωστο”