Μάρκος Νεομάρτυς, εν Χίω (†1801)
Τα του βίου και της αθλήσεως του νεομάρτυρος Μάρκου του Νέου εξιστόρησε ο σύγχρονός του άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, τη δε Ακολουθία του ο ιερομόναχος άγιος Νικηφόρος ο Χίος. Συνοπτικά εδώ, έχουν ως εξής:
Γόνος του Χατζη-Κωνσταντή από τη Θεσσαλονίκη και της Μαρίας (Σμυρνιάς), ο Μάρκος γεννήθηκε στη Σμύρνη. Από αυτούς έλαβε χριστιανοπρεπή ανατροφή και έμαθε τα κοινά καλούμενα γράμματα. Όταν ανδρώθηκε, ασχολούμενος με το εμπόριο (πραματευτής), από το Κουσάντασι πήγε στη Χίο, το 1788, όπου και νυμφεύθηκε. Με παρακίνηση του αδελφού του Παϊσίου, ιερομονάχου, άφησε τη Χίο και εγκαταστάθηκε στο Κουσάντασι. Επρόκειτο όμως εκεί να πέσει σε δύο μεγάλα αμαρτήματα: Κατά πρώτο «συνηρπάγη» από τον έρωτα μιας χριστιανής γυναίκας και την συναντούσε κρυφά, ώσπου μετά από καταγγελία ο αγάς της πόλης τους έπιασε επ᾽ αυτοφώρω και κατά δεύτερο, για να αποφύγουν και οι δύο μοιχοί τις συνέπειες, ενώπιον του ιεροδικαστή αρνήθηκαν τη χριστιανική πίστη. Ο Μάρκος υποβλήθηκε σε περιτομή, η γυναίκα μπήκε στο χαρέμι του αγά. Έτσι εμφανιζόταν πλέον σαν γιος του και έδειχνε σκληρότητα προς τους χριστιανούς εξωτερικά, «έσωθεν όμως είχε μαστίζουσαν δεινώς την συνείδησιν», για τα δύο βαρύτατα αμαρτήματά του.
Αναζητώντας διέξοδο, επισκέφθηκε έναν πνευματικό, στον οποίο με δάκρυα και συντριβή εξομολογήθηκε το δράμα του, του αποκάλυψε δε το σχέδιό του να φύγει από τον αγά, μαζί με τη γυναίκα εκείνη, για να προστατέψει και το 20 μηνών παιδάκι της (από τον προηγούμενο άντρα της). Διότι και εκείνη είχε καταφύγει στον ίδιο πνευματικό μετανοημένη. Ο πνευματικός βρήκε τον εξής τρόπο για να τους βοηθήσει: Έπεισε φίλο του γιατρό να εξετάσει τη γυναίκα –που προσποιήθηκε πως είναι άρρωστη– και είπε στον αγά ότι πάσχει από γυναικολογικά, τα οποία ο ίδιος δεν μπορεί να θεραπεύσει. Υπέδειξε δε να μεταβεί στην Έφεσο όπου μια Εβραία ήταν ικανή να την κάνει καλά. Ο αγάς έδωσε την έγκρισή του και ανέθεσε στον Μάρκο να συνοδεύσει τη γυναίκα και το παιδί στην Έφεσο, με την εντολή να ξαναγυρίσουν στο Κουσάντασι. Μόλις όμως αναχώρησαν, υποπτεύθηκε πως επρόκειτο για καλοστημένη φυγή. Γι᾽ αυτό έστειλε με άνθρωπό του γράμμα προς τον μουσελίμη (καϊμακάμη, νομάρχη) της Σμύρνης, να τους συλλάβει και να τους στείλει πίσω δέσμιους, ώστε να τους κρεμάσει.
Αλλά και ο Μάρκος υποπτεύθηκε ότι κάτι συμβαίνει. Έτσι, αντί να μείνει στη Σμύρνη, μπήκε σε καράβι με προορισμό το Τριέστι και από εκεί βγήκαν «εις τα νησία του Βενετσάνου», όπου χρίστηκαν με Άγιο Μύρο, κοινώνησαν και ακολούθησε «η ευλόγησις του γάμου» τους, ως αποτέλεσμα βαθιάς μετάνοιας και συντριβής. Στη συνέχεια άφησαν και τα νησιά αυτά «και επροχώρησαν δια φύλαξίν των, και εις τόπους ρωσικούς», χωρίς να βρίσκουν ανάπαυση σε κανένα τόπο, επειδή στην καρδιά του Μάρκου γεννήθηκε η επιθυμία του μαρτυρίου, που σταδιακά μεγάλωνε. Ξαναγύρισε λοιπόν σε τόπους της οθωμανικής κυριαρχίας, αποφασισμένος να μαρτυρήσει, παρόλο που πνευματικοί και αρχιερείς του συνιστούσαν να μη θελήσει να γίνει ριψοκίνδυνος, αφού ήταν δυνατόν να σωθεί με τη μετάνοια.
Από τη Χίο έφυγε και πήγε στη Νέα Έφεσο (Κουσάντασι). Εκεί ήθελε να εμφανιστεί στον αγά για να ομολογήσει την πίστη του στον Χριστό, αλλά ο πνευματικός του τον εμπόδισε φοβούμενος σκληρά αντίποινα κατά των ορθοδόξων, επειδή οι οθωμανοί ήταν εξαγριωμένοι εναντίον τους. Αλλά τον Μάρκο δεν τον κρατούσε πλέον άλλη σκέψη, εκτός από το μαρτύριο. Μετά λοιπόν από εκτενή προσευχή, θεία Κοινωνία και την κατάλληλη προετοιμασία, ένα πρωί πήγε στον κριτή της πόλης. Με παρρησία του εξέθεσε τα σχετικά· ότι ήταν εξωμότης χριστιανός, ότι μετανόησε, αρνήθηκε τον Μωάμεθ και τώρα πλέον θέλει να πεθάνει για την πίστη και την αγάπη του Χριστού. Ακολούθησαν οι συνηθισμένοι σε παρόμοιες περιπτώσεις υποσχέσεις του κριτή, οι απειλές, η αμετακίνητη στάση του πιστού χριστιανού και η απόφασή του να υπομείνει τα πάντα, ακόμη και θάνατο.
Ρίχτηκε στη φυλακή σιδηροδέσμιος, όπου βασανίστηκε μέχρι που άρχισε να φτύνει αίμα. Ενδυναμούμενος όμως από τη χάρη του Θεού δεν έπαψε να ψάλλει και να προσεύχεται. Ακολούθησε νέα εξέτασή του από τον κριτή, χωρίς αποτέλεσμα, και νέα βασανιστήρια, ώσπου ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση του κριτή να θανατωθεί δια του ξίφους «εις τον διωρισμένον τόπον», όπου «έτυχε του ποθουμένου μακαρίου τέλους», και συναριθμήθηκε στο νέφος των μαρτύρων.
Με την επίκληση του ονόματος και τις πρεσβείες του μαρτυρήθηκαν αμέσως μετά την τελείωσή του αρκετά θαύματα.
Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουνίου.
Ευάγγελος Π. Λέκκος
θεολόγος, νομικός