Άγιος Αρσένιος, ο Καππαδόκης (†1924)
Ο όσιος πατήρ ημών Αρσένιος, κατά κόσμον Θεόδωρος, γιος του Ελευθερίου Αννητσαλήχου και της Βαρβάρας, το γένος Φράγκου ή Φραγκοπούλου, γεννήθηκε περί το έτος 1840 στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς, μαζί με τον αδελφό του Βλάσιο, ο οποίος μεγαλώνοντας έγινε δάσκαλος της βυζαντινής μουσικής και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Την προστασία των ορφανών παιδιών είχε αναλάβει η αδελφή της μητέρας τους και αργότερα η αδελφή του πατέρα τους, δασκάλα στη Νίγδη, όπου και έμαθε ο μικρός Θεόδωρος τα πρώτα του γράμματα. Κατόπιν πήγε στη Σμύρνη, όπου εκτός από τα ελληνικά και εκκλησιαστικά γράμματα έμαθε αρμενικά, τουρκικά και λίγα γαλλικά. Σε ηλικία 26 ετών, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του, επέστρεψε στα Φάρασα και στη Νίγδη, αποχαιρέτησε τις θείες του και κοινοβίασε στην ιερά μονή Φλαβιανών του Τιμίου Προδρόμου, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Αρσένιος.
Ο μητροπολίτης, όμως, Παΐσιος Β’, διαπιστώνοντας την έλλειψη δασκάλων, τον χειροτόνησε Διάκονο και τον έστειλε στα Φάρασα για να μάθει γράμματα στα εγκαταλειμμένα παιδιά. Με ιδιαίτερο ζήλο ο Αρσένιος, αλλά και με προφυλάξεις για να μην ερεθίζονται οι Τούρκοι, δίδασκε στα ελληνόπουλα «γράμματα, σπουδάγματα, του Θεού τα πράγματα», επί τέσσερα χρόνια. Τριάντα ετών χειροτονήθηκε στην Καισάρεια Πρεσβύτερος και έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και την ευλογία του πνευματικού. Αφού επισκέφθηκε προσκυνηματικά τους Αγίους Τόπους, επέστρεψε στα Φάρασα (οι δε συμπατριώτες του τον έλεγαν πλέον Χατζεφεντή) και συνέχισε την πνευματική του δράση με μεγαλύτερο θείο ζήλο, διευρύνοντάς την στα γύρω χωριά και τις μακρινές πόλεις της Καππαδοκίας, όπου υπήρχαν ελληνικές ορθόδοξες οικογένειες, με σκοπό να τονώσει την πίστη και τον πατριωτισμό τους, τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Αυτό που βοηθούσε τους χριστιανούς δεν ήταν μόνο τα ενισχυτικά του λόγια, αλλά και τα θαυμαστά του έργα που έβλεπαν να κάνει ο Άγιος, αφού με τη θεία Χάρη θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα χριστιανών και Τούρκων, αδιακρίτως. Ιδιαίτερα αγωνίστηκε ο Αρσένιος και για την αντιμετώπιση της λύμης του προτεσταντικού προσηλυτισμού που απειλούσε την περιοχή εκείνη.
Για το έργο του δεν ζητούσε, και δεν έπαιρνε όταν του προσφερόταν, καμιά αμοιβή είτε από χριστιανούς είτε από Τούρκους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν με τη χάρη του Θεού θεράπευε ασθενείς ή ελευθέρωνε τις στείρες γυναίκες από την ατεκνία. Και συνέχιζε την ασκητική του ζωή. Συμπατριώτες του αφηγούνταν ότι «έκανε πάντα αγρυπνίες και προσευχές· νήστευε πάντα… και η ευχή του μπορούσε να τρυπήσει λιθάρι…». Εκτός από τους άλλους πνευματικούς αγώνες του, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή παρέμενε στο κελί του έγκλειστος, προσευχόμενος και μελετώντας την Αγία Γραφή, βίους αγίων, πατερικά και τα θαύματα της Παναγίας. Αυτόπτες μαρτυρούν ότι στα Φάρασα δεν ήξεραν «τι θα πει γιατρός· στην Ελλάδα έμαθαν από γιατρούς», γιατί εκεί έτρεχαν στον Αρσένιο και τους θεράπευε.
Επειδή χριστιανοί και Τούρκοι τον ευλαβούνταν σαν άγιο, ο Αρσένιος προσπαθούσε να καλύπτει την αγιότητά του για ν᾽ αποφεύγει τον έπαινο των ανθρώπων. Έτσι, λοιπόν, πολλές φορές παρουσίαζε τον εαυτό του με προσποιητές ιδιοτροπίες. Έκανε τον «δια Χριστόν σαλόν»: Για να μη τον θεωρούν πράο, έκανε τον θυμώδη· για να μη τον λένε νηστευτή, έκανε τον γαστρίμαργο, αυτός που Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έπινε ούτε νερό μέχρι τη δύση του ήλιου.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πολλές φορές του ζητούσε γραπτώς να κάνει προσευχή για το Πατριαρχείο, ενώ ο Ιεροσολύμων ήθελε να τον κάνει επίσκοπο. Ο Αρσένιος όμως προτίμησε το τριμμένο ράσο του μοναχού, παρά τον βαρύτιμο αρχιερατικό σάκο. Δέχθηκε μόνο να γίνει Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην περιφέρεια της Καισάρειας, για να βοηθάει τους προσκυνητές του. Ο Θεός είχε προικίσει τον άγιο Αρσένιο και με το προορατικό χάρισμα. Χρόνια πριν είχε πει στους Φαρασιώτες «να μη ξανοίγονται, αλλά να κάνουν οικονομίες για το δρόμο» της φυγής προς την Ελλάδα, εννοώντας την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Στο δρόμο της φυγής τους υπενθύμιζε όσα τους έλεγε στην πατρίδα: «όταν θα πάμε στην Ελλάδα, το χωριό μας θα σκορπίσει σε πολλά μέρη της και θα γίνει “γαρμάν-τσορμάν” (φύρδην-μίγδην)». Επίσης «στην Ελλάδα όταν θα πάμε, εγώ θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες και θα πεθάνω σ᾽ ένα νησί».
Τα λόγια του επαληθεύτηκαν: Αφού το καράβι που τους μετέφερε από τη Μικρά Ασία έφθασε στον Πειραιά, οι Φαρασιώτες με τον Αρσένιο, που τους εποίμανε για μισό και πλέον αιώνα, παρέμειναν τρεις εβδομάδες στα σύρματα του Άϊ-Γιώργη στον Πειραιά και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα, όπου και προσωρινά τακτοποιήθηκαν στο Κάστρο. Εκεί ο Αρσένιος, 83 ετών πια, αδιαθέτησε. Έζησε δύο εβδομάδες στο Κάστρο με το αγαπημένο αλλά τόσο ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Λειτούργησε δύο φορές και μία ακόμη στο Νοσοκομείο, όπου –παρά τη θέλησή του– τον μετέφεραν οι Φαρασιώτες ελπίζοντας να γίνει καλά. Εκείνος όμως είχε προΐδει το επίγειο τέλος του. Στον πιστό και ισόβιο ακόλουθό του, τον ψάλτη Πρόδρομο είπε: «Έλα να αποχαιρετηθούμε, γιατί μεθαύριο φεύγω για την άλλη ζωή. Ήρθε η Παναγία χθες το μεσημέρι και μου το είπε· και με γύρισε και στο Άγιον Όρος και είδα τα Μοναστήρια, που πολύ επιθυμούσα να ιδώ, αλλά δεν είχα αξιωθεί…». Και πρόσθεσε: «Να μη στενοχωρηθείς που μετά οκτώ ημέρες θα πεθάνει και η γυναίκα σου». Όπως και έγινε.
Σαράντα, λοιπόν, ημέρες από την άφιξή του στην Ελλάδα ο άγιος Αρσένιος, αφού κοινώνησε, έφυγε για την αιώνια ζωή, «σ᾽ ένα νησί», την Κέρκυρα. Οι συμπατριώτες του πρόσφυγες του έκαναν μεγαλόπρεπη κηδεία· τον έθαψαν στο κοιμητήριο της Κέρκυρας και χάραξαν το όνομά του στη μαρμάρινη πλάκα του τάφου του. Η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του έγινε το 1958. Εναποτέθηκαν και βρίσκονται στο γυναικείο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (Σουρωτή Θεσσαλονίκης). Έπειτα δε από σχετικές ενέργειες του μητροπολίτη Κασσανδρείας Συνεσίου (†) και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την υπ᾽ αριθμόν 112/11.2.1986 πατριαρχική και συνοδική Πράξη του συναρίθμησε τον Αρσένιο τον Καππαδόκη «μετά των οσίων και αγίων της Εκκλησίας».
Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου («ημέρα εν η ούτος εκοιμήθη εν Κυρίω»).
Ευάγγελος Π. Λέκκος
θεολόγος, νομικός