Το 1964, το πρώτο μου μόλις σχολικό έτος άγοντος της εν Αθωνιάδι καθηγεσίας μου, μου ανέθεσαν την εκφώνησι στο Πρωτάτο του πανηγυρικού της επετείου της εθνεγερσίας της 25ης Μαρτίου. Το να συντάξω εκείνον τον λόγο, όπως τον συνέταξα, πρέπει να αποδοθή στην απειρία της νεότητός μου, ενδεχομένως στην λανθάνουσα η και φανερή οίησί μου, πιθανόν δε και στο νευρώδες, ορμητικό και… επαναστατικό του θέματος. Και σαν να ήταν όλα τούτα λίγα, ήρθαν και προστέθηκαν, κατά την στιγμή της εκφωνήσεως, του στόμφου το επιτηδευμένο και του τόνου το υπερβολικό. Ας όψεται όμως και ο… Πανσέληνος, που τοιχογράφησε τόσο ανδρείους, εύσταλείς, στρατιωτικά ενδεδυμένους και ξιφήρεις -απέναντί μου- τους αγίους μεγαλομάρτυρας Δημήτριο, Θεόδωρο, Μερκούριο, Αρτέμιο και άλλους, που εξ αρχής, κοιτάζοντάς τους, νόμισα πως… συνηγορούσαν στην διάπραξι και τούτων των παραπτωμάτων μου!…
Τελείωσα. Δεν είχε καλά καλά εκφωνήσει το «Δι’ ευχών» του απ’ την Ωραία Πύλη ο πρωτόπαπας, και δεν προλάβαινα ν’ ανταποκρίνωμαι στίς σφιχτοχειραψίες και να ευχαριστώ για τις συγχαρητήριες προσρήσεις των Αντιπροσώπων, των προυχόντων, των συναδέλφων, των Γεροντάδων και των Καρεωτών πατέρων.
Ποτέ δεν θα λησμονήσω το πόσο δυσθύμησα και λυπήθηκα ευθύς ως αντιλήφθηκα ότι γέροντας πολιός, σεβάσμιος, Αντιπρόσωπος Μονής παρά τη Ιερά Κοινότητι, τον οποίο ιδιαιτέρως ευλαβούμουν και δεν έχανα ευκαιρία να προσφεύγω στην πείρα και τις συμβουλές του, όχι μόνο δεν με συνεχάρη, αλλά και ολοφάνερα με προσπέρασε, τόσο εξερχόμενος.
Όταν όλα σχόλασαν και τον είδα μάλλον με βήμα ταχύ να κατευθύνεται πρός το Κονάκι του, έσπευσα να τον συναντήσω και, ει δυνατόν, να μιλήσω μαζί του. Με αντελήφθη και κοντοστάθηκε, πράγμα που εξέλαβα ως ανεξικακίας δείγμα και καλοπροαιρέτου εξηγήσεως πρόθεσι. Ακολούθησε ο εξής περίπου διάλογον:
— Γιατί τόση κρυάδα απέναντί μου, Γέροντα, και τόση κατήφεια στο πρόσωπο σαν σήμερα, χρονιάρα και πανηγυρική μέρα;
— Γιατί θέλω να αισθάνωμαι συνειδησιακώς καλά, αφού αλλιώς φρονώ για τα όσα, υψηγόρως και διθυραμβικώς μάλιστα, μας είπες προ ολίγου, και για να προκληθή, αδελφέ μου, τούτη η συζήτησις που κάνουμε τώρα, απ’ την οποία μάλλον καλό θα πρόκυψη· αφού κι εγώ λυτρωτικώς θα σου φανερώσω τούς λογισμούς μου και σύ θα χαμηλώσης, ως ελπίζω, λίγο την έπαρσι και μεγαλαυχία που σου κόλλησε το δασκαλίκι, κι απ’ την ασυλλογιστία να μη συγκρατιέσαι κι όταν ακόμη βλέπης απέναντί σου Γεροντάδες και παππούδες, λες κι έχεις να κάνης με τους άπλαστους μείρακας της Σχολής σου.
Όλως απροσδοκήτως ένοιωσα την ταπείνωσι, που καθόλου δεν την είχα σκεφθή εώς εκείνη τη στιγμή, ως με σεισμό να συντρίβη τον εγωϊσμό μου, και, στο άκουσμα τούτων και μόνο των λόγων και τη θέα της οσίας μορφής του Γέροντος, ως βιαίως διωκόμενες να τρέχουν να εξαφανισθούν όλες οι μέχρι προ ολίγου -οίμοι- τόσο ευειδείς και ευχάριστες εικόνες των συγχαρητηρίων χειραψιών.
Νόμισα πως είχε τελειώσει, και έκρινα να αρθρώσω σιγανά και εν ταπεινώσει:
— Ευλόγησον, Γέροντα· όντως δεν έκανα καλά. Ήταν απερισκεψία μου.
Αλλά εκείνος είχε κι άλλα… «ράμματα για τη γούνα» μου:
— Στάσου· μη βιάζεσαι να εξοφλήσης με ένα «ευλόγησον». Δεν άκουσες ακόμη τίποτα για τις ατοπίες της ομιλίας σου και για το δίκαιο της ψυχικής μου στενοχώριας.
»Δε μου λές· δεν σε πειράζει καθόλου ο λογισμός, σε τούτον τον Άγιο Τόπο, μέσα στο Πρωτάτο μας, που είναι σύμβολο αγρυπνίας, προσευχής και νήψεως, και μπροστά στην Εικόνα της Παναγίας του Άξιόν Εστι και τις άλλες των αγιορειτών ησυχαστών και ερημιτών αγίων, με περισσή τόλμη και παρρησία να εκθειάζης οπλαρχηγούς, καριοφίλια, μάχες, γιαταγάνια; Αλήθεια, μπορείς τόσο εύκολα να συνταιριάζης του Χριστού την ανοχή και αγάπη με του πολέμου την οργή, το μίσος και την αιματοχυσία; Την καλογερική νηπτική προσευχή με τις ιαχές και τα γιουρούσια; Την ιερότητα των ράσων, των ‘πανωκαλύμμαυχων και των κομποσχοινιών μας με τα αιμοδιψή μπαρούτια, φυσεκλίκια και χατζάρια; Δεν άφινες καϋμένε, να κάνη τούτο το «χρέος» κανένας κοσμικός, κι ας μας έλεγε ο,τι κατέβαζε το νιονιό του;
— Και τώρα θέλω να μ’ απαντήσης όχι σαν δάσκαλος και καθηγητής τάχα, αλλά εν φόβω Θεού και επί τω βάρει της συνειδήσεώς σου σάν καλόγερος και σπουδασμένος θεολόγος -πως νομίζεις και φρονείς- η Εκκλησία μας τα επιτρέπει, τα ευλογεί όλα αυτά;
— Τους εγωϊσμούς, τις υπερβολές και τα άλλα ενδεχομένως σφάλματά μου τα παραδέχθηκα και ήδη ζήτησα συγγνώμη· αλλ’ αν νομίζετε πως, κατά τις ώρες που ερανιζόμουν το υλικό και κατήρτιζα και συνέθετα το περιεχόμενο του λόγου μου, ομοίως απερίσκεπτα και συνειδησιακώς αβασάνιστα διήγα και αισθανόμουν εν αναφορά πρός το ανεκτό του απ’ την ιερότητα του Τόπου και του συγκεκριμένου χώρου και προς το αγιογραφικώς και εκκλησιολογικώς συμβιβάσιμό του, τότε μάλλον με αδικείτε. Αρκετές ήταν οι αναστολές και όχι λίγοι οι δισταγμοί μου· αλλά, κατά περίπτωσι, όλο και κάτι, αν δεν συνηγορούσε, πάντως δεν καταφόβιζε τον λογισμό μου στη θέλησι και φορά της παροράσεως η παρακάμψεώς των.
»Δεν θα μας «έπαιρνε» η ώρα, Γέροντα, αν επιχειρούσα να επικαλεσθώ την στάσι και θέσι της Εκκλησίας και των εν ευθύνη εκπροσώπων Της καθ’ όλη την περίοδο της σκλαβιάς και της δουλείας του Γένους μας. Θα μπορούσα όμως να μνημονεύσω ελάχιστα δεδομένα θέσεων των Γεροντιών των Μονών η κυρίως σοφών ενεργειών των Συνάξεων της Ιεράς Κοινότητος, θεσμού θεοδωρήτου και αναμφισβητήτου προσφοράς προς τον Τόπο μας, του οποίου μέλος εκλελεγμένο είναι και η Πανοσιολογιότης σας, για να δικαιωθούν λίγο και τα κατ’ εμέ και ως αγιορείτου, που πολύ σέβεται τούτον τον θεσμό και που πάντοτε θαύμαζε την ανά τους αιώνας σύνεσι και την εν δυσκόλοις περιστάσεσι ευμηχανία του επ’ αγαθώ του Τόπου, του Μοναχισμού και της Εκκλησίας.
»Σεις, Γέροντα, αφού ήρθατε στο Αγιονόρος κάμποσο προ του 1912, εξ ιδίας αυτοψία και εμπειρίας γνωρίσατε τα τότε εδώ κρατούντα και δρώμενα. Επειδή όμως καθημερινώς ήκουα και ακούω Γεροντάδες της ηλικίας και των αξιωμάτων σας να ομολογούν ότι οι τότε ηγούμενοι των Μονών και οι αντιπρόσωποι παρά τη Ιερά Κοινότητι υπερτερούσαν σε σοφία διοικητική και αγιότητα βίου, πειράζομαι να διερωτηθώ, πως η συνείδησίς των ηρεμούσε, βλέποντας τους Σερδάρηδες και τους Σεϊμένηδες οπλοφορούντας να εισέρχωνται και να εκκλησιάζωνται στο Πρωτάτο, και «τιμητικώς» να «φρουρούν» την θαυματουργό Εικόνα του Άξιόν Εστι, των προσώπων και της οπλοφορίας και της μισθοδοσίας των εκάστοτε, κατά προνόμιο αναγνωρισμένο απ’ τις τουρκικές αρχές, κατασφαλιζομένων αποφάσει της Ιεράς Συνάξεως;
»Να ρωτήσω και για κάτι ακόμα. Ασυνείδητοι ή θεομπαίκτες ήταν εκείνοι οι Αντιπρόσωποι που σε τούτο το Πρωτάτο, παρόντος η απόντος του τούρκου Καϊμακάμη (Νομάρχου), ενώ επιδεικτικώτατα έψελναν σε κάθε θεία λειτουργία το Πολυχρόνιο του εκάστοτε Σουλτάνου, ταυτοχρόνως είχαν κατά νουν και την μέριμνα για την καλή συντήρησι και ετοιμότητα προς χρήσι των όπλων, των γιαταγανιών και των… κανονιών, που είχαν κατακρυμμένα στα μόνο σ’ αυτούς γνωστά κατώγια του ιεροκοινοτικού καταστήματος και στα δαιδαλώδη και άδυτα τούτου του απέναντι μας υπερχιλιετούς πύργου;
«Καιρός όμως να εξαγορεύσω το τι νομίζω πως σημαίνουν όλα αυτά. Πρώτα απ’ όλα υποψιάζομαι, ότι, επειδή ευτυχούμε να ζούμε σε περίοδο ειρήνης και ελευθερίας, γι’ αυτό έχουμε την πολυτέλεια να εμφορούμεθα από τέτοιες λεπτότητες και ευαισθησίες.Ύστερα θέλω να σας διαβεβαιώσω, ότι όσο απέχω από του να είμαι της γνώμης του «σφάξε με, Αγά, ν’ αγιάσω», άλλο τόσο διστάζω και δυσκολεύομαι να ταξινομηθώ ασυζητητί και αδεώς, ως μοναχός και ιερωμένος μάλιστα, με εκείνους τους παππούδες μας, που οι περιστάσεις και οι θέσεις των τους ωθούσαν σε βούλησι να προσυπογράφουν αποφάσεις οπλοπρομηθειών, οπλοκατοχής και οπλοχρησίας καθ’ οιουδήποτε εχθρού και πολεμίου. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν τούς κατακρίνω, τούς μακαριστούς και αειμνήστους, που έκαναν είτε το ένα είτε το άλλο ή και τα δυο, αλλά τους θαυμάζω, τους επαινώ και υποκλίνομαι προ της γενναιότητος του φρονήματος και του ακάθεκτου χάριν της πατρίδος ηρωισμού των, και επικαλούμαι επιεική την κρίσι του Θεού.
«Για του Χριστού την πίστι την αγία και της Πατρίδος την ελευθερία», δεν επιβάλλεται να διακείμεθα συμπαθώς, φιλίως και εγκριτικώς; Άλλωστε στην πράξι αυτό κάθε μέρα δεν κάνουμε; Ξυπνάμε, δεν προλαβαίνουμε ν’ ανανήψουμε καλά καλά, και το στόμα μας, μετά το Μεσονυκτικό και προ του Εξαψάλμου, το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου» απαγγέλλει και για νίκες κατά βαρβάρων τον Κύριο παρακαλεί. Να, λοιπόν, και της Εκκλησίας η έμμεσος έστω συγκατάθεσις και της λατρείας μας η καθημερινή πραξίς.
«Νομίζω ταπεινώς, πως, αν τελικώς θέλατε σεις αμεταθέτως να υποστηρίζετε τα δικά σας και αν συνέβαινε εγώ από μεταμέλεια να ταύτιζα πλήρως με τα δικά σας τα δικά μου, τότε ούτε σεις θα έπρεπε να βρίσκεσθε στην Ιερά Κοινότητα, για να διαβουλεύεσθε και να συναποφασίζετε για τα κοινά του Ιερού μας Τόπου, ούτε εγώ σε έδρα της Αθωνιάδος, για να σμιλεύω και μορφώνω χαρακτήρες νέων. Στα Καρούλια θα μας ήρμοζε να βρισκώμαστε κι οι δυο, όπου, μακρυά απ’ την τύρβη και την ευθύνη των κοινών, πόρεμά μας θα ήταν το παξιμάδι και το βρόχινο νερό και μέλημά μας το «Κύριε Ιησού Χριστέ» και οι μετάνοιες για την σωτηρία της ψυχής μας και για την ευσπλαχνία και το έλεος του Θεού προς εχθρούς και φίλους. Όσο όμως σεις θα διακονήτε στις Καρυές κι εγώ στην Αθωνιάδα, σας παρακαλώ να μ’ αφίνετε ακατακρίτως να διδάσκω, όπως διδάσκω, τους μαθητάς, να σκιρτώ στην ελπίδα, μήπως, Θεού βοηθούντος, μπορέσω να παραθίξω κάποιους, ώστε να μιμηθούν και μοιάσουν στην αγιότητα, στον ιεραποστολικό ζήλο και στην θυσία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ή να τούς εμπνεύσω και ενθουσιάσω για σφοδρή επιθυμία αποκτήσεως της εξυπνάδας, της ευρύτητος του πνεύματος και της θέρμης της φιλοπατρίας του Ρήγα Φεραίου, που κι αυτοί στα θρανία της Αθωνιάδος σπούδασαν κι απ’ την αυλή της εναργέστερα στόχευσαν προς του ουρανού τα άγια και από κει σωστά στοχάσθηκαν της πατρίδας και του Γένους μας το δράμα, για ν’ αποδυθούν κατόπιν και οι δυο στου χρέους των τον αγώνα με το μαρτυρικό πλήν αίσιο και αξιοΰμνητο τέρμα.
Είχα πάρει τόση φόρα, ώστε καθυστερημένα αντιλήφθηκα ότι μάλλον από ώρα η έκφρασις του προσώπου, και κυρίως το βλέμμα, του σεβαστού μου Γέροντος είχε επί το άναυδο αλλοιωθή, επομένως και ο ψυχικός του κόσμος θα διατελούσε εν λύπη. Αντί, λοιπόν, με τα επιχειρήματα και τις εξηγήσεις μου, να πείσω και αναπαύσω τον ενάρετο και αγαπητό μου Γέροντα, λανθανόντως πλήν καιρίως ευτέλισα το κύρος και την προσωπικότητά του. Γι’ αυτό πολύ βίαιη και επαχθή αισθάνθηκα μέσα μου την εισβολή και κατασκήνωσι των τύψεων, που από ώρα κι αυτές, ως φαίνεται, καιροφυλακτούσαν.
