ᾨδὴ θ’, Κανών τῆς Ἐορτῆς
Ἦχος β’
Μεγάλυνον, ψυχή μου, τήν τιμιωτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.
«Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα, εὐφημεῖν πρὸς ἀξίαν, ἰλιγγιᾷ δὲ νοῦς καὶ ὑπερκόσμιος, ὑμνεῖν σε Θεοτόκε• ὅμως ἀγαθὴ ὑπάρχουσα, τὴν πίστιν δέχου• καὶ γὰρ τὸν πόθον οἶδας, τὸν ἔνθεον ἡμῶν• σὺ γὰρ Χριστιανῶν εἶ προστάτις, σὲ μεγαλύνομεν.»
Μεγάλυνον, ψυχή μου, τόν ἐν Ἰορδάνῃ ἐλθόντα βαπτισθῆναι.
Δαυῒδ πάρεσο, Πνεύματι τοῖς φωτιζομένοις• Νῦν προσέλθετε, ᾆδε πρὸς Θεόν, ἐν πίστει λέγων φωτίσθητε• οὗτος ὁ πτωχὸς ἐκέκραξεν Ἀδὰμ ἐν πτώσει• καὶ γὰρ αὐτοῦ εἱσήκουσε Κύριος ἐλθών, ῥείθροις τοῦ Ἰορδάνου, φθαρέντα δὲ ἀνεκαίνισεν.
Μεγάλυνον, ψυχή μου, τόν ὑπό Προδρόμου τό βάπτισμα λαβόντα.Ὁ Ἡσαΐας λούσασθε, καὶ καθάρθητε φάσκει• τάς πονηρίας ἔναντι, ἀφέλεσθε Κυρίου• οἱ διψῶντες, ὕδωρ ἐπὶ ζῶν πορεύεσθε• ῥανεῖ γὰρ ὕδωρ καινοποιὸν Χριστός, τοῖς προστρέχουσιν αὐτῷ ἐν πίστει, καὶ πρὸς ζωὴν τὴν ἀγήρω, βαπτίζει Πνεύματι.
Μεγάλυνον, ψυχή μου, τόν ἐκ τῆς πατρῴας φωνῆς μαρτυρηθέντα.
Συντηρώμεθα χάριτι, πιστοὶ καὶ σφραγῖδι• ὡς γὰρ ὄλεθρον ἔφυγον, φλιᾶς Ἑβραῖοι πάλαι αἱμαχθείσης· οὕτω καὶ ἡμῖν, ἐξόδιον τὸ θεῖον τοῦτο, τῆς παλιγγενεσίας λουτήριον ἔσται• ἔνθεν καὶ τῆς Τριάδος, ὀψόμεθα φῶς τὸ ἄδυτον.
Ἰαμβικὸς Ὁ Εἱρμὸς
Σήμερον ὁ Δεσπότης, κλίνει τόν αὐχένα χειρί τῇ τοῦ Προδρόμου.
«Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, τοῦ τόκου σου θαυμάτων!
Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη•
Δι᾽ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας,
Ἐπάξιον κροτοῦμεν ὡς εὐεργέτῃ,
Δῶρον φέροντες ὕμνον εὐχαριστίας.»
Σήμερον Ἰωάννης, βαπτίζει τόν Δεσπότην ἐν ῥείθροις Ἰορδάνου.
«Ὢ τῶν ὑπὲρ νοῦν, τοῦ τόκου σου θαυμάτων!
Νύμφη πάναγνε, Μῆτερ εὐλογημένη•
Δι᾽ ἧς τυχόντες παντελοῦς σωτηρίας,
Ἐπάξιον κροτοῦμεν ὡς εὐεργέτῃ,
Δῶρον φέροντες ὕμνον εὐχαριστίας.»
Δόξα…
Μεγάλυνον, ψυχή μου, τῆς τρισυποστάτου καί ἀδιαιρέτου Θεότητος τό κράτος.
Ἴδμεν τὰ Μωσεῖ τῇ βάτῳ δεδειγμένα,
Δεῦρο ξένοις, θεσμοῖσιν ἐξειργασμένα.
Ὡς γὰρ σέσωσται, πυρφοροῦσα Παρθένος,
Σελασφόρον τεκοῦσα τὸν εὐεργέτην,
Ἰορδάνου τε, ῥεῖθρα προσδεδεγμένα.
Καί νῦν…
Μεγάλυνον, ψυχή μου, τήν λυτρωσαμένην ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας.
Χρίεις τελειῶν, τὴν βρότειον οὐσίαν,
Ἄναξ ἄναρχε, Πνεύματος κοινωνία,
Ῥοαῖς ἀχράντοις, ἐκκαθάρας καὶ σκότους,
Ἰσχὺν θριαμβεύσας τε, τὴν ἐπηρμένην,
Νῦν εἰς ἄληκτον, ἐξαμείβεαι βίον.
Μεγάλυνον ψυχή μου, τήν Τιμιωτέραν, τῶν ἄνω στρατευμάτων.
