Ως ελάχιστη συμβολή στην απόδοση τιμής και μνήμης των θλιβερών Γεγονότων της Γενοκτονίας των
Ελλήνων του Πόντου και της Μικρασιατικής Καταστροφής, παραθέτω κι εγώ τα στοιχεία που
ακολουθούν:
Η Ιστορία των ανθρώπων έχει πολλές διακυμάνσεις: Χαράς και λύπης, υγείας και αρρώστιας,
ευημερίας και δυστυχίας, ειρήνης και πολέμου… Αυτή η εναλλαγή παρατηρείται και στον
εκκλησιαστικό και εθνικό μας βίο. Το 2021 οι απανταχού Έλληνες τιμήσαμε την επέτειο των 200
χρόνων από την έναρξη του Αγώνα για την Ανεξαρτησία μας. Φέτος καλούμαστε να θυμηθούμε τα
γεγονότα εκείνα που πριν από 100 χρόνια ξερίζωσαν από τις αλησμόνητες Πατρίδες του Πόντου
και της Μικράς Ασίας εκατομμύρια Συνέλληνες, ενώ έστειλαν σε βίαιο και μαρτυρικό θάνατο
πολλές χιλιάδες απ’ αυτούς, και να διδασκόμαστε…
Η Γενοκτονία των Ποντίων
Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) που είχαν ως αποτέλεσμα την
απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών του βορειοανατολικού
Αιγαίου, ο Ελληνισμός γνώρισε δύο μεγάλες καταστροφές: Η πρώτη ήταν η εξόντωση τμήματος
των Ελλήνων του Πόντου (1914-23) και η εκδίωξη των υπόλοιπων στην Ελλάδα (1923). Και η
δεύτερη ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή (1922).
Η Γενοκτονία αναφέρεται σε πρωτοφανείς σφαγές, αλλά και εκτοπισμούς των Ποντίων. Δράστες
και θύτες ήταν οι Νεότουρκοι, βάσει οργανωμένου σχεδίου. Δεν υπάρχει πιο ακριβής περιγραφή
των όσων έγιναν, από την “Συνοπτική Έκθεση των διωγμών και σφαγών του Πόντου” που, μεταξύ
άλλων παραληπτών, είχε στείλει το “Κεντρικόν Συμβούλιον των Επαρχιών του Θρόνου
Κωνσταντινουπόλεως” και στον πατριάρχη Αλεξανδρείας, με ημερομηνία 25 Μαϊου 1922. Ιδού
μερικά αποσπάσματα (όπως τα προσάρμοσα από την καθαρεύουσα της εποχής στο σημερινό
γλωσσικό ιδίωμα):
– “Η τουρκική κυβέρνηση και οι στρατιωτικές της αρχές, εκτόπισαν από τα σπίτια τους, μες στο
καταχείμωνο και εξόρισαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας 300.000 Έλληνες του Πόντου. Όλους
αυτούς τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν, μέσα σε λίγες ώρες, τις εστίες τους και να βαδίζουν σε
χιονισμένα βουνά, δάση και φαράγγια για μέρες και βδομάδες, για να φτάσουν στον τόπο της
εξορίας τους, κάπου στο άγνωστο, χωρίς να τους επιτρέψουν να πάρουν από τα σπίτια τους έστω
και όσα εφόδια θα μπορούσαν να μεταφέρουν στην πλάτη τους.
Στους εκτοπισμένους όχι μόνο δεν παρέχονταν κανενός είδους περίθαλψη, αλλά δεν επιτρεπόταν
και καμιά αγορά. Επιπλέον απαγορευόταν, επί ποινή θανάτου, στους κατοίκους των μερών απ’ τα
οποία περνούσαν, το να τους δίνουν έστω και κάποια ελεημοσύνη. Στη διάρκεια των μεγάλων
νυχτών των ατέλειωτων οδοιποριών, οι εκτοπιζόμενοι κατασκήνωναν στο ύπαιθρο, πάνω στα
χιόνια και τους πάγους, με θερμοκρασία πάντοτε κάτω από το μηδέν. Γέροντες, μικρά παιδιά,
εξαντλημένες μητέρες εγκαταλείπονταν στους δρόμους, θύματα της πείνας, του ψύχους και των
στερήσεων. Αλλά και των άγριων ενστίκτων των περαστικών τσέτηδων, των στρατιωτών και των
χωροφυλάκων, οι οποίοι ανταγωνίζονταν στις θηριωδίες και ευχαριστιούνταν βλέποντας τον
σπαραγμό των μητέρων που δεν άντεχαν την κατακρεούργηση των παιδιών τους, τα οποία
ρίχνονταν σαν παιχνίδια από λόγχη σε λόγχη.
Σκηνές φρίκης και απόγνωσης εκτυλίσσονταν καθοδόν. Παρθένες και νεαρές κοπέλες έπεφταν σε
γκρεμούς και ποτάμια, για να γλιτώσουν τα βάσανα και την ατίμωση. Γονείς, σύζυγοι και αδέλφια
αυτοκτονούσαν και τρελαίνονταν, βλέποντας να σπαράσσουν από την κτηνώδη βία και να
διαμελίζονται πολλές φορές τα νεότερα μέλη των οικογενειών τους. Όποιοι τολμούσαν να
αντισταθούν κάπως, αλλά και όσοι έδειχναν και απλή δυσφορία, κατακρεουργούνταν αμείλικτα…
Τα χαρέμια των Τούρκων κοσμήθηκαν με ελληνική νεότητα και οι μεντρεσέδες
[ιεροσπουδαστήρια] και τεκέδες [για δερβίσηδες] γέμισαν από ελληνόπαιδες για να τους
εξισλαμίσουν. Όλη η περιουσία των εκτοπισθέντων κατασχέθηκε. Τα σπίτια στα χωριά
πυρπολήθηκαν, στις δε πόλεις γκρεμίστηκαν. Τα οικόπεδά τους έγιναν λαχανόκηποι των Τούρκων.
Η τύχη όσων δεν εκτοπίστηκαν δεν υπήρξε πολύ καλύτερη. Ο Ελληνισμός, στο σύνολό του,
κηρύχτηκε εκτός νόμου. Τα διάφορα όργανα των Αρχών, στρατιωτικά, αστυνομικά και γενικώς οι
Τούρκοι έμπαιναν στους ελληνικούς συνοικισμούς, έσφαζαν, άρπαζαν, τολμούσαν ελεύθερα κάθε
είδους ακολασίες και έφευγαν ανενόχλητοι, αφήνοντας τη συνέχεια σε άλλους…
Οι άντρες που είχαν απομείνει στον Πόντο, όσοι μεν ήταν 19-35 ετών κατατάχτηκαν στα εργατικά
τάγματα του εσωτερικού που ήταν τάγματα πείνας, κακώσεων και θανάτου, οι δε ηλικίας 15-19 και
35-55 κηρύχτηκαν αιχμάλωτοι πολέμου και εξορίστηκαν στον Καύκασο, το Κουρδιστάν, το
Ντιαρμπεκήρ και αλλού, ταλαιπωρούμενοι από την πείνα, τα βασανιστήρια, τις αρρώστιες και
ενέσεις δηλητηρίων, τις οποίες μεταχειρίζονταν Τούρκοι γιατροί στους εξόριστους χριστιανούς,
αντί για ορρό αντιεξανθηματικού τύφου…”.
Η Συνοπτική Έκθεση περιέχει και πολλά άλλα τραγικά στοιχεία. Διεθνώς έγινε αποδεκτό ότι
περισσότερες από 300.000 Ποντίων εξολοθρεύτηκαν από τους Τούρκους, ενώ το Κεντρικό
Συμβούλιο Ποντίων, στη Μαύρη Βίβλο του παραθέτει στοιχεία για 353.000 θύματα. Όσοι
επέζησαν κατέφυγαν στην τότε Σοβιετική Ένωση. Μετά δε τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922)
ήρθαν στην Ελλάδα. Το 1994 η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ποντίων,
ορίζοντας την 19η Μαϊου ως Ημέρα Μνήμης της. Η Γενοκτονία έχει ήδη αναγνωριστεί και από
πολλά κράτη (Κύπρο, Αρμενία, Σουηδία, Ολλανδία, εννέα Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών,
κάποιες της Ρωσίας, της Αυστραλίας, του Καναδά κ.λπ.
Η Μικρασιατική Καταστροφή
Με τον όρο αυτόν η Ιστορία περιγράφει τα τραγικά για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό (και την
Ελλάδα) αποτελέσματα της περιόδου 1919-22, που και αυτά ήταν αποτελέσματα του εθνικού
διχασμού, των σκληρών πολιτικών αντιπαραθέσεων στην Αθήνα και του άσχημου ρόλου των τότε
μεγάλων δυνάμεων που προωθούσαν τα δικά τους συμφέρονται στην περιοχή. Όχι αδικαιολόγητα η
Καταστροφή αυτή θεωρείται ως η μεγαλύτερη για τον νεότερο Ελληνισμό, αφού ξεριζώθηκαν από
τις αιώνιες πατρογονικές εστίες τους εκατομμύρια Έλληνες, ενώ πολλές χιλιάδες έχασαν βάναυσα
τη ζωή τους. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών Μικρασιάτες και Πόντιοι ήρθαν ως πρόσφυγες
στην Ελλάδα, η οποία, καθημαγμένη και εξαντλημένη οικονομικά, έπρεπε να αναλάβει και το
τιτάνιο έργο της αποκατάστασής τους.
Είχε όμως και δύο θετικές πλευρές, αφού “ουδέν κακόν αμιγές καλού”: Έφυγαν από τον ελλαδικό
χώρο οι μουσουλμάνοι Τούρκοι και η χώρα απέκτησε θρησκευτική και εθνική ομοιογένεια. Και
ήρθε εδώ ένα δυναμικό τμήμα του Ελληνισμού, εισκομίζοντας πολύτιμα πολιτισμικά, μορφωτικά
και επαγγελματικά στοιχεία.
Είχε προηγηθεί η νίκη των δυνάμεων της Αντάντ (της Συμφωνίας μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας,
Γαλλίας, αργότερα Ιταλίας και Ρωσίας), το θωρηκτό “Αβέρωφ” είχε φτάσει ώς την
Κωνσταντινούπολη και ο ελληνικός στρατός είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη και σε παράλια της
Ιωνίας. Αλλά και οι Νεότουρκοι, με επικεφαλής τον Κεμάλ Ατατούρκ, οργάνωναν μια νέα Τουρκία.
Δυστυχώς, μετά τις πρώτες εντυπωσιακές επιτυχίες στο μέτωπο του ελληνικού στρατού, που
έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο ποταμό και στα πρόθυρα της Άγκυρας, οι σύμμαχοι της Αντάντ άλλαξαν
την πολιτική τους. Στην Ελλάδα υπήρχε πολιτική αστάθεια και το δυσάρεστο για τον Ελληνισμό
αποτέλεσμα δεν άργησε να έρθει. Το οποίο προβλέποντας ο τότε μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος (Καλαφάτης), είχε ιδρύσει την “Μικρασιατική Άμυνα” για να προετοιμάσει τη σωτηρία των χριστιανών. Παράλληλα διαμαρτυρόταν με παραστάσεις και έγγραφα στους αρμόδιους των Δυνάμεων Κατοχής,
καταγγέλλοντας τις θηριωδίες και παρανομίες του Νουρεδίν πασά και πετυχαίνοντας την
απομάκρυνσή του από τη Σμύρνη. Αυτό δεν το ξέχασε ο πασάς και περίμενε την ώρα να του το
ανταποδώσει…
Για την κατανόηση των όσων συνέβησαν, σημειώνουμε ότι αρχικά, με τη Συνθήκη των Σεβρών,
στις 10 Αυγούστου 1920, παραχωρήθηκε στους Έλληνες η πολιτική εξουσία στην περιοχή της
Σμύρνης (αλλά το έδαφός της παρέμενε στην τουρκική κυριαρχία), καθώς και η Ανατολική Θράκη
με τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. Η Συνθήκη όμως αυτή δεν κράτησε για πολύ, επειδή μετά την
επικράτηση του Κεμάλ Ατατούρκ και τη Μικρασιατική Καταστροφή αντικαταστάθηκε από τη
Συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923).
Ξεσπά η πρωτοφανής λαίλαπα
Στη διάρκεια των ετών 1914-18 και 1920-24 οι Νεότουρκοι προέβησαν σε πρωτοφανείς διώξεις
των χριστιανικών πληθυσμών που ζούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία (Ελλήνων, Αρμενίων,
Σύρων κ.ά.). Οι πρώτες επιτυχίες του ελληνικού στρατού στο έδαφος της Μικράς Ασίας δεν είχαν
συνέχεια. Οι σύμμαχοι, βλέποντας και τον εθνικό διχασμό μας, άλλαξαν πολιτική. Γάλλοι και
Ρώσοι έκαναν μυστικές συμφωνίες με τον Κεμάλ και δεν επέτρεψαν την κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τον ελληνικό στρατό. Ο οποίος, μετά την ήττα του στον Σαγγάριο ποταμό,
κουρασμένος και απογοητευμένος, οπισθοχώρησε και σχεδόν διαλύθηκε. Με αποτέλεσμα οι
Μικρασιάτες Έλληνες να βρεθούν στο έλεος των Τούρκων.
Ακολούθησαν αρπαγές, λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, καταστροφές επιχειρήσεων και
βιοτεχνιών, πυρπόληση εκκλησιών και σχολείων, βιασμοί γυναικών, εξευτελισμοί και φόνοι
ανδρών και γερόντων και προσβολή κάθε αξιοπρέπειας του ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Όσοι
πρόλαβαν από την ύπαιθρο κατέφευγαν στη Σμύρνη, ελπίζοντας να σωθούν. Τα πρώτα τουρκικά
στρατεύματα μπήκαν στην πόλη στις 27 Αυγούστου 1922 (με το τότε ισχύον παλαιό ημερολόγιο).
Ήταν μαυροντυμένοι καβαλάρηδες και κρατούσαν μακριά γιαταγάνια. Αν και φώναζαν στους
κατοίκους να μη φοβούνται, οι χριστιανοί έτρεμαν. Αφού οι καβαλάρηδες γύρισαν στους δρόμους
της πόλης αλαλάζοντας, από τις 3 το απόγευμα άρχισαν να λεηλατούν, να σκοτώνουν, να βιάζουν.
Πένα ή γλώσσα ανθρώπου αδυνατεί να περιγράψει τις σκηνές φρίκης που έζησαν οι Έλληνες
χριστιανοί.
Κι ενώ ο ύπατος αρμοστής της ελληνικής διοίκησης, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες είχαν
επιβιβαστεί για την ασφάλειά τους σε βρετανικό θωρηκτό και δύο ατμόπλοια που βρίσκονταν στο
λιμάνι, ο μόνος που παρέμενε στις επάλξεις ήταν ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος,
αποφασισμένος να προστατέψει, ως καλός ποιμένας, το ποίμνιό του, όσο και όπως μπορούσε, από
τα αιμοδιψή ένστικτα του Νουρεδίν πασά που είχε επανέλθει ως στρατιωτικός διοικητής της πόλης,
ορκισμένος για εκδίκηση.
Λυσσασμένες ανθρώπινες ύαινες…
Αποφεύγοντας να επεκταθούμε σε άλλες πτυχές της καταστροφής, επικεντρώνουμε την εξιστόρησή
μας στο μαρτυρικό τέλος του αγίου ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου, με βάση μαρτυρίες αξιόπιστων
προσώπων για την τραγική δολοφονία του εθνάρχη ιεράρχη.
– Ο ιερωμένος και βουλευτής του Παρισιού, αβάς Εδουάρδος Σουλιέ έγραψε: “Το απόγευμα της
27ης Αυγούστου 1922 το Γαλλικό Προξενείο ειδοποιήθηκε, ότι ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης
Χρυσόστομος διέτρεχε έσχατο κίνδυνο και ότι θα έπρεπε να σταλεί άγημα από Γάλλους ναύτες για
να προστατέψουν την απειλούμενη ζωή του. Ο επικεφαλής του αγήματος πρότεινε στον ιεράρχη να
τον οδηγήσει στην εκκλησία της Sacre Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο.
Ο Χρυσόστομος, συνεχίζει, δεν ανήκει στην Εκκλησία της Γαλλίας, αλλ’ αυτό δεν με εμποδίζει να
εκφράσω τον βαθύτατο σεβασμό προς τη μνήμη του. Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχθεί το
προσφερόμενο καταφύγιο, λέγοντας ότι το καθήκον του είναι να μείνει για να συγκακοπαθήσει με
το ποίμνιό του. Όταν το γαλλικό άγημα αποχώρησε, κατέφθασε με στρατιωτική άμαξα Τούρκος
αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες και ζήτησε από τον Χρυσόστομο να τον
ακολουθήσει.
Οδήγησαν τότε τον ιεράρχη στα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός σ’ ένα κουρείο. Εκεί του
φόρεσαν άσπρη μπλούζα, ίσως για να διακρίνεται καλύτερα και εκεί διαδραματίστηκε το φρικτό
έγκλημα. Του ξερίζωσαν τα γένια, τον χτύπησαν με μαχαίρι πισώπλατα και στη συνέχεια
λυσσασμένες ανθρώπινες ύαινες του έκοψαν μύτη και αυτιά. Στο πλευρό των ανδρών
συναγωνίζονταν μαινόμενες τουρκάλες που ενθάρρυναν με αρές και κατάρες τους λυσσασμένους
άνδρες τους.
Αφού έριξαν χάμω τον ιεράρχη και τον καταπάτησαν, ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε
χαμάληδες να σύρουν το νεκρό σώμα και αφού το πρόσδεσαν σε μια σακαράκα, το έβαλαν
μπροστά κι άρχισε να τρέχει σβαρνίζοντας το άγιο λείψανο του μάρτυρα ιεράρχη, που σήκωσε
στους ώμους του τις αμαρτίες του ελληνικού διχασμού και την υπεροψία των λεγόμενων
χριστιανικών δυνάμεων που αποδείχτηκαν χειρότεροι και από τον Πόντιο Πιλάτο”!
Ας έχουμε την ευχή και ευλογία του νέου και μεγάλου αυτού αγίου μάρτυρα Ιεράρχου!
Ευάγγελος Π. Λέκκος
θεολόγος, νομικός