Ἡ 1η Σεπτεμβρίου, ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου. Ἡ Ἰνδικτιὼν εἶναι ἔνας γενικότερος τρόπος μετρήσεως τοῦ χρόνου ἀνὰ δεκαπενταετίες μὲ ἀφετηρία τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, περίπου ἀπὸ τὸ ἔτος 3 π.Χ. Ἀρχικὰ ὑπῆρχε ἡ Αὐτοκρατορικὴ Ἴνδικτος, ἢ Καισαρικὴ Ἰνδικτιών, ποὺ μᾶλλον εἰσήχθη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο. Ἐκαλεῖτο ἐπιπλέον Κωνσταντινική, ἢ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἢ Ἑλληνική. Παράλληλα ὑπῆρχε καὶ ἡ Παπικὴ Ἰνδικτιών.
Γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, γράφει τὰ ἑξῆς: «Λέξις λατινικὴ (indictio) ὁρισμὸν σημαίνουσα καθ᾿ ὁν κατὰ δεκαπενταετῆ περίοδον ἐπληρώνοντο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας τῶν Ῥωμαίων οἱ φόροι. Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, τὴν ἀρχὴν τῆς ἰνδικτιῶνος εἰσήγαγεν ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ (1-14), ὅτε διέταξε τὴν γενικὴν τῶν κατοίκων τοῦ Ῥωμαϊκοῦ κράτους ἀπογραφὴν καὶ τὴν εἴσπραξιν τῶν φόρων, κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός. Ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (313) ἐγένετο ἐπισήμως χρῆσις τῆς Ἰνδικτιῶνος ὡς χρονολογίας, ἔκτοτε δὲ ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τοῦ νῦν ἑορτάζει τὴν α´ Σεπτεμβρίου ὡς ἀρχὴν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. «Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου χρόνου, ὦ καὶ παλαιὲ καὶ δι᾿ ἀνθρώπους νέε».
Ἡ 1η Σεπτεμβρίου καθορίστηκε ὡς ἀρχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ὡς ἑξῆς: Στὴν περιοχὴ τῆς Ἀνατολῆς τὰ περισσότερα ἡμερολόγια εἶχαν ὡς πρωτοχρονιὰ τὴν 24η Σεπτεμβρίου, ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ 23η Σεπτεμβρίου ἦταν ἡ γενέθλια ἡμέρα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ῥώμης Ὀκταβιανοῦ, ἡ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου, ἡ ὁποία καὶ καθορίστηκε ὡς ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου, δηλαδὴ τῆς περιόδου τοῦ ῥωμαϊκοῦ διατάγματος γιὰ τὸν φόρο ποὺ ἴσχυε γιὰ δεκαπέντε ἔτη. Ἔτσι ἡ Ἴνδικτος κατέληξε ἀργότερα νὰ σημαίνει τὸ ἔτος καὶ ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου τὴν πρωτοχρονιά. Αὐτὴ τὴν πρωτοχρονιὰ βρῆκε ἡ Ἐκκλησία καὶ τῆς ἔδωσε χριστιανικὸ περιεχόμενο, ἀφοῦ τοποθέτησε σ᾿ αὐτὴν τὴν ἑορτὴ τῆς συλλήψεως τοῦ Προδρόμου, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ πρῶτο γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Ἀργότερα, τὸ ἔτος 462 μ.Χ., γιὰ πρακτικοὺς λόγους καὶ γιὰ νὰ συμπίπτει ἡ πρώτη τοῦ ἔτους με τὴν πρώτη τοῦ μηνός, ἡ ἐκκλησιαστικὴ πρωτοχρονιὰ μετατέθηκε τὴν 1η Σεπτεμβρίου. Διευκρινίζεται ὅτι ἡ πρωτοχρονιὰ τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἔχει ῥωμαϊκὴ προέλευση καὶ ἦλθε στὴν Ὀρθοδόξῃ Ἀνατολὴ κατὰ τὰ νεοτέρα χρόνια. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία γιὰ τὴν εὐλόγηση τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους τελεῖται τὴν 1η Σεπτεμβρίου, μιὰ ἀκολουθία ἀπαραμίλλου κάλλους ὡς πρὸς τὸ ὑμνογραφικὸ ὑλικό.
Σημειωτέον ὅτι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε τὴν 1η Σεπτεμβρίου ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη στο φυσικὸ περιβάλλον.
* * *
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει σήμερα τὴν ἀρχὴ τῆς Ἰνδικτιῶνος – ἀπὸ τὴν λατινικὴ λέξι «indictio», ἡ ὁποία σημαίνει ὁρισμὸς – δηλαδὴ τὴν ἔναρξι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ ὅρος προῆλθε ἀπὸ τὴν συνήθεια τῶν Ῥωμαίων αὐτοκρατόρων νὰ ὁρίζουν διὰ θεσπίσματος γιὰ διάστημα δεκαπέντε ἐτῶν τὸ ποσὸν τοῦ ἐτησίου φόρου, ποὺ εἰσέπρατταν αὐτὴν τὴν ἐποχὴ γιὰ τὴν συντήρησι τοῦ στρατοῦ. Κατ᾿ ἐπέκτασιν καθιερώθηκε νὰ ὀνομάζωνται ἰνδικτιῶνες καὶ οἱ δεκαπενταετεῖς αὐτοὶ κύκλοι ποὺ ἄρχισαν ἐπὶ Καίσαρος Αὐγούστου, τρία χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησι τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπειδὴ ὁ Σεπτέμβριος εἶναι ἐποχὴ συγκομιδῆς καρπῶν καὶ προετοιμασίας γιὰ τὸν νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε νὰ ἑορτάζουν οἱ χριστιανοὶ τὴν ἀρχὴ τῆς γεωργικῆς περιόδου ἀποδιδόντας εὐχαριστίες στὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὔνοιά του πρὸς τὴν κτίση. Εἶναι αὐτό ποὺ ἤδη ἔκαναν οἱ Ἰουδαῖοι σύμφωνα μὲ τίς ἐντολὲς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου· τὴν πρώτη δηλαδὴ ἡμέρα τοῦ ἑβδόμου ἰουδαϊκοῦ μηνός, ἀρχὲς Σεπτεμβρίου, τελοῦσαν τὴν ἑορτὴ τῆς Νεομηνίας, ἢ τῶν Σαλπίγγων, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐσχόλαζαν ἀπὸ κάθε ἐργασία, γιὰ νὰ προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας Κυρίῳ» (Λευϊτ. 23,18).
Ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργὸς τοῦ χρόνου καὶ τοῦ σύμπαντος, ὁ προάναρχος Βασιλεὺς τῶν αἰώνων, ὁ ὁποῖος ἐσαρκώθη, γιὰ νὰ ἀποκαταλλάξῃ τὰ πάντα εἰς Ἑαυτὸν καὶ νὰ συναγάγῃ Ἰουδαίους καὶ ἐθνικοὺς εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, ἤθελε νὰ ἀνακεφαλαιώση ἐν Ἑαυτῷ τὸν αἰσθητὸ κόσμο καὶ τὸν γραπτὸ Νόμο. Ἔτσι, αὐτὴν τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ φύσις ἑτοιμάζεται νὰ διατρέξη ἕνα νέο κύκλο ἐποχῶν, ἑορτάζουμε τὸ γεγονός, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἰσῆλθε στὴν Συναγωγὴ καὶ ἀνοίγοντας τὸ βιβλίο τοῦ Ἡσαΐου ἀνέγνωσε τὸ χωρίο, ὅπου ὁ Προφήτης ὁμιλεῖ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἑμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, κηρύξαι ἐνιαυτὸν (= ἔτος) Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18).
Ὄλες οἱ Ἐκκλησίες, συναθροισμένες «ἐπὶ τὸ αὐτό», ἀναπέμπουν σήμερα δοξολογία πρὸς τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖος διαμένει στὴν αἰώνια μακαριότητα, διακρατεῖ τὰ πάντα ἐν τῇ ζωῇ καὶ στέλνει ἄφθονες τίς εὐλογίες του κάθε ἐποχὴ στα κτίσματά του. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀνοίγει τίς θύρες τοῦ νέου ἔτους καὶ μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, γιὰ νὰ γίνωμε μέτοχοι τῆς αἰωνιότητός του.
Γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει στὸν Συναξαριστή του:
Πρέπει νὰ ἠξεύρωμεν, ἀδελφοί, ὅτι ἡ τοῦ Θεοῦ ἁγία Ἐκκλησία ἑορτάζει σήμερον τὴν Ἰνδικτιῶνα, διὰ τρία αἴτια. Πρῶτον, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ εἶναι ἀρχὴ τοῦ χρόνου. Διὰ τοῦτο καὶ κοντὰ εἰς τοὺς παλαιοὺς Ῥωμάνους πολλὰ ἐτιμᾶτο αὐτὴ ἐξ ἀρχαίων χρόνων. Ἰνδικτιὼν δὲ κατὰ τὴν ῥωμαϊκήν, ἤτοι λατινικὴν γλῶσσαν, θέλει νὰ εἰπῇ ὁρισμός. Καὶ δεύτερον ἑορτάζει ταύτην ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ἐπῆγεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μέσα εἰς τὴν Συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἐδόθη εἰς αὐτὸν τὸ Βιβλίον τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου, καθὼς γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (Λουκ. δ´). Τὸ ὁποῖον Βιβλίον ἀνοίξας ὁ Κύριος, ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς εὗρε τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἤτοι τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑξηκοστοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ Ἡσαΐου, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι γεγραμμένον διὰ λόγου του τὰ λόγια ταῦτα· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ ἕνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν». Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἀνέγνωσεν ὁ Κύριος τὰ περὶ αὑτοῦ λόγια ταῦτα, ἐσφάλισε τὸ Βιβλίον καὶ τὸ ἔδωκεν εἰς τὸν ὑπηρέτην. Ἔπειτα καθίσας, εἶπεν εἰς τὸν λαὸν «ὅτι σήμερον ἐτελειώθησαν οἱ λόγοι τῆς Προφητείας ταύτης εἰς τὰ ἐδικά σας αὐτία». Ὅθεν ὁ λαὸς ταῦτα ἀκούων, ἐθαύμαζε διὰ τὰ χαριτωμένα λόγια, ὁποῦ εὔγαινον ἐκ τοῦ στόματός του, ὡς τοῦτο γράφει ὁ αὐτὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Εἶναι δὲ καὶ τρίτη αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κάμνει σήμερον ἐνθύμησιν τῆς Ἰνδίκτου, καὶ ἑορτάζει τὴν ἀρχὴν τοῦ νέου χρόνου· ἤγουν, ἵνα διὰ μέσου τῆς ὑμνῳδίας καὶ ἱκεσίας, ὁποῦ προσφέρομεν εἰς τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἑορτῇ ταύτῃ, γένῃ ὁ Θεὸς ἵλεως εἰς ἡμᾶς, καὶ εὐλογήσῃ τὸν νέον χρόνον, καὶ χαρίσῃ τοῦτον εἰς ἡμᾶς εὐτυχῆ καὶ γεμάτον ἀπὸ ὅλα τὰ σωματικὰ ἀγαθά. Καὶ ἵνα φωτίσῃ τὰς διανοίας μας, εἰς τὸ νὰ περάσωμεν ὅλον τὸν χρόνον καθαρῶς καὶ μὲ ἀγαθὴν συνείδησιν, καὶ εἰς τὸ νὰ εὐαρεστήσωμεν τῷ Θεῷ, μὲ τὴν φύλαξιν τῶν ἐντολῶν του. Καὶ οὕτω νὰ τύχωμεν τῶν ἐν Οὐρανοῖς αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ὁ Ἀπόστολος. Πρὸς Τιμόθεον Α´ ἐπιστολῆς Παύλου (β´ 1-7).
Τέκνον Τιμόθεε, παρακαλῶ πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. Τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος, -ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι,- διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ.
Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις:
Τέκνον Τιμόθεε, παρακαλῶ λοιπόν, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, νὰ κάνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, εὐχαριστίας δι᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοὺς βασιλεῖς καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι εἰς ὑψηλὰς θέσεις, διὰ νὰ ζοῦμεν βίον ἤρεμον καὶ ἥσυχον μὲ πᾶσαν εὐσέβειαν καὶ σεμνότητα. Διότι αὐτὸ εἶναι καλὸν καὶ εὐπρόσδεκτον ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος μας Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ λάβουν γνῶσιν τῆς ἀληθείας. Διότι ἕνας Θεὸς ὑπάρχει καὶ ἔνας μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτόν του ἀντίλυτρον δι᾿ ὅλους, μαρτυρία ἡ ὁποία ἦλθε εἰς τὸν καιρόν της. Διὰ τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν διωρίσθηκα κῆρυξ καὶ ἀπόστολος – ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, δὲν ψεύδομαι – διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀλήθειαν.
Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν (δ´ 16-22).
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. Καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον, Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέν με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς, ἀπέσταλκέν με κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν κυρίου δεκτόν. Καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισεν· καὶ πάντων οἱ ὀφθαλμοὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. Ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ.
Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις:
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Ναζαρέτ, ὅπου εἶχε ἀνατραφῇ καὶ κατὰ τὴν συνήθειά του ἐμπῆκε εἰς τὴν συναγωγὴν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου καὶ ἐσηκώθηκε διὰ νὰ διαβάσῃ. Καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ βιβλίον τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου καὶ ἀφοῦ τὸ ξετύλιξε, εὑρῆκε τὸ μέρος, ὅπου ἧτο γραμμένον, «Πνεῦμα Κυρίου εἶναι ἐπάνω μου, διότι μὲ ἔχρισε. Μὲ ἔστειλε νὰ φέρω εἰς τοὺς πτωχοὺς χαρμόσυνον ἄγγελμα, νὰ θεραπεύσω ἐκείνους ποὺ ἔχουν συντετριμμένην καρδία, νὰ κηρύξω εἰς αἰχμαλώτους ἀπελευθέρωσιν καὶ εἰς τοὺς τυφλοὺς ἀνάβλεψιν, νὰ ἐλευθερώσω ἐκείνους ποὺ καταπιέζονται, νὰ κηρύξω τὸ ἔτος τῆς εὐνοίας τοῦ Κυρίου». Καὶ ἀφοῦ ἐτύλιξε τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἔδωκε εἰς τὸν ὑπηρέτην ἐκάθησε καὶ τὰ μάτια ὅλων εἰς τὴν συναγωγὴν ἦσαν προσηλώμενα ἐπάνω του. Ἄρχισε δὲ νὰ τοὺς λέγει· «Σήμερα ἔχει ἐκπληρωθῆ εἰς τὰ αὐτιά σας ἡ γραφὴ αὐτή». Καὶ ὅλοι συγκατένευαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐθαύμαζαν διὰ τὴν χάριν τῶν λόγων ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ;».