Ἀπορεῖ πᾶσα γλῶσσα, εὐφημεῖν πρός ἀξίαν· ἰλιγγιᾷ δέ νοῦς καί ὑπερκόσμιος, ὑμνεῖν Σε Θεοτόκε· ὅμως ἀγαθή ὑπάρχουσα, τήν πίστιν δέχου· καά γάρ τόν πόθον οἶδας, τόν ἔνθεον ἡμῶν· Σύ γάρ Χριστιανῶν εἶ προστάτις, Σέ μεγαλύνομεν.
Απλή σύνταξη
Απορεί πάσα γλώσσα ευφημείν προς αξίαν ˙
ιλιγγιά δε νους και υπερκόσμιος υμνείν σε Θεοτόκε,
όμως αγαθή υπάρχουσα την πίστιν δέχου ˙
και γαρ τον πόθον οίδας, τον ένθεον ημών ˙
συ γαρ Χριστιανών ει προστάτις, σε μεγαλύνομεν.
Μετάφραση
Κάθε γλώσσα βρίσκεται σε δύσκολη θέση, για να σε δοξολογήσει, ιλιγγιά όμως όχι μόνο ο ανθρώπινος νους αλλά και ο υπερκόσμιος νους των αγγέλων, όταν πρόκειται να υμνολογήσει εσένα Θεοτόκε. Όμως εσύ, σαν αγαθή που είσαι, δέξου την πίστη των χριστιανών, γιατί τον πόθο μας για το Θεό τον γνωρίζεις. Εσύ εξάλλου είσαι αυτή που μας προστατεύει και γι αυτό σε υμνολογούμε.
Ερμηνεία.
Το τροπάριο αυτό είναι το τελευταίο της Καταβασίας και όπως σε όλες τις Καταβασίες, η θ΄ Ωδή είναι αφιερωμένη στην Παναγία, όπου γίνεται πάντα εξύμνηση της Θεοτόκου. Σ΄ αυτό όμως το θέμα εδώ ο υμνωδός συναντά δυο δυσκολίες: α) «απορεί ευφημείν» και β) «ιλιγγιά υμνείν». Και δεν είναι μόνο δικό του το πρόβλημα, αλλά και όλων των ανθρώπων «πάσα γλώσσα», και η δυσκολία έγκειται στο ότι η αξία της Παναγίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορεί κανείς να βρει λόγια αντάξια για τα γεγονότα, για τα οποία η ίδια έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο υμνωδός αφού δεν βρίσκει ούτε άνθρωπο ούτε άγγελο να εξυμνήσει και να υμνολογήσει την Παναγία, καταφεύγει στην κατανόηση της Παναγίας και της λέει: «εσύ είσαι καλή μαζί μας, μας αγαπάς και μας προστατεύεις, δέξε τουλάχιστον την πίστη και τον πόθο μας για τον Θεό, κι αν εσύ αναφώνησες «μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον», επειδή σε έκρινε άξια να κατοικήσει μέσα σου, «μεγαλύνομεν» τώρα και εμείς εσένα, κι ας είναι αυτό ακατόρθωτο, γιατί αξίζεις κάθε έπαινο και κάθε εγκώμιο.
Με την Καταβασία των Θεοφανείων κλείνει ο εκκλησιαστικός κύκλος αυτής της περιόδου, που λέγεται και «ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΝ»,, που είναι κατεξοχήν εορταστικός για τις δυο αυτές μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα και Θεοφάνεια.
Κλείνοντας θέλω να επισημάνω για μια ακόμη φορά ότι η πλήρης εξέταση της Καταβασίας των Θεοφανείων, όπως και όλων των Καταβασιών, θα ήταν πλήρης, αν μιλούσαμε και για τη μουσική με την οποία ψέλνονται. Εμείς απλώς θα αναφέρουμε ότι ο β ήχος στον οποίο ψέλνεται η Καταβασία είναι ικετευτικός και συμβάλλει στη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας μέσα στο πνεύμα της μετανοίας που κηρύττει και ο Ιωάννης Πρόδρομος και ο Χριστός. Ο πρωτοψάλτης, Θεολόγος και Μουσικολόγος κ. Τούμπας ισχυρίζεται ότι ο Α’ ήχος χαρακτηρίζεται θερμός, γιατί ως θερμός και ευφρόσυνος κυριαρχεί στην Αναστάσιμη και την Χριστουγεννιάτικη υμνολογία, ο Β΄ ήχος ως ψυχρός και υγρός επικρατεί στην υμνολογία των Θεοφανείων, γιατί υπογραμμίζει το κρύο και υγρό στοιχείο του νερού, » ύδατος» της εορτής.
Είναι μεγάλο το ευτύχημα που οι υμνωδοί των Καταβασιών ύστερα από πολλή νηστεία και προσευχή συνέθεσαν αυτά τα μεγαλουργήματα και τα παρέδωσαν στη ζωή της Εκκλησίας, για να βοηθούν τους πιστούς να προσεγγίζουν τα εορταζόμενα γεγονότα με μεγαλύτερη κατανόηση, με μεγαλύτερη φώτιση και μεγαλύτερη ψυχική συμμετοχή. Ας είναι ευλογημένο το όνομα της Αγίας Τριάδας, που θέλησε στη Βάπτιση του Χριστού να μας δείξει τα πρόσωπα της ευδοκίας, της ευλογίας και του μεγάλου ελέους.