Να μην αντιλέγουμε εριστικά ούτε και όταν πιστεύουμε πώς έχουμε δίκιο, αλλά, για χάρη του Θεού, σε όλα να υποχωρούμε απέναντι στον πλησίον.
Μην προσπαθείς να λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα ή (να ξεδιαλύνεις) ένα ζήτημα της Γραφής με φιλονικία, αλλά με τα μέσα που επιβάλλει ο πνευματικός νόμος, δηλαδή με την υπομονή, την προσευχή και την αταλάντευτη προς το Θεό ελπίδα.
Αν κατοικείς μαζί με άλλον αδελφό και θέλεις να γίνει κάτι, ο αδελφός όμως αυτός δεν θέλει, τότε, για να μη μαλώσετε και τον λυπήσεις, να υποτάξεις σ’ εκείνον το θέλημά σου. Να είσαι απέναντι στον αδελφό σου σαν φιλοξενούμενός του.
Όπως υποτάσσεται το ζώο στον άνθρωπο, έτσι πρέπει και κάθε άνθρωπος να υποτάσσεται στον πλησίον του για χάρη του Θεού.
Εκείνα πάλι που γεννούν τη φιλονικία είναι τα εξής: η πολυλογία, η μεταφορά στον καθένα λόγων πού του αρέσουν, η παρρησία, η δολιότητα και το να θέλει κανείς να επικρατεί ο λόγος του. Αυτά (κυρίως) είναι που οδηγούν στη φιλονικία, και η ψυχή εκείνου που τα έχει είναι κατοικητήριο όλων των παθών.
Ο εριστικός άνθρωπος όχι μόνο με τους συγγενείς του δεν ειρηνεύει ποτέ, μά ούτε και με τους ξένους.
Γιατί, θέλοντας να ικανοποιήσει τον εριστικό του λογισμό, πάντα καταφεύγει σε ραδιουργίες και συνεχώς οργίζεται, αλλά και τους άλλους ταράζει, και φτάνει έτσι να γίνεται αντιπαθητικός σε όλους.
Αν κατοικείς μαζί με (άλλους) αδελφούς, μη θέλεις να τους διατάζεις, αλλά μάλλον να είσαι παράδειγμα γι αυτούς στα καλά έργα (πρβλ. Τίτ. 2:7), κάνοντάς τους υπακοή σ’ αυτά πού σου λένε. Αν όμως παρουσιαστεί ανάγκη να μιλήσεις, πες (την άποψή σου) σαν να δίνεις μια ταπεινή συμβουλή. Αν πάλι ένας άλλος αδελφός φέρει αντίρρηση σ’ αυτά που εσύ λες, να μην ταραχθείς, αλλά να εγκαταλείψεις το θέλημά σου για χάρη της αγάπης και της ειρήνης και ν’ απαντήσεις με πραότητα σ’ εκείνον που σου έφερε αντίρρηση:
Πρέπει (λοιπόν) να υποχωρούμε όταν μας προσβάλλουν και να δίνουμε «τόπον τη οργή» (Ρωμ. 12:19).
Να μην ερχόμαστε σε σύγκρουση ούτε να πέφτουμε σε κακούς λογισμούς ούτε να λογομαχούμε και να δημιουργούμε ζητήματα.
Δυο γέροντες ζούσαν μαζί πολλά χρόνια, και ποτέ δεν μάλωσαν.
Είπε λοιπόν (κάποτε) ο ένας στον άλλον:
- Ας μαλώσουμε κι εμείς μια φορά, όπως οι άνθρωποι.
- Μά δεν ξέρω πώς γίνεται το μάλωμα, απάντησε ο άλλος.
- Να, είπε ο πρώτος, θα βάλω μια μικρή πλίθα στη μέση, και θα λέω πώς είναι δική μου.
Εσύ πάλι θα λές ότι δεν είναι δική μου, αλλά δική σου. Και έτσι θα γίνει η αρχή. Έβαλε λοιπόν στη μέση την πλίθα και είπε στον άλλον:
- Αυτή είναι δική μου.
- Όχι, είπε αυτός, δική μου (είναι).
- Έ, αν είναι δική σου, πάρε την και πήγαινε, αποκρίθηκε ο πρώτος.
Και έφυγαν, χωρίς να μπορέσουν να μαλώσουν.
από τον Μικρό Ευεργετινό