Ιστορικό μέρος
1.1. Η εικονομαχία ως ιστορικο-θεολογικό φαινόμενο αποτελείτο από δύο φάσεις. Η Πρώτη φάση εξελίσσεται από το 726 έως το 787. Πατριάρχης ών ο Γερμανός Α΄ και Αυτοκράτορ ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος. Αν και ίσως συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι δια αυτό, μία από τις αιτίες της εικονοκλαστικής πορείας του Λέοντος Γ΄ ήταν οι υπερβολές και οι εκτροπές στις οποίες έχει εν πολλοίς καταλήξει η προσκύνηση των εικόνων στο Βυζάντιο του όγδοου αιώνος. «Μαρτυρείται ότι η λατρεία αυτή έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να νοθεύσει και να υποκαταστήσει και μυστήρια ακόμα, αφού πολλοί τις χρησιμοποιούσαν ως αναδόχους κατά την βάπτιση των παιδιών τους, αναμίγνυαν ξύσμα από τα χρώματά τους στην Θεία Ευχαριστία, πιστεύοντας ότι έτσι ενισχύεται περισσότερο η δύναμή της κ.ά…» («Ιστορία της Ορθοδοξίας», σ. 353). Εις το ενδιάμεσο ο Κωνσταντίνος Ε΄, υιός του Λέοντος Γ΄ Ίσαυρου συγκαλεί σε μια μεθοδικά προετοιμασμένη Σύνοδο (της Ιέρειας, πόλεως της μικρασιάτικης ακτής του Βοσπόρου), το έτος 754. Αυτή η φάση τελειώνει με την διεξαγωγή της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (787), επί του ανήλικα αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας στην αντιβασιλεία. Εις τον οικουμενικόν θρόνο υπήρχε ο πατριάρχης Ταράσσιος.
1.2. Η δεύτερη φάση εξελίσσεται από το 815 έως το 843, επί του αυτοκράτορος Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου. Ο Πατριάρχης Νικηφόρος (806-815) αντιστάθηκε προς την εικονοκλαστική προσπάθεια του Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου και δια αυτόν τον λόγο εξορίσθηκε. Ο Λέων Ε΄ συγκάλεσε σε Σύνοδο στην Αγία Σοφία το 815 με πατριάρχη τον Θεόδοτο Κασσιτερά (815-821). Το 820 δολοφονήθηκε ο Λέων Ε΄. Επτά έτη αργότερα ανέβη στον θρόνο ο αυτοκράτορ Θεόφιλος (837-842), αυστηρός διώκτης των εικονόφιλων Χριστιανών. Μετά τον θάνατό του όμως η εικονοκλαστική κατάσταση άλλαξε άρδην. Ο διάδοχος ήταν ο ηλικίας τριών ετών υιός του Μιχαήλ Γ΄ (842-867). Αυτό έδωσε την δυνατότητα στην μητέρα του, την Θεοδώρα, να αναλάβει την αντιβασιλεία. Η Θεοδώρα ήταν υπέρ της τιμής και της προσκυνήσεως των εικόνων. Έτσι συνήλθε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη (Μάρτιος του 843). Αποκατεστάθη εκεί η ελεύθερη έκφραση τιμής και προσκυνήσεως των εικόνων και ακυρώθηκαν όλες οι προηγούμενες εικονοκλαστικές διατάξεις της Συνόδου της Ιέρεας (754) και της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως υπό τον Λέοντα Ε΄ (815).
2. Θεολογικό μέρος.
2.1. Οι δύο σημαντικότερες θεολογικές στήλες της προσκυνήσεως των εικόνων είναι: 1. Ο πλήρης ρεαλισμός της ενσαρκώσεως του Λόγου του Θεού (που συνεπάγεται την ομολογία του τριαδικού δόγματος, του θεανδρισμού («μία υπόσταση εν δύο φύσεσιν» όπως το διατύπωσε ο αγ. Κύριλλος Πατριάρχης Αλεξανδρείας) στο μοναδικό και ενιαίο πρόσωπο του Χριστού. «Βλ. Απολυτίκιον και Θεοτοκίον της εορτής».
2.2. 2. Η πλήρης αποκατάστασις –ή μάλλον τελειοποίησις- της ανθρώπινης φύσεως δια των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού. «Βλ. Απολυτίκιον και Θεοτοκίον της εορτής».
2.3. Διαλεκτική μεταξύ της αλληγορικο-συμβολικής φύσεως και της ρεαλιστικής φύσεως της εικόνος: η εικόνα καθ’ εαυτή –δηλαδή ως σημαίνον- δεν έχει καθόλου ιερότητα. Πρόκειται για τέχνη, συνδυασμό χρωμάτων και αλληλοσυντεταγμένα σχήματα. Η ιερότητα της εικόνος όμως προέρχεται από δύο πηγές: 1. Το ιερό περιβάλλον στον οποίο συντάσσεται (ναό, ιερά μουσική, ιερές ακολουθίες, λατρεία, κτλ.), 2. Σημαντικότερη και ουσιωδέστερη: το σημαινόμενο, δηλαδή, το εικονιζόμενο, όπως έλεγε ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκινός «το πρωτότυπο» το οποίο εικονίζεται και, εντός του ιερού περιβάλλοντος της λατρείας, ιεροποιεί την εικόνα. Δια αυτό, σαφηνίσανε οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι η τιμή, η προσκύνηση και η πρέπουσα προς τον Θεόν μόνον λατρεία δεν απευθύνεται στην εικόνα ως πράγμα ή καλλιτεχνικό έργο, αλλά στο εικονιζόμενο «πρωτότυπο» -«του εγγραφομένου την υπόστασιν» (Βλ. «Ιστορία της Ορθοδοξίας», σ. 367), το οποίο αποτελεί, εάν πρόκειται δια τον Χριστό, την πηγή πάσης ευλογίας και παντός αγιασμού, και εάν πρόκειται δια τους αγίους, την εικονογράφηση της δια Χριστού και εν Χριστώ τελειοποιήσεως της ανθρώπινης φύσεως, τουτέστι της θεώσεως. (Βλ. Όρο της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, «Ιστορία της Ορθοδοξίας», σ. 367).
3. Προτρεπτικό μέρος. Τι σημαίνει δια μας σήμερον αυτή η «Νίκη της Ορθοδοξίας» την οποία σήμερα πανευλαβώς εορτάζουμε?
3.1. Η εικόνες αποτελούν δια μας τους Ορθοδόξους ανεξάντλητη πηγή ευλογίας, πνευματικής εμπνεύσεως, θεολογικής εκμαθήσεως, προσωπικής λατρείας και μυστικής επικοινωνίας -μέσω της απτής και ορατής πραγματικότητας της εικόνας- με τα θεία πρωτότυπα που εικονίζονται.
3.2. Ένα θεϊκό κάλεσμα στην εσωτερική εγρήγορση όσον αφορά την πνευματική λατρεία και την διανοητική μας αντίληψη της πίστεως και της ιεράς Παραδόσεως, εις την αποφυγή παντός είδους ψευδοπνευματικών υπερβολών, στην ενσυνείδητη απώθηση παντός τύπου μαγικής και δεισιδαιμονικής δοξασίας που δύνανται όντως να αλλοτριώνουν ή τουλάχιστον να επικαλύπτουν την ουσία του πνευματικού θησαυρού της Ορθοδοξίας.
3.3. Την πνευματική μας υποχρέωση και δέσμευση προς τον κόσμο, τον κόσμο τούτο, τον κόσμο εντός του οποίου συμβαδίζει μυστικώς ο πράγματι ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Χριστός. Όχι βεβαίως δέσμευση με την κακία της πονηρής και εκμεταλλευτικής λογικής του κόσμου, αλλά μάλλον απορρίπτοντες αυτή την λογική που μας απαξιώνει, μας υποδουλώνει και μας αποιεροποιεί, με την ενεργή συμμετοχή μας στο έργο της μεταμορφώσεως και αποκαταστάσεως του κόσμου –ως εσχατολογικού Θαβώρ-: αποκαταστάσεως της αδελφικής αγάπης μεταξύ μας, της λογικής της αλληλεγγύης και όχι της εκμεταλλεύσεως, της αντιλήψεως και αναγνωρίσεως της ουσιαστικής ιερότητας του ανθρώπινου προσώπου, της κοινωνικής δικαιοσύνης επειδή δεν είναι η αγάπη αληθινή εάν δεν προχωρά εις έργα αποκαταστάσεως της μεταξύ όλων των ανθρώπων αδελφότητας, αγάπης, ισότητας και δικαιοσύνης, όχι κατά το πόσο έχουν ή πόσο παράγουν οι άνθρωποι… αλλά κατά το «τι εστί άνθρωπος?», ως ιερό πρόσωπο, δηλαδή, ως όντως ζώσα εικόνα και ομοίωσις του Θεού.
3.4. Τέλος, η σημερινή μεγάλη εορτή μας λέγει επανειλημμένως: ο Θεός δεν είναι άσχετος ή μακρινός ημών, όλο το αντίθετο είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», και θέλει και να τον αναγνωρίσουμε στο κάλλος των ιεροποιηθέντων χρωμάτων και σχημάτων, στην ωραιότητα της μουσικής και στην αρμονία της ιεράς αρχιτεκτονικής, αλλά πρωτίστως στο πρόσωπο του αδελφού μας και ιδίως του πένητα και αδικουμένου αδελφού μας: Αυτό μας λέγουν οι εικόνες σήμερον: ο Χριστός είναι πάντοτε μεταξύ μας, στο πλευρό μας, μας ανοίγει θήρες και παράθυρα δια να προσερχόμεθα στην συνάντησή του, έτσι οι εικόνες προκαλούν τα όρια του χωροχρόνου και τα εξατμίζουν, τα εξαφανίζουν εντελώς και μας αφήνουν έτσι το πεδίο ελεύθερο –καθαρισμένο μέν από τους φόβους μας, από το μίσος μας, από τα είδωλά μας, την καταδυναστευτική εξουσία, την ανικανοποίητη φιλαργυρία, τις ψεύτικες ασφάλειες που μας απομακρύνουν του Θεού…-, και μας προσφέρεται η ανεκτίμητη δυνατότητα να αποκτήσουμε αυτό που κατ’ ουσίαν όλοι ανεξαιρέτως ποθούμε, ψάχνουμε να βρούμε και λαχταρούμε: την χαρά της καρδιάς, την ευφροσύνη, την ευτυχία, το νόημα της ζωής και την αγάπη που άνευ όρων μας ασπάζεται, μας υποδέχεται, μας φυλάσσει και μας πληροί στην ανθρωπότητά μας, στην ολότητα του πολυδιάστατου είναι μας, με δύο λόγια: την εν Χριστώ ζωή.
Εύχομαι ο Θεός ευλογήση πάντας ημάς. Αμήν.
Π. Αθανάσιος Γιάννες.