Του πρ. Γεωργ. Κουγιουμτζόγλου
1. Γενικά
α. Το νόημα των Μυστηρίων
Ή ανθρώπινη φύση μετά το προπατορικό αμάρτημα «εξαγριώθηκε» καί έγινε «ακανθώδης» όπως τα άγρια δέντρα. Για την «ημέρωση» της βλάστησε ή «ράβδος (= βλαστός) έκ της ρίζης Ίεσσαί καί ανθός έκ της ρίζης» (Ήσ. ια’, 1), ό Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός καί έγινε «βλαστός» αισθητός, για να εξημερώσει με αισθητό τρόπο τους αισθητούς ανθρώπους.
Αυτό το εξημερωτικό καί αναγεννητικό έργο επιτυγχάνεται με τον τρόπο πού όρισε καί παρέδωσε ό Χριστό; στους Αγίους Αποστόλους καί συνεχίζεται να επιτυγχάνεται καί να τελείται με τα Αγια Μυστήρια, με την ιδιαίτερη για τον καθένα Ιεροτελεστία,
Έφ’ όσον στη γη πού ζούμε, με το πεπερασμένο μυαλό πού έχουμε, δεν μπορούμε να ερευνήσουμε όλη την Αλήθεια καί τα Μυστήρια της πίστεως μας, δεχόμαστε την αποκάλυψη τους, (όχι παραπλανητικά καί παράλογα, αλλά υ πέρλογα) καί εξαγιαζόμαστε υπερφυσικά μέσα από φυσικά υλικά στοιχεία καί άκτιστες θειες ενέργειες πού απορρέουν από τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας.
β. Ή έννοια καί ή αναγκαιότητα των Μυστηρίων
Τα θεια Μυστήρια είναι θεοσύστατες τελετές της Εκκλησίας πού μεταδίδουν στα μέλη της με αισθητά σημεία, την αόρατη καθαρτική καί αγιαστική Θεία Χάρη,
Όλα τα Μυστήρια μεταδίδουν τη μία Θεία Χάρη, το καθένα με ειδική τελετή καί είναι αναγκαία για τη σωτηρία μας όχι όμως όλα. Υποχρεωτικά είναι τα Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της Θείας Ευχαριστίας καί της Μετανοίας – Έξομολογήσεως. Προαιρετικά είναι, της Ίερωσύνης, του Γάμου καί του Εύχελαίου.
Οί θεοσύστατες αυτές τελετές ονομάστηκαν μυστήρια για δύο λόγους. Πρώτον διότι, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «έτερα ορώμεν καί έτερα πιστεύομεν» δηλ. ή Θεία Χάρη πού μεταδίδουν είναι πραγματική, αλλά αόρατη. Δεύτερον, διότι δεν επιτρεπόταν να τα παρακολουθούν οί άπιστοι ή οί ειδωλολάτρες, αλλά μόνον οί πιστοί. Δε δίδονται τα αγία Μυστήρια της πίστεως σε ανθρώπους πού ζουν βίο ασεβή ή μπορεί να τα καταπατήσουν (Ματθ. ζ’, 6). Καί φυσικά τα ανωτέρω είναι τελείως διάφορα από τα αρχαία ειδωλολατρικά μυστήρια ή από τα «μυστήρια» πού υπάρχουν σε σύγχρονες θρησκείες ή αιρέσεις.
γ. Πότε είναι έγκυρα τα Μυστήρια
Για να είναι έγκυρο καί «κανονικό» ένα Μυστήριο, σύμφωνα με την Αποστολική παράδοση, είναι αναγκαία, τα έξης στοιχεία:
(1) Ό «κανονικά» χειροτονημένος τελετουργός (Ιερέας ή Επίσκοπος).
(2) Τα αισθητά σημεία, δηλ. ή ύλη του Μυστηρίου, πού ποικίλλει ανάλογα με το Μυστήριο.
(3) Ή ειδική Ιερολογία, δηλ. τα ειδικά για το καθένα λόγια.
Το πρώτο από τα επτά Μυστήρια, το Μυστήριο των Μυστηρίων πού αποτελεί καί το κέντρο της όλης Λατρείας , είναι το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ή Θεία Λειτουργία. Το Μυστήριο αυτό, στο όποιο τελείται θυσία εξιλαστήρια καί ευχαριστήρια καί μας προσφέρεται τροφή «ζωής αιωνίου», το Σώμα καί το Αίμα του Κυρίου, αναλύθηκε προηγουμένως καί γι’ αυτό θα αναφερθούμε στα υπόλοιπα Μυστήρια.
2. Το Μυστήριο τον Βαπτίσματος
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Ή λέξη βάπτισμα σημαίνει τη βύθιση ενός αντικειμένου ολόκληρου μέσα στο νερό. Καί επειδή τα έμψυχα όντα μέσα στο νερό πνίγονται καί επέρχεται ό θάνατος, γι’ αυτό στη βάπτιση χρειάζεται έγκαιρη επέμβαση στο βυθισμένο άνθρωπο πρίν πνιγεί.
Ό «ναυαγοσώστης» του ανθρώπου είναι ό Θεάνθρωπο: Χριστός, ό όποιος μας έσωσε με το σταυρικό Του θάνατο (τη βύθιση Του στην «άβυσσο» του αδη, οπού βρισκόταν ό άνθρωπος) καί την Ανάσταση Του (με την οποία ανέσυρε αναστημένο καί τον άνθρωπο). Κατά τον ίδιο τρόπο συμμετέχοντες καί εμείς, στο θάνατο καί την Ανάσταση Του, υφιστάμεθα την τριπλή κατάδυση στη βάπτιση (τριήμερος ταφή) καί ακολουθεί ή ανάδυση καί ή ανάσταση μας, ή νέκρωση του παλαιού ανθρώπου ή αναγεννημένη πνευματικά καινή ζωή δια του Αγίου Πνεύματος καί ή πολιτογράφηση μας στον ουρανό μεταξύ των ζώντων (Ίω. γ’, 4-7. Ρωμ. στ’, 3-9. έβρ. ιβ’, 23).
Ή σωτηρία μας λοιπόν από το θάνατο της αμαρτίας είναι το αληθινό καί πραγματικό νόημα του Μυστηρίου.
