Η Ενορία μας, απλωμένη σε μία μεγάλη έκταση, συμπεριλαμβάνει πολλούς οικισμούς: Καλλιτεχνούπολη, Βγένα, Πανόραμα, Αγ. Βαρβάρα, Σκουφέικα, Πευκώνα, Ν. Βουτζά [ένα μέρος], Λυκόρεμα.
Κεντρικός οικισμός όμως και πυρήνας της είναι ο αυτός της Διασταύρωσης. Η ιστορία της Ενορίας μας είναι άρρηκτα συνεδεμένη με την παρουσία των Λιγνιτωρύχων στην περιοχή της Διασταύρωσης από τις αρχές του 20ου αιώνα, πριν έρθουν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1922.
Άνθρωποι φιλότιμοι και του μόχθου, φιλήσυχοι και νοικοκυραίοι. Αρχικά κτίζουν το Εκκλησάκι της Αγ. Βαρβάρας, προς τιμήν της προστάτιδάς τους. Το εκκλησάκι και το πανηγύρι της Αγ. Βαρβάρας γίνεται σημείο αναφοράς για όλους του κατοίκους της Διασταύρωσης. Στη συνέχεια και περί το 1960 -1970 αρχίζουν την ανέγερση νέου μεγάλου Ι. Ναού αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου μας. Με τους αγώνες πολλών κατοίκων και μπροστάρη τον π. Θεόδωρο ο Ι. Ναός εγκαινιάζεται από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη πρώην Μεσογαίας & Λαυρεωτικής κυρό Αγαθόνικο και ολοκληρώνεται και εξωραΐζεται με τις ακάματες ενέργειες του π. Αντωνίου.
Για την ιστορία των Λιγνιτωρύχων, πρώτων κατοίκων της ενορίας μας και κτητόρων των Ι. Ναών Αγ. Βαρβάρας και Αναλήψεως του Κυρίου, αντλούμε πολλές και σημαντικές πληροφορίες από το αφιέρωμα του Λυκείου Ελληνίδων Ραφήνας που αποτυπώθηκαν στο εξαίρετο τεύχος του περιοδικού που εκδίδει “Τ’ ανάβλεμμα”. Είμαστε ευγνώμονες για την παραχώρηση του υλικού αυτού, μέρος του οποίου και αναδημοσιεύουμε εις “μνημόσυνον αιώνιον των ανθρώπων αυτών”.
Η Ενορία μας μας κατά παράδοση τους τιμά και τελεί Μνημόσυνο την τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Στη συνέχεια παρατίθενται αποσπάσματα του περιοδικού καθώς και φωτογραφικό υλικό.
Φίλες και φίλοι,
«Τ’ ανάβλεμμα» αυτή τη φορά είναι μαζί σας αφιερωμένο ολόκλnρο σ’ ένα κόσμο nρωικό, στον κόσμο των λιγνιτωρύχων της Ραφήνας, που σφράγισαν με τη σκλnρή δουλειά τους μια περίοδο 50 χρόνων του αιώνα που πέρασε και “έγραψαν” ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας.
Μια γιορτή μνήμnς αυτών των ανθρώπων, μια ξεχωριστή γιορτή στη Ραφήνα που τίμησε και έκανε γνωστή τη ζωή τους σε περισσότερο κόσμο της πόλnς και της περιοχής μας. Το Λύκειο των Ελληνίδων Ραφήνας, με δυνατό το αίσθημα του χρέους απέναντί τους πήρε μέρος στη γιορτή αυτή. Θεώρησε όμως ακόμη μεγαλύτερο χρέος του να κρατήσει τη θύμησή τους στο περιοδικό του.
Σ’ αυτό «Τ’ ανάβλεμμα», λοιπόν, αποτυπώνεται με συντομία n ιστορία των λιγνιτωρύχων της Διασταύρωσης Ραφήνας, έτσι όπως την κατέγραψε n ερευνητική και επιστημονική ματιά της ‘Άννας Μιχοπούλου. Κατατίθενται ακόμη βιωματικές αφηγήσεις του Δnμήτρn Μακρή, καθώς και φωτογραφικό υλικό από τη συλλογή του ιδίου, της Ευαγγελίας Τελάλn-Ταγλιόγλου και του Συλλόγου “Ενότητα” Διασταύρωσης Ραφήνας. Τους ευχαριστούμε όλους για τη συμβολή τους σε αυτό το αφιέρωμα. Το μικρό μέγεθος του περιοδικού μας, οι λίγες σελίδες του, δεν μπορούν να φιλοξενήσουν όλο τον πλούτο των πληροφοριών, καρπό της δουλειάς των επιστημόνων και ερασιτεχνών ερευνnτών, που ένα μέρος τους έχει κατατεθεί στο Λαογραφικό Ιστορικό του Λυκείου.
Όμως το Λύκειο των Ελληνίδων Ραφήνας είναι περήφανο που μπορεί σ’ αυτή τη μικρή εκδοτική του προσπάθεια, με συντομία αλλά και περιεκτικότnτα, να διασώσει ένα μέρος της ιστορίας και της παρόδοσnς του τόπου μας. Πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτό «Τ’ ανάβλεμμα» ψήλωσε περισσότερο τη ματιά του, την άνοιξε διάπλατα στα λιγνιτωρυχεία της Ραφήνας, αγκάλιασε τους ανθρώπους τους, παρακολούθnσε την πορεία τους, αφουγκράστnκε την ψυχή τους. Τίμnσε τον κόσμο των Λιγνιτωρύχων! ‘Ηταν και αυτοί «ένας κόσμος που έζnσε με οδύνn και όνειρο».
«Τα λιγνιτωρυχεία στη Διασταύρωσn Ραφήνας ένας αόρατος nρωικός κόσμος»
Ο αρχικός συνοικισμός της σύγχρονης Ραφήνας έγινε από τρεις πλnθυσμιακές ομάδες: τους Τριγλιανούς πρόσφυγες, που αποτέλεσαν τον πυρήνα για την ίδρυσn της σύγχρονnς παραθαλάσσιας πόλnς με τον ερχομό τους εδώ το 1923, και δύο ακόμα ομάδες, εγκατεστnμένες κυρίως στnν ευρύτερn περιοχή της Διασταύρωσnς, τους Σαρακατσάνους κτηνοτρόφους και τους λιννιτωρύχους.
Το κοίτασμα του λιγνίτn και οι εκμεταλλεύσεις
Πρώτn περίοδος: αρχές 20ού αιώνα
Η ύπαρξn λιγνίτn στnν περιοχή της Ραφήνας ήταν, κατά τον Γ. Μαρίνο, γνωστή τουλάχιστον από το 1878. Από το 1860 σύμφωνα με το Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του ” Ηλιού’’. Σύμφωνα με μαρτυρίες, “το 1915 ο […] Ρώμμαν […] αναθέτει στον επιτετραμμένο του, επίσnς Γερμανό, Γκένσερ την εξόρυξn λιγνίτn στnν περιοχή της Ραφήνας. Ο Γκένσερ το 1916 φέρνει από τα μεταλλεία της Ερμιόνnς τον κουμιώτn εργοδnγό υπογείων έργων Δnμήτρn Ρίγγο […], ο οποίος […] ξεκινά τις προετοιμασίες για την εξόρυξn του λιγνίτn”. Τον Γεώργιο Ρώμμαν, επιχειρnματία στα ορυχεία της Σερίφου και της Κύμnς Ευβοίας, είναι πιθανόν να οδήγnσε εδώ n αυξnμένn ζήτnσn λιγνίτn στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στnν απογραφή πραγματικού πλnθυσμού του 1889 αναφέρεται n Αραφήνα με 55 κατοίκους (33 άρρενες, 22 Θήλεις), ενώ σε εκείνnν του 1920 με 136 κατοίκους (115 άρρενες, 21 Θήλεις). Η δραματική αύξnσn του ανδρικού πλnθυσμού της περιοχής μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι οφείλεται στη λειτουργία λιγνιτωρυχείων.
Ο λιγνίτnς που εξορυσσόταν τα χρόνια αυτό δεν γινόταν να απομακρυνθεί οδικά, αφού ο δρόμος ήταν ακόμα εξαιρετικά δύσβατος. Μεταφερόταν λοιπόν με βαγόνια ως την ακτή, όπου μεταφορτωνόταν σε καϊκια. Το σnμείο τερματισμού της διαδρομής των βαγονιών τοποΘετείται με σχετική ασφάλεια σε υψnλό σnμείο της ακτής ανάμεσα από το σnμερινό λιμάνι και στο λεγόμενο Μπλε Λιμανάκι.
Τομή κυριολεκτικά έμελλε να κάνει στα λιγνιτωρυχεία της Διασταύρωσnς ένας ακόμη Ευβοιώτnς, ο Ιωάννnς Καπασάς, που σύμφωνα με πλnροφορnτή ήταν αρχιεπιστάτnς στα λιγνιτωρυχεία της Κύμnς, από όπου όμως απολύθnκε εξαιτίας μιας απεργίας. Περνώντας από τη Ραφήνα συνάντnσε τον ανιψιό του Γεώργιο Καλύβn, ο οποίος συμμετείχε από τότε δραστήρια στο συνεργείο του επίσης ευβοιώτn Μπόκαρn (από το χωριό Κουρούνι). Ο Καλύβnς, με τις οδηγίες του θείου του, έσκαψε βαθύτερα και εντόπισε δεύτερο, παχύτερο στρώμα λιγνίτn, που θα καθιστούσε την εξόρυξn πολύ περισσότερο συμφέρουσα. Ο Καπασάς τότε απευθύνθnκε για τα αναγκαία κεφάλαια στον επίσης απολυμμένο από την Κύμη μηχανικό υπογείων έργων Μ. Λεκανίδn. Στnν εταιρία Μ. Λεκανίδnς και ΣΙΑ από ένα μερίδιο αναφέρεται ότι είχαν οι Λεκανίδnς και Καπασάς, ενώ ένα τρίτο μερίδιο μοιράζονταν οι Σιγάλας και ΠοΘnτάκnς. Παράλλnλα φέρεται ότι ανέπτυξε δραστnριότnτα n μικρότερn επιχείρnσn Παπαγιαννοπούλου, με διάδοχο μεταπολεμικά τον Γιαννάκn Θεοδώρου. Τέλος, ΦΕΚ (2 Ιανουαρίου 1935) αναφέρει παραχώρnσn στους Ν. Καμπίτσn, Π. Χατznδnμnτρίου και Γ. Γεωργίου.
Μαρτυρίες της μεταπολεμικής εποχής αναφέρουν ότι από την εταιρεία Λεκανίδης και Σια ανοίχτηκαν 5 φιρέδες συνολικά και 3 ακόμα από άλλες εταιρείες. Οι φιρέδες ανοίχτηκαν διαδοχικά, και ενώ μερικοί εγκαταλείπονταν, άλλοι λειτουργούσαν παράλλnλα. Τον εγκυρότερο ίσως προσδιορισμό του χρονικού διαστήματος λειτουργίας των λιγνιτωρυχείων αυτή την περίοδο οφείλουμε στον Θανάσn Καπασά που, κατά τα λεγόμενά του, ήρθε δεκαεξάχρονος στη Ραφήνα από τους Καλnμεριάνους της Εύβοιας και εργάστnκε στα λιγνιτωρυχεία από τις απαρχές τους μέχρι το κλείσιμό τους, από το 1932 μέχρι το 1967. Περιγραφή του λιγνιτοφόρου κοιτάσματος της Ραφήνας περιέχει η γεωλογική έκθεσn που συντάχθnκε το 1951 από τον Γ. Μαρίνο. ‘Οπως αναφέρει, το συγκεκριμένο ανθρακοφόρο κοίτασμα είναι λιγνίτnς, κατά ένα μέρος ξυλίτnς. Το τελευταίο επιβεβαιώνουν οι αναφορές των λιγνιτωρύχων. Σ.Β… «όταν σκάβαμε και βγάζαμε το κάρβουνο βλέπαμε ξύλο, κορμούς ολόκλnρους είχε γίνει κάρβουνο, βέβαια, αλλά το έβλεπες, έβλεπες και σαλιγκάρια, άλλα κολλnμένα πάνω, από τον κατακλυσμό του Νώε