Άγιος Χρυσόστομος, μητροπολίτης Σμύρνης (†1922)
Γεννημένος στην Τριγλία της Προποντίδας το 1868 ο Χρυσόστομος υπήρξε τέκνο ευσεβών γονέων, του Νικολάου και της Καλλιόπης Καλαφάτη. Έχοντας εξαίρετους δασκάλους σπούδασε ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά, εκκλησιαστική μουσική, ενώ συνέχισε και αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1884-91). Στη συνέχεια διετέλεσε αρχιδιάκονος του Μυτιλήνης και μετέπειτα οικουμενικού πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε΄. Αφού πρόσφερε τις υπηρεσίες του και ως πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας, το 1902 εκλέχθηκε μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, χειροτονηθείς από τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ τόν μεγαλοπρεπή.
Η περίοδος ήταν εξαιρετικά κρίσιμη, διότι η Μακεδονία –βαλλόμενη από Τούρκους και Βουλγάρους– βρισκόταν σε αναβρασμό. Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε έντονη εκκλησιαστική και εθνική δράση. Έδωσε τη μέγιστη δυνατή ώθηση στην καλλιέργεια και ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων. Σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και τα χωριά ανήγειρε ναούς, σχολεία, γυμναστήρια, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, λαϊκά αναγνωστήρια, μουσικούς συλλόγους, γεωργικές σχολές και άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Φυσικά, αυτή η έντονη δράση του δεν ήταν αρεστή στους Τούρκους και τους Βουλγάρους. Έτσι ο Χρυσόστομος θεωρήθηκε αποδιοπομπαίος. Και το Πατριαρχείο, πιεζόμενο, τον μετέθεσε, το 1910, στη Σμύρνη.
Αλλά και εκεί τον ανέμεναν μεγαλύτεροι αγώνες, επειδή οι περιστάσεις ήταν κρίσιμες για τον ορθόδοξο Ελληνισμό της Μικρασίας. Ως «καλός ποιμήν» προκινδύνευσε «υπέρ των προβάτων». Η Υψηλή Πύλη ενοχλήθηκε από τη δράση του. Οι τοπικές αρχές απαίτησαν και πέτυχαν την απομάκρυνσή του (1914). Μετά την ανακωχή του Μούδρου (1918) επέστρεψε στη Σμύρνη, ενώ στη διάρκεια της ελληνικής διοίκησης της πόλης (1919-1922) υπήρξε κυριολεκτικά ο εθνάρχης των Μικρασιατών και ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» που σκόπευε στη δημιουργία αυτόνομου κράτους, αν τυχόν κατέρρεε ο ελληνικός στρατός που είχε αποβιβαστεί εκεί.
Όταν ο στρατός μας άρχισε να υποχωρεί και τον Αύγουστο του 1922 να καταρρέει, οι δε Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να απομακρυνθεί το ελληνικό στοιχείο και οι Νεότουρκοι έμπαιναν στη Σμύρνη, του προτάθηκε από τους προξένους Γαλλίας και Αγγλίας να φυγαδευθεί για να σωθεί. Το αρνήθηκε κατηγορηματικά, πιστός στο λόγο του Κυρίου ότι ο καλός ποιμένας “την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιω. 10, 12). Έτσι συνελήφθη από τους Τούρκους, παραδόθηκε ως εξιλαστήριο θύμα στον φανατισμένο τουρκικό όχλο, προπηλακίστηκε και ανασκολοπίσθηκε βάναυσα στις 27 Αυγούστου 1922, βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο και γενόμενος «σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων του Γένους», νέος μέγας ιερομάρτυς.
Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνεται η θεολογική πραγματεία «Περί Εκκλησίας», με απολογητικό χαρακτήρα που συνέβαλε στην εμπέδωση της ορθοδόξου πίστεως.
Στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο συναριθμήθηκε με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής Εκκλησίας (1992). Ασματική Ακολουθία του συνέταξε ο μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος (Βαλληνδράς,†). Με τον άγιο Χρυσόστομο συνεορτάζεται, την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, και η μνήμη των αρχιερέων εθνομαρτύρων Αμβροσίου Μοσχονησίων, Γρηγορίου Κυδωνιών, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων «και των συν αυτοίς αναιρεθέντων κατά την Μικρασιατικήν καταστροφήν μαρτύρων» – 1922.
Ευάγγελος Π. Λέκκος
θεολόγος, νομικός