β. Ή σύσταση του Μυστηρίου
Το μυστήριο του Βαπτίσματος προεικονίστηκε καί στην Παλαιά καί στην Καινή Διαθήκη. Ό Κύριος επίσης συνομιλώντας με το Φαρισαίο Νικόδημο του είπε: «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος καί Πνεύματος ου δύναται εισελθείν είς την βασιλείαν του Θεού» (Ίω. γ’, 5). Ή ίδρυση όμως καί ή παράδοση του Μυστηρίου έγινε μετά την Ανάσταση, όταν είπε στους Αποστόλους Του: «Πορευθέντες μαθήτευσα τε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς είς το όνομα του Πα τρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη 19). Ό ίδιος ό Κύριος μίλησε καί για την αναγκαιότητα του Βαπτίσματος με το παρά πάνω «ου δύναται εισελθείν.>> καί με το «ό πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ό δε απι στήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. ιστ’, 16).
Έκτοτε αυτή είναι ή πράξη των Αποστόλων καί των διαδόχων τους’ ή «κατήχηση» καί το «Βάπτισμα», με το όποιο οποιοσδήποτε εισέρχεται στην Εκκλησία Του, στην Κιβωτό της σωτηρίας.
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τρία είναι τα αισθητά σημεία πού βλέπουμε καί ακούμε (1) Το νερό, (2) Ή τριπλή κατάδυση καί ανάδυση του βαπτιζομένου καί (3) Τα λόγια του Ιερέα: «Βαπτίζεται ό δούλος του Θεού… εις το όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος».
δ. Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου
Με το άγιο Βάπτισμα μεταδίδεται στο βαπτιζόμενο:
(1) Ή άφεση όλων των αμαρτιών, δηλ. ή απαλλαγή από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος καί, όταν ό βαπτιζόμενος είναι μεγάλης ηλικίας, των προσωπικών αμαρτιών. Γι’ αυτό μετά το Βάπτισμα, ανεξαρτήτως προηγουμένης ζωής μπορεί ό αναγεννημένος χριστιανός καί να ιερωθεί.
(2) Ή αναγέννηση, ή δικαίωση, ή υιοθεσία καί ή δυνατότητα σωτηρίας. Ό βαπτισμένος έχει επανέλθει στην προπτωτική κατάσταση του «κατ’ εικόνα καί καθ’ όμοίωσιν», εκτός της ροπής προς το κακό, το οποίο όμως υπερνικάται (όταν κανείς ζει καί αγωνίζεται εντός της Εκκλησίας) καί του φυσικού θανάτου, ό οποίος όμως δεν έχει άλλες συνέπειες, έφ’ όσον πλέον ό άνθρωπος μεταβαίνει με αυτόν τον φυσικό θάνατο στη ζωή (την αιώνιο). Ή βάση της άγιότητας τέθηκε. Υπολείπεται ή ενεργός, ή προσωπική συμμετοχή του καθενός, για να γίνει «κατά χάριν Θεός».
ε. Οι προϋποθέσεις του Βαπτίσματος
Σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου (Μαρκ. ιστ’, 16), προυπόθεση του βαπτίσματος είναι ή πίστη μας στο πρόσωπο του Χριστού, χωρίς να την ανταλλάσσουμε ούτε με χρήματα, ούτε με φιλίες, ούτε καί μ’ αυτή τη ζωή μας, όπως έκαναν οι Μάρτυρες της Εκκλησίας.
Ή πίστη αυτή περιλαμβάνει κυρίως τρία σημεία:
(1) Την απόταξη του Σατανά, την απομάκρυνση του πιστού από κάθε τι το σατανικό. Σ’ αυτό συντελεί καί ό εξορκισμός του Σατανά πού γίνεται πρίν από τη Βάπτιση.
(2) Τη σύνταξη του πιστού με τον Χριστό. Τη στροφή δηλαδή της σκέψεως, των πράξεων, της αγάπης καί ολόκληρης της ζωής προς τον Χριστό.
(3) Την προσκύνηση καί τη λατρεία του Χριστού.
στ. Ή προσωπική συμμετοχή στο Βάπτισμα.
Τα Μυστήρια δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν λογικά, αλλά κατανοούνται βιωματικά οί ενέργειες του Θεού πού απορρέουν από κάθε Μυστήριο. Ή γνώση του Μυστηρίου δεν εξαρτάται από τη διανοητική ικανότητα του άνθρωπου, αλλά από την αγάπη του Θεού. «Δεν Τον έζητήσαμε, αλλά μας έζήτησε» λέγει ό Αγιος Καβάσιλας καί συνεχίζει «το πρόβατο δεν έζήτησε τον ποιμένα, αλλά ό ποιμήν το πρόβατο». Όλα προέρχονται από τον Θεό. Αυτό γίνεται καί με το μικρό παιδί πού βαπτίζεται, το οποίο μάλιστα δεν προβάλλει συνειδητή αντίδραση στη χάρη του Θεού. Ή συνειδητή, βέβαια, συμμετοχή του μικρού παιδιού καί ή αντιληπτική του ικανότητα είναι μικρότερη ή μηδαμινή, Αλλά αυτό δεν έχει σημασία καί γιατί ή πρωτοβουλία ανήκει στον Θεό καί γιατί καί μεγάλο να ήταν το παιδί ή άνδρα: ή αντιληπτική του ικανότητα καί πάλι θα βρισκόταν σε πλήρη δυσαναλογία σχετικά με το ακατανόητο καί άρρητο αποτέλεσμα του ιερού Μυστηρίου.
Αυτοί είναι οί λόγοι για τους οποίους ή Όρθ. Έκκλησία βαπτίζει νήπια καί πιστεύει ότι αύτη είναι ή ορθή πρα ξη καί αυτό είναι το θέλημα του Χριστού (Ματθ. ιθ’, 14-15).
ζ. Ό Νηπιοβαπτισμός
Στήν αρχαία Εκκλησία οί άνθρωποι βαπτίζονταν σε ό ποια ηλικία προσέρχονταν στην πίστη. Αυτό όμως δεν ση μαίνει ότι δε βαπτίζονταν νήπια. Οταν οί γονείς πίστευαν στον αληθινό Θεό, ολόκληρη ή οικογένεια βαπτιζόταν άρα καί τα νήπια. Ήταν αδιανόητο ή Εκκλησία να απέκλειε τα νήπια από τη σωτηρία, έφ’ όσον ό Χριστός τα έκάλεσε καί τα ευλόγησε (Ματθ. ιθ’, 14-15). Ό Αγιος Ειρηναίος (150 μ.Χ.) μαρτυρεί ότι ό νήπιοβαπτισμός ήταν συνηθισμένη πράξη της Εκκλησίας, ενώ ό “Αγιος Κυπριανός (250 μ.Χ.) παρατηρεί ότι τα παιδιά πρέπει να αξιούνται της χάριτος του Βαπτίσματος. Το ίδιο προσθέτει καί ό “Αγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ότι τα παιδιά πρέπει να βαπτίζονται σε νηπιακή ηλικία.
Σέ περίπτωση κινδύνου ενός αβαπτίστου, ή Εκκλησία αναγνωρίζει το «αεροβάπτισμα», το όποιο μπορεί να τελέσει οποιοσδήποτε ορθόδοξος. Σ’ αυτή την περίπτωση υψώνουμε τρεις φορές το παιδί – βρέφος λέγοντας: Βαπτίζεται ό δούλος του Θεού… είς το όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος. Εάν το παιδί επιζήσει, το Βάπτισμα τελείται κανονικά από Ιερέα.
Τα νήπια πού πεθαίνουν αβάπτιστα, μερικοί Πατέρες υποστηρίζουν ότι θα βρίσκονται σε «μέση κατάσταση» ούτε θα δοξάζονται, ούτε θα κολάζονται. Ή Άγία Γραφή δε σημειώνει τίποτε σχετικό, γι’ αυτό ή πλήρης αποκάλυψη του προβλήματος μας επιφυλάσσεται στην άλλη ζωή.
3. Το Μυστήριο του Χρίσματος
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Ή αναγέννηση του αγίου Βαπτίσματος είναι πλήρης, Αλά ό νεοφώτιστος είναι «νήπιος εν Χριστώ» καί έχει ανάγκη βοηθείας, πού δίδεται σ’ αυτόν με το Άγιο Πνεύμα κατά την τέλεση του Χρίσματος. Το έργο του Αγίου Πνεύματος στο νεοφώτιστο, είναι ή ειδική καί ποικίλη χάρη, που αρχίζει σαν «Σφραγίδα δωρεάς Πνεύματος Αγίου».
Β. Σύσταση του Μυστηρίου
Στήν Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει ρητή μαρτυρία παραδόσεως του Μυστηρίου από τον Κύριο. Οί Άγιοι Άπόστολοι όμως μας παρέδωσαν την πράξη καί μας μιλούν γι’ αυτο σαν ιδιαίτερο Μυστήριο: «Καί υμείς χρίσμα έχετε από του Αγίου, καί οίδατε πάντα» (Α’ Ίω. β’, 20), «εν ω καί ύμεΐς… πιστεύσαντες έσφραγίσθητε τω Πνεύματι τω Άγίω ός εστίν αρραβών της κληρονομιάς ημών» (Εφ. α’, 13-14). Επίσης από τίς Πράξεις των Αποστόλων φαίνεται καθαρά ότι υπήρχαν βαπτισμένοι (από τους Διακόνους) χωρίς να έχουν λάβει το Αγιο Πνεύμα, οπότε οι Απόστολοι «επετίθουν τάς χείρας έπ’ αυτούς καί ελάμβαναν Πνεύμα Αγιον» (Πράξ. η’, 17). Για το Αγιο Πνεύμα ομιλεί καί ό Ευαγγελιστής Ιωάννης στο κεφ. ζ’ 39, το οποίο θα ελάμβαναν κατά τους λόγους του Κυρίου «οί πιστεύοντες είς αυτόν», ενώ οι πρώτοι πού έλαβαν το Αγιο Πνεύμα είναι οί Απόστολοι κατά την Πεντηκοστή.
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τέσσερα:
(1) Το άγιο Μύρο – έλαιον από σαράντα αρώματα, που δηλώνουν «αισθητά» τα ποικίλα χαρίσματα του Άγιου Πνεύματος.
(2) Ή ευχή του Ιερέα.
(3) Ή χρίση των κυρίων μερών του σώματος καί
(4) Τα λόγια του Ιερέα: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Αμήν».
Με τα «σημεία» αυτά ό Ιερέας δεν «τελεί» το Μυστήριο αυτό όπως τ’ άλλα, αλλά μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα.
δ. Ή είδική χάρη του Μυστηρίου.
Ή χάρη του Χρίσματος είναι τα ποικίλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. ε’, 22-23 καί Α’Κορ. ιβ’4καί 8-11), τα οποία λαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι βαπτισμένοι. Εάν τα διατηρούν ή εάν τα αυξάνουν, με τη δύναμη πάλι του Αγίου Πνεύματος, είναι ένα μεγάλο θέμα πού συν δέεται καί με την προαίρεση του καθενός. Πάντως το Χρίσμα δεν επαναλαμβάνεται. Εξαίρεση γίνεται εάν κάποιος ορθόδοξος πλανηθεί καί ακολουθήσει άλλη θρησκεία, εφ’ όσον μετανοήσει, μπορεί να γίνει δεκτός ξανά στην ορθόδοξη Εκκλησία με τη χρίση (πάλι) του Αγίου Μύρου. Τα χαρίσματα γίνονται ενεργά με τη μετάνοια, την εξομολόγη ση καί τη θεία Κοινωνία.
4. Το Μυστήριο της Μετανοίας – Έξομολογήσεως
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Καθένας πού αποφασίζει να εξομολογηθεί, πρέπει προηγουμένως να έχει μετανοήσει. Δηλαδή να έχει αλλάξει νού τρόπο σκέψεως καί συμπεριφοράς καί να προσαρμοστεί στον Ευαγγελικό Νόμο. Να πάψει να ενεργεί όπως ήξερε, όπως συνήθιζε ή όπως του είπαν καί να εφαρμόζει πλέον ο,τι λέει καί καθορίζει ό Χριστός, παρουσιάζοντας καρπό άξιο της μετανοίας (Ματθ. γ, 8).
Β. Ή σύσταση του Μυστηρίου
Το μυστήριο της Μετανοίας ίδρυσε καί παρέδωσε ό Κύριος στους Αποστόλους Του μετά την Ανάσταση, όταν τους είπε: «…Λάβετε Πνεύμα Αγιον αν τίνων άφήτε τας αμαρτίας, άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ίω. κ’, 22-23).
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τρία:
(1) Ή εξομολόγηση των αμαρτιών μπροστά στον Πνευματικό με ειλικρινή μετάνοια.
(2) Ή επίθεση της χειρός του Πνευματικού στον Εξομολογούμενο. ,
(3) Ή συγχωρητική ευχή πού διαβάζει ό Ιερέας, αλλά ό Χριστός είναι ό συγχωρών.
δ. Ή τέλεση του Μυστηρίου
Το Μυστήριο είναι «απόρρητο». Δεν έχει δικαίωμα ούτε ο Πνευματικός να ανακοινώσει τίποτε άπ’ όσα ακούσε στην Εξομολόγηση, ούτε άλλος κανείς να ζητήσει ή ν’ απαιτήσει πληροφορίες. Κανονικά ούτε καί ό Έξομολογουμένος πρέπει ν’ ανακοινώνει όσα ακούσε, διότι αυτά ισχύουν μόνο για τη δική του περίπτωση. Σ’ άλλον, άλλο φάρμακο, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, καί την ιδιαιτερότητα του θα δώσει ό Πνευματικός.
Το «καταφύγιο» της Έξομολογήσεως «πάντων των κοπιώντων καί πεφορτισμένων» έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν ό Έξομολογούμενος δεν ντρέπεται καί φανερώνει την πληγή του στον Πνευματικό, όπως καί στον ιατρό των σωμάτων. Καί την ώρα αύτη, αποδίδοντας τίς αμαρτίες του μόνο στον εαυτό του καί στην αμέλεια του, αισθάνεται σαν κατάδικος καί στην όψη καί στο λογισμό καί, με σκυφτό το πρόσωπο στη γη, βρέχει, εάν μπορεί, με δάκρυα τα πόδια του Πνευματικού, σαν να είναι τα πόδια του Χριστού. Ετσι «άφίενται αί άμαρτίαι», έτσι αποδίδεται λευκός καί ανάλαφρος, για να συνεχίσει τον ωραίο αγώνα της ζωής καί σωτηρίας του. Τα έπιτίμια πού μερικές φορές επιβάλλει ό Πνευματικός δεν είναι ποινές, αλλά απαραίτητα φάρμακα θεραπείας των παθών. Τον Πνευματικό πατέρα μας τον διαλέγουμε. Τον σαρκικό πατέρας μας δεν τον επιλέξαμε. Εξομολογούμαστε λοιπόν σ’ αυτόν πού αναπαυόμαστε. Καί είναι τελείως απαραίτητη ή ύπαρξη ενός Πνευματικού, όπως είναι απαραίτητη ή ύπαρξη πολλές φορές καί του Δικηγόρου, Ιατρού, Προπονητού, Φοροτεχνικού κ.λπ. τους οποίους συμβουλευόμαστε κατά κανόνα χωρίς αντιρρήσεις η ενστάσεις. Όποιος κάνει υπακοή στον Πνευματικό του, όχι μόνο λύει συνήθως όλα τα προβλήματα του, αλλά έξασφαλίζει καί τη σωτηρία του. Ή υπακοή αυτή είναι ταπείνωση καί οί ταπεινοί «τον Θεόν όψονται»!
Στό εξομολογητήριο λέμε αμαρτίες καί όχι ιστορίες! Λέμε τα δικά μας αμαρτήματα καί όχι τίς αμαρτίες των άλλων. Στό εξομολογητήριο δεν αναμένουμε κήρυγμα από τον Πνευματικό. Μπορούμε όμως να ρωτάμε, να λύουμε απορίες καί να λαμβάνουμε απαντήσεις, για να ρυθμίζουμε τη στάση καί συμπεριφορά μας, ώστε να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού καί του Ευαγγελίου. Ή καθοδήγηση αυτή πρέπει να γίνεται στην αρχή της πνευματικής ζωής σε τακτικά διαστήματα. Διαφορετικά ό Έξομολογούμενος επανέρχεται στα ίδια καί χειρότερα μερικές φορές.
5. Το Μυστήριο της Ίερωσύνης
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Ό Κύριος αμέσως μετά την έναρξη του έργου Του, εκλέγει καί τους «έργάτας του αμπελώνος» (Ματθ. κ’, 1), τους δώδεκα Αποστόλους Του, στους οποίους ως Μέγας Άρχιερεύς μετέδωσε την Ίερωσύνη.
Οί Απόστολοι δια Πνεύματος Αγίου την μετέδωσαν στους διαδόχους τους Αρχιερείς, οι διάδοχοι στους επόμενους κ.ο.κ. Έτσι συνεχίζεται μέχρι των ήμερων μας ή Αποστολική διαδοχή καί θα συνεχίζεται μέχρις ότου υπάρχει ή Εκκλησία του Χριστού στη γη, της οποίας κεφαλή είναι ο Χριστός, σώμα δε ορατό οι πιστοί: Κληρικοί και Λαϊκοί.
β. Ή σύσταση του Μυστηρίου
Σε πολλά χωρία των ίερών Ευαγγελιστών φαίνεται ή εκλογή από τον Κύριο των Αγίων Αποστόλων καί ή ανάθεση σ’ αυτούς των τριών αξιωμάτων Του, πού αποτελούν την ουσία του Μυστηρίου της Ίερωσύνης: Του Προφητικού (=διδασκάλου, «προφήτου»), του Αρχιερατικού ( = ιερέως, θύτου) καί του Βασιλικού ( = αρχηγού, πνευματικού ήγέτου του λάου) (Ματθ. θ’, 38. ι’, 1-32. Λουκ. ι’, 17-24).
Καί οί Απόστολοι, «δια της επιθέσεως των χειρών» καί ειδικής προσευχής, μετέδιδαν το χάρισμα αυτό στους διαδόχους τους Επισκόπους, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους (Πράξ. η’, 18. Α’, Τιμ. δ’, 14. Β’Τιμ. α’, 6. Έβρ. στ’, 2).
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι:
(1) Ή επίθεση των χειρών του Επισκόπου (πρέπει να έχει κανονική αποστολική διαδοχή).
(2) Ή ευχή: «Ή θεία Χάρις, ή τα ασθενή θεραπεύουσα καί τα ελλείποντα αναπληρούσα, προχειρίζεται (σφραγίζει ανεξάλειπτα) τον ευλαβέστατο… είς Διάκονον ή Πρεσβύτερον ή Έπίσκοπον. Εύξώμεθα ουν υπέρ αυτού, ίνα έλθη έπ’ αυτόν ή χάρις του Παναγίου Πνεύματος».
Είναι ανεπανάληπτο. Τελείται μόνο μία φορά. Μετά την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο (681), καθιερώθηκε οί Επίσκοποι να είναι άγαμοι. Οι Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι μπορούν να είναι έγγαμοι, αλλά απαγορεύεται ό γάμος μετά τη χειροτονία και σε περίπτωση χηρείας.
Οι χειροτονίες γίνονται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας Του Διακόνου μετά τον αγιασμό των Τιμίων Δώρων. Του Πρεσβυτέρου μετά το Χειρουβικό ύμνο, για να λάβει μέρος στον αγιασμό των Τιμίων Δώρων, καί του Επισκόπου από 2 τουλάχιστον Αρχιερείς μετά τον Τρισάγιο ύμνο, για να ευλογήσει καί να διδάξει το εκκλησίασμα.
δ. Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου
(1) Ό Επίσκοπος λαμβάνει το πλήρωμα της Ίερωσυνης. Ή διάκριση σε Επισκόπους, Αρχιεπισκόπους, Μη
τροπολίτες ή Πατριάρχες είναι διοικητική. Ως προς την Άρχιερωσύνη είναι όλοι ίσοι.
(2) Ό Πρεσβύτερος – Ιερέας λαμβάνει τη Χάρη να τελεί όλα τα Μυστήρια πλην του αγιασμού του Άγιου Μύ
ρου, της Ίερωσύνης καί των εγκαινίων των Ναών, τα οποία τελεί ό Επίσκοπος.
(3) Ό Διάκονος, υπηρετεί τον Επίσκοπο και τον Ιερέα, χωρίς να τελεί Μυστήρια.
ε. Το ύψος και τα προσόντα του ιερατικού Λειτουργήματος.
Την υψηλή αποστολή καί το «ύπούργημα» της Ίερωσύνης τόνισε ό Αγιος Κοσμάς ό Αιτωλός ως εξής: «Αν δεις Άγγελο και Ιερέα να προσκυνήσεις πρώτα τον Ιερέα, διότι τελεί την αναίμακτη θυσία του Χριστού, στην οποία σκύβουν καί Άγγελοι καί την παρακολουθούν με έκσταση». Την πνευματική εξουσία του Ιερέα δεν έχουν ούτε οί Αγγελοι. Γι’ αυτό πρέπει ή ίερωσύνη να ανατίθεται σε ανάλογα «χέρια»…
Αυτός πού θέλει να γίνει Ιερέας πρέπει:
(1) Να έχει αγνά ελατήρια.
(2) Να έχει την «καλή μαρτυρία» της Εκκλησιαστικής κοινότητας.
(3) Να μην έχει περιπέσει σε θανάσιμο αμάρτημα (πορνεία, φόνο, ή άλλο κωλυτικό της ίερωσύνης αμάρτημα).
(4) Να έχει πνευματικές καί ψυχικές ικανότητες.
Ή εξεύρεση καί χειροτονία καλών Ιερέων είναι υπόθεση όλων των πιστών. Αλλοι για να δώσουν ένα τους παιδί στην ίερωσύνη, άλλοι για να γίνουν οί ίδιοι ώριμοι πρεσβύτεροι ή μετά τη συνταξιοδότηση τους καί άλλοι, οί περισσότεροι, με τίς προσευχές τους ό Θεός να φωτίζει, να οδηγεί καί να αναδεικνύει άξιους καί αγίους Ιερείς. Καί επειδή «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς έπιθυμίαις καί ηδοναίς» υπάρχει, γι’ αυτό ανθρώπινα, θα γίνονται σφάλματα, αλλά δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να κρίνουμε ή να κατακρίνουμε44 τον Ιερέα. Αλλοι είναι αρμόδιοι αυτοί θα δώσουν λόγο καί όχι εμείς γι’ αυτούς. Ποιος δεν πίνει το νερό στο σπίτι του επειδή ό σωλήνας είναι σκουριασμένος; εξετάζουμε ποτέ τον σωλήνα; Ποιος δε δέχεται την επιταγή από τον ταχυδρόμο επειδή είναι κακόμορφος ή «αμαρτωλός»; Εμάς πρέπει να μας ενδιαφέρει ή ΕΠΙΤΑΓΗ πού μας προσφέρει ό ταχυδρόμος του Θεού! Προσοχή λοιπόν, διότι τα κάρβουνα είτε σβηστά τα πιάσεις λερώνεσαι, είτε αναμμένα, καίγεσαι…
44.Ή κατάκριση Ιερέα λέγεται ίεροκατηγορία καί είναι αμάρτημα πολύ βαρύτερο από την κατάκριση.
6. Το Μυστήριο τον Γάμου
α. Το νόημα καί ή σύσταση του Μυστηρίου
Γάμος είναι ή τελετή της νόμιμης ενώσεως του άνδρα με τη γυναίκα. Είναι ένας θεσμός πού αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των φύλων, στα πλαίσια μιας κοινής συμβιώσεως καί στον καθορισμό της νομικο-κοινωνικής θέσεως των μελλόντων να γεννηθούν παιδιών, με βάση την προσωπικότητα των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα, φυλή, θρησκεία κ.λπ.).
Νομικά ό γάμος είναι ισόβια κοινωνία βίου, με έντονο ηθικό κατά βάση χαρακτήρα, δύο φυσικών προσώπων διαφορετικού φύλου, πού αναγνωρίζεται, ρυθμίζεται καί προστατεύεται από την έννομο τάξη (Σύνταγμα 1975, Ν1329/ 1983).
Καταβλήθηκε προσπάθεια να διατυπωθούν περί γάμου διάφορες εξελικτικές θεωρίες. Κατά τη χριστιανική όμως Δογματική, ό γάμος δεν είναι ούτε απλή σύμβαση, ούτε απλός κοινωνικός δεσμός, αλλά θρησκευτικό μυστήριο, ένα από τα επτά. Ό Θεός το ευλόγησε από την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας λέγοντας στους πρωτοπλάστους «Αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε» (Γεν. α’, 28), αλλά καί ως Θεάνθρωπος το ευλόγησε στο γάμο της Κανά (Ίω. β’, 1-11).
Ό Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε το γάμο «Μύστηριον μέγα εις Χριστόν καί είς την Έκκλησίαν» (Εφ. ε’, 32), πού σημαίνει ότι ό γάμος εκτός του ότι είναι μυστήριο καί μάλιστα πολύ μεγάλο, είναι καί δεσμός τελείας ενώσεως καί αφοσιώσεως, ισόβιος καί αδιάλυτος: Αυτοί τους οποίους «ό Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω» (Ματθ. ιθ’ 6).
β. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τέσσερα:
(1) Ή ελεύθερη συγκατάθεση των νεόνυμφων.
(2) Το στεφάνωμα των νεόνυμφων.
(3) Ή άρμοση των χεριών τους.
(4) Ή ευλογία της Εκκλησίας.
Ό λόγος για τον όποιο ή Εκκλησία στεφανώνει τους νεόνυμφους είναι ό ίδιος με εκείνον, για τον όποιο στεφανώνονται καί οί αθλητές των διαφόρων αγωνισμάτων. Δέχονται οί λίγοι αθλητές από τους πολλούς πού αγωνίστηκαν στα κεφάλια τους τα στεφάνια, ως σύμβολο νίκης καί θριάμβου, επειδή αγωνίστηκαν σκληρά καί τελικά νίκησαν δεν ηττήθηκαν. Το αντικείμενο της νίκης του νέου ζεύγους πού προσέρχεται στο Μυστήριο του γάμου είναι ή εγκράτεια καί ή αγνότητα του. Καί στεφανώνονται, επειδή αγωνίστηκαν ως νέοι ενωρίτερα, αλλά καί κατά την περίοδο των αρραβώνων τους, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσουν στίς προγαμιαίες σχέσεις. Αυτοί θεωρούνται πραγματικοί νικητές καί μάλιστα αήττητοι. Καί σ’ αυτούς ή ευλογία της Εκκλησίας πού παρέχεται στο Μυστήριο του γάμου είναι πλήρης λαμβάνουν την πρώτη ευλογία του Θεού καί της Εκκλησίας «κατ’ εύδοκίαν». Όσοι νέοι δεν επιτυγχάνουν σ’ αυτόν τον αγώνα καί ηττώνται, δηλαδή δημιουργούν καί έχουν σαρκικές σχέσεις πρίν από το γάμο τους, τυπικά στεφανώνονται λαμβάνουν τη δεύτερη ευλογία του Θεού καί της Εκκλησίας «κατά παραχώρησιν».
γ. Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου.
Με την ευλογία της Εκκλησίας, ό φυσικός δεσμός γίνεται ισόβια πνευματική ένωση, ικανή με την άγιαστική καί δημιουργική χάρη του Θεού να εκπληρώσει τους θείους σκοπούς του γάμου πού είναι:
(1) Ή αλληλοβοήθεια, ή αλληλοσυμπλήρωση καί ό έξαγιασμός του ζεύγους των συζύγων με τελικό σκοπό τη σωτηρία τους.
(2) Ή διαιώνιση του ανθρώπινου γένους καί ή ανατροφή των παιδιών «εν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου» (Εφ. στ’,4).
δ. Σύζυγος καί Συζυγία.
Οί λέξεις αυτές προέρχονται από το ρήμα ζεύγνυμι ή ζευγνύω πού σημαίνει ενώνω, συνδέω, βάζω κάτω από το ζυγό τους ίππους ή τα βόδια κ.λπ. Συζεύγνυμαι σημαίνει παντρεύομαι, συνδέομαι με το δεσμό του γάμου. Παράγωγα των ρημάτων αυτών είναι οί λέξεις ζεύγος, ζυγός, ζευγάρι, ευζυγος κ.λπ. Ζυγός σημαίνει α) τη ζυγαριά, β) το ζυγό στη στρατιωτική παράταξη, γ) τη δουλεία του κατακτητού καί δ) το εγκάρσιο ξύλο στο αλέτρι οπού ζεύονται τα άλογα ζώα για το όργωμα.
Σύζυγος λοιπόν σημαίνει τον (την) έζευγμένο (η) στον ίδιο ζυγό καί συζυγία σημαίνει το ζυγό στον οποίο μπαίνει το νέο ζευγάρι των νεόνυμφων μετά το γάμο τους. Όσον δέχονται (καί υπομένουν) έτσι το ζυγό, συμπορεύονται με το ταίρι τους καί αισθάνονται άνεση καί ελευθερία. Όσοι τον παρομοιάζουν με το ζυγό του κατακτητού, αισθάνονται καταπίεση καί δουλεία.
Για να οργωθεί ένα χωράφι χρειάζεται εκτός από τα δύο ζώα καί γεωργός για την κατεύθυνση τους, σε περιπτώσεις πού «παραστρατούν» καί βουκέντρα45 στο χέρι. Άλλά καί στο γάμο χρειάζεται «γεωργός» (λόγω αγνοίας καί απειρίας), εάν θέλουμε να είναι επιτυχημένος. Όχι «γεωργός» πού θα ικανοποιεί τίς συμφεροντολογικές, οικονομικές ή επαγγελματικές ανάγκες του ζεύγους, αλλά «γεωργός» πού πρωτίστως θα εξασφαλίζει τίς πνευματικές. Όποιοι αποφασίζουν να δεχθούν στη συζυγία τους σαν «γεωργό» τον Θεό, πού διαθέτει καί «βουκέντρα», επιτυγχάνουν ΑΡΙΣΤΑ, διότι αυτός ό γεωργός ζητά από τον άνθρωπο λίγα καί δίνει ΠΟΛΛΑ. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού καί την δικαιοσύνην αυτού καί ταύτα πάντα (εννοεί τα υλικά αγαθά) προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ’, 33).
45. Βουκέντρα είναι μακριά ράβδος, πού καταλήγει σε σιδερένια μύτη, με την οποία ό γεωργός «κεντά», κτυπά καί κατευθύνει το ζευγάρι τών ζώων, οπότε «παραστρατεί».
ε. Πρακτικές συμβουλές Γάμου
(1) Τη ζωή του ζεύγους πρέπει να διακρίνει ή προσφορά του ενός προς τον άλλον. Ετσι «εξαφανίζεται» το ΕΓΩ καί το ΕΣΥ καί μετατρέπονται σε ΕΜΕΙΣ.
(2) Προσπαθεί ό καθείς στο ζεύγος να κάνει το θέλημα καί την επιθυμία του αλλού, όπως ακριβώς καί όταν ήσαν πρωτοερωτευμένοι.
(3) Δε λέει κανείς στο ταίρι του «δεν έχεις δίκαιο», τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, αλλά στον κατάλληλο χρόνο με τον κατάλληλο τρόπο.
(4) Ψάχνει να βρει καί επαινεί ο,τι καλό βλέπει, παραβλέποντας τα κακά. Ή γκρίνια είναι δηλητήριο πού… σκοτώνει σιγά – σιγά καί ύπουλα.
(5) Παίρνει απόφαση ό καθείς να δέχεται ο,τι έγινε καί δεν μπορεί να αλλάξει. Ζει την κάθε ήμερα όπως ακριβώς είναι. Σκέπτεται περισσότερο αυτά πού έχει καί λιγότερο αυτά πού έχασε.
(6) Βλέπει στα υλικά αγαθά πόσα έχει καί όχι πόσα του λείπουν καί στα πνευματικά πόσα του λείπουν καί όχι πόσα έχει. Ετσι ηρεμεί πρίν αγχωθεί.
(7) Φροντίζει να χρησιμοποιεί καθημερινά περισσότερο από κάθε άλλη λέξη, τη λέξη συγγνώμη. Ζητά συγγνώμη για το δικό του λάθος.
(8) Καταπολεμεί την υποκρισία, την αγνοία καί τίς παρεμβάσεις τρίτων. Εφαρμόζει την ειλικρίνεια, τη γνώση -αλήθεια για το κάθε τι καί φροντίζει το ταίρι του περισσότερο από όλους καί από όλα.
(9) Εφαρμόζει την αύτομεμψία: βρίσκει σε κάθε «διαμάχη» τα δικά του λάθη καί τα διορθώνει.
(10) Σέ κάθε διαφωνία – αδιέξοδο καταφεύγουν στη διαιτησία στον Πνευματικό. Ή αποδοχή της γνώμης του Πνευματικού, θίγει λιγότερο τον εγωισμό μας καί τελικά γίνεται ο,τι θέλει ό Θεός!
7. Το Μυστήριο του Ιερού Εύχελαίου
α. Το νόημα καί ή σύσταση του Μυστηρίου
Ή σύσταση του ιερού αυτού Μυστηρίου στηρίζεται στην εξουσία πού έδωσε ό Χριστός στους Μαθητές Του, «…ώστε (μ’ αυτήν την εξουσία) θεραπεύειν πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι’, 1). Καί οι Απόστολοι πιστοί εκτελεστές των εντολών του Κυρίου επέστρεφαν από τις περιοδείες τους καί με ενθουσιασμό ομολογούσαν: “Κύριε καί τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματι σου» (Λουκ. ι’, 17). Γι’ αυτό καί ό Ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει ότι οι Απόστολοι «…ήλειφον ελαίω πολλούς αρρώστους καί εθεράπευον» (Μαρκ. στ’, 13).
Αυτή ή θεραπευτική τακτική τηρήθηκε καί μετά την Πεντηκοστή από τους Αποστόλους καί τους διαδόχους τους καί είναι προνόμιο πού χορηγήθηκε από τον Χριστό στην Εκκλησία Του. Αυτό το προνόμιο καθιερώνει πρακτικά αργότερα (μεταξύ 55-60 μ.Χ.) ό Απόστολος Ιάκωβος, ό Άδελφόθεος, στην επιστολή του λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν κάποιος είναι άρρωστος, να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να προσευχηθούν γι’ αυτόν καί να τον αλείψουν με λάδι, επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. Καί ή προσευχή πού γίνεται με πίστη θα σώσει τον άρρωστο» (Ίακ. ε’, 13-15).
β. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τρία:
(1) Το καθαρό «ελαιον».
(2) Ή επάλειψη των μελών του σώματος (κεφαλής -χειρών) καί
(3) Ή ευχή του Ιερέα:
«Πάτερ Άγιε, ιατρέ των ψυχών καί των σωμάτων… ίασαι τον δούλον Σου… έκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής καί ψυχικής ασθενείας καί ζωοποίησον αυτόν δια της χάριτος του Χριστού Σου…».
γ. Σχέση Ευχελαίου καί Εξομολογήσεως
Το ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου γίνεται σε περιπτώσεις ασθενειών ή σε ψυχορραγούντες καί όχι π.χ. για το καλό του μήνα ή του χρόνου, για να φύγουν τα δαιμονικά. για να έλθει ή ευλογία του Θεού επειδή όλα πάνε «κακά καί ανάποδα» ή γι’ άλλες ποικίλες περιπτώσεις46, για τίς όποίες μπορούμε να κάνουμε αγιασμό ή ο,τι άλλο μας συστήσει ό Ιερέας. Μαζί λοιπόν με τίς ευχές για θεραπεία της ψυχής καί του σώματος μνημονεύονται καί συγχωρητικές ευχές των αμαρτιών του ασθενούς καί των συμμετεχόντων στο Μυστήριο ανθρώπων, όπως τονίζει και ό Άδελφόθεος Ιάκωβος: «…και αν έχει κάνει αμαρτίες θα τους τις συγχωρέσει ο Κύριος» (Ίακ. ε’, 15). Ζητούμε τη συγχώρηση των αμαρτιών, πρώτον διότι ο ίδιος ό Κύριος μας έδίδαξε ότι και οί σωματικές ασθένειες πολλές φορές έχουν σαν αίτιο τις αμαρτίες μας καί δεύτερον διότι ή αμαρτία αφήνει τις ουλές της στις ψυχές και τα σώματα μας ακόμη και μετά τη μετάνοια καί εξομολόγηση μας.
Με δεδομένο ότι του Εύχελαίου προηγείται το ιερό Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως στο οποίο ενωρίτερα ό πιστός συμμετέχει, γίνεται αποδεκτό αυτό πού αναγράφεται σε ορισμένα Βυζαντινά λειτουργικά υπομνήματα. Ή Εξομολόγηση καί το Ευχέλαιο είναι οι δύο πλευρές ενός καί μοναδικού θεραπευτικού «μυστηρίου», στο όποιο ή Θεία Χάρη συγχωρεί τις αμαρτίες μας και θεραπεύει τα ψυχικά και σωματικά μας νοσήματα είναι Μυστήρια ψυχοσωματικής ιάσεως και ολοκληρώσεως του χριστιανού.
δ. Πληρότητα του Μυστηρίου
Το Ευχέλαιο τελείται κανονικά από επτά Ιερείς. Επτά είναι καί τα Αποστολικά καί Ευαγγελικά αναγνώσματα, επτά είναι καί οί ευχές γι’ αυτό ανάβουμε καί επτά κεριά (ό αριθμός επτά σημαίνει πληρότητα). Όταν δεν είναι εύκολη ή ανεύρεση επτά Ιερέων γίνεται καί από λιγότερους, ή κατ’ οικονομία καί από ένα μόνο. Ή πληρότητα του αριθμού επτά σημαίνει ότι το Αγιο Ευχέλαιο εκφράζει καί φανερώνει την αγάπη καί τη στοργή ολόκληρης της Εκκλησίας για το άρρωστο σωματικά καί ψυχικά μέλος της. Στίς δύσκολες στιγμές της ασθενείας του άρρωστου μέλους της, εμπρός στον κίνδυνο του σωματικού θανάτου του, εύχεται ή Εκκλησία (παριστάμενοι Ιερείς καί Λαϊκοί), κατά την τέλεση του ιερού αυτού Μυστηρίου, την πλήρη ίαση καί την ολοκληρωτική θεραπεία του ασθενούς, για να αποδοθεί καί πάλι στην Εκκλησία «σώος καί ολόκληρος», για να «ευαρεστή καί να πράττη» το θέλημα του Θεού.
ε. Τέλεση του Μυστηρίου
Στούς Ιερούς Ναούς τελείται Ευχέλαιο τη Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα για καλύτερη προετοιμασία των πιστών, πρίν από τη θεία Κοινωνία των ήμερων του Πάσχα. Κατά αντιστοιχία το ίδιο πράττουν πολλοί καί προ των Χριστουγέννων, όπως καί σ’ άλλες περιπτώσεις κατά την κρίση των Ιερέων καί τίς ανάγκες της Ενορίας.
Όταν κάποιος θέλει να τελεστεί το Ιερό Ευχέλαιο στο σπίτι του για λόγους υγείας μπορεί να ενεργήσει ορθότερα ως έξης: Πρίν από το Εύχέλαιο οί οικείοι του ασθενούς καί ό ίδιος ό ασθενής εξομολογούνται εν μετάνοια, προετοιμάζονται με νηστεία, κάνουν πολλή προσευχή καί τελούν το Ευχέλαιο. Την επομένη κανονίζουν να τελεστεί καί ιδιαίτερη Θεία Λειτουργία υπέρ υγείας του πάσχοντος, στην οποία καί κοινωνούν. Εάν ό ασθενής είναι κατάκοιτος, κοινωνεί στο σπίτι. Για να γίνουν τ’ ανωτέρω δεν πρέπει το Ευχέλαιο να γίνει κοσμικό γεγονός. Αυτοί πού θα προσκληθούν, για να παραστούν σ’ αυτό, θα πρέπει να έχουν διάθεση να συμπροσευχηθοϋν καί να συμβάλουν ουσιαστικά στο πρόβλημα μας. (Ή καλύτερη συμβολή τους είναι η «εν έπιγνώσει» συμμετοχή τους στο Μυστήριο).
Από πλευράς τυπικής προετοιμασίας του Μυστηρίου απαιτείται μια βαθιά πιατέλα με αλεύρι (για να τοποθετηθούν σ’ αυτήν τα επτά κεριά), καντήλα, θυμιατό, χριστήρας (ή χριαλίδιο), Εικόνα. Οί παρευρισκόμενοι δεν είναι άπαραίτητο να κρατούν κερί στο χέρι κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου. Ή εύκολη αυτή προετοιμασία γίνεται καί ουσιαστική, εάν προσφέρουμε την ψυχή μας αγνή, καθαρή, ταπεινή. Ετσι συμμετέχουμε στο αγγελικό πανηγύρι των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας!
Όταν, μερικές φορές, βλέπουμε ότι οι αιτήσεις μας, με το Ευχέλαιο πού τελούμε, δεν ικανοποιούνται, αυτό μπορεί να συμβαίνει διότι:
-Δεν πιστεύουμε ταπεινά καί απλά ότι για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά καί εύκολα.
-Ή προσευχή μας δε βγαίνει από χείλη καί ζωή καθαρή.
-Οί αιτήσεις μας δεν είναι σύμφωνες με το πνεύμα του Ευαγγελίου: «Ούχ ως εγώ θέλω, άλλ’ ως Σύ» (Ματθ. κστ’,39).
-Ζητάμε περισσότερο την υγεία του σώματος, ενώ θα έπρεπε να ζητούμε πρωτίστως την υγεία της ψυχής.
Άλλα, ακόμη δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ό Θεός πού μας αγαπά απεριόριστα, είναι δυνατόν να μας στερεί αυτό πού ζητάμε σήμερα, για να μας προσφέρει αύριο κάτι πολύ ανώτερο! Γι’ αυτό ό θείος Χρυσόστομος τονίζει: «υπάρχουν περιπτώσεις για τίς όποιες θα ευχαριστούμε τον Θεό περισσότερο γι’ αυτά πού δε μας έδωσε, παρά γι’ αυτά πού μας δίνει»!
*****
46. Κάποια μητέρα ζήτησε από τον Ιερέα της ενορίας της να κάνει Εύχέλαιο, διότι το γιο της τον συνέλαβαν οί Αστυνομικοί καί τόν ε κλεισαν στίς φυλακές… αδίκως! Το ίδιο συμβαίνει όταν λέμε στον Ιατρό: Σημ. Γιατρέ θέλω να μου δώσεις αυτό το φάρμακο. Όπως ό ιατρός πρώτα μας εξετάζει καί μετά μας δίδει το φάρμακο, οποίο αυτός κρίνει, έτσι καί στα πνευματικά. Λέμε στον Ιερέα ή τον Πνευματικό μας το πρόβλημα πού μας απασχολεί καί τότε αυτός αποφασίζει το «φάρμακο» πού θα μας δώσει ή θα μας συστήσει (ευχή, αγιασμό, ευχέλαιο, εξομολόγηση κ.λπ.).
Από το βιβλίο “Λατρευτικό Εγχειρίδιο”