Και ενώ επεθύμησα το συντομώτερο να τελείωση αυτή η επί ποδός συζήτησίς, εν τω άμα σφηνώθηκε στο μυαλό μου και ένας ακόμη λογισμός, που αβάστακτα μ’ ερέθιζε να τον φανερώσω, πράγμα που απετόλμησα.
— Το Αγιονόρος μας ανά τους αιώνες γνώρισε πάρα πολλές επιδρομές και δεινότητες. Δεδομένη η αγάπη της Παναγίας για το περιβόλι Της, άπειρες οι πρός τον Ύψιστο εκφωνήσεις των εν ιερωσύνη ομολογουμένως αγίων οικητόρων του, για να το φυλάττη, καθώς «και πάσαν πόλιν και χώραν (της πατρίδος μας) από… πυρός, μαχαίρας, επιδρομής αλλοφύλων και εμφυλίου πολέμου» (ακολουθία της λιτής), και διάπυρες οι προσευχές και τα δάκρυα των στις Σκήτες και τα ησυχαστήρια ασκητών του. Παρά ταύτα τις επέτρεπε, δεν τις απέτρεπε ο Κύριος, κρίμασιν οις οίδε μόνος Αυτός. Αυτή η κατάστασίς και πραγματικότης ώθησε τους αγίους ιδρυτάς των Ιερών Μονών μας, λίαν προνοητικώς και λες κι από συμφώνου όλους, χωρίς να παύσουν να ελπίζουν στην απ’ τον Πανάγαθο βοήθεια, σε απόκρημνα και δύσβατα να στερεώνουν τις Μάνδρες τους, τους δε συνεχιστάς του έργου των Ηγουμένους και συμμοναστάς των ακαταπαύστως να επιμελούνται τους πύργους και τις επάλξεις των…
«Ούτε τα δικά σας κομποσχοίνια, σεβαστέ μου Γέροντα, και όλων εκείνων που αγαθοπροαιρέτως φρονούν παρόμοια, απέτρεψαν μεταγενέστερες δεινότητες του Τόπου, και δη την Γερμανική καταπάτησι, σκαιότητα και αγερωχία. Γι’ αυτό, λοιπόν, η ελαχιστότης μου θα κάνη το διδακτικό προς τους μαθητάς της χρέος, όπως το κάνει, αμετανοήτως. Και σας εκμυστηρεύομαι, πως, αν το καλέση η στιγμή και το φέρη η συγκυρία, και παρουσιασθή ενώπιον μου κάποιος μικροΝέστορας μαθητής μου, που με γιγαντωμένο το ένθεο φρόνημά του θα θελήση να πολεμήση κατά τινος ισχυρού, αδίκου και βέβηλου, τότε, χωρίς καν να έχω την άδεια, την χάρι και την αγιότητα του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, από καρδίας θα του δώσω την ευχή και την ευλογία μου, άπνουν να ξαπλώση κατά γης τον κάθε θρασύτατα κατά της πατρίδος και των ιερών μας επιτιθέμενο βέβηλο, υψαύχενα και μεγάλαυχο Λυαίο…
— Με μπέρδεψες πολύ, βρε παιδί μου, με τούτα σου τ’ απανωτά, να σε πάρ’ η ευχή, να σε πάρη. Θα τα ξανασκεφθώ πάντως -είπε ο Γέροντας –θυμάμαι– καθώς φιλούσα το χέρι του κατά τον αποχαιρετισμό και αποχωρισμό μας- και δεν μπόρεσα να κρύψω τη χαρά μου, σάν διέκρινα ηχόχρωμα καταλλαγής και διαπίστωνα επανακάμπτοντα στο πρόσωπό του τα τόσο γνωστά σ’ εμένα χαρακτηριστικά της αίγλης, της ηρεμίας και της πάντοτε πολλής προσηνείας του απέναντί μου.
Πηγή: Επισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου, Μηνιαίο περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Πειραϊκή Εκκλησία», Μάρτιος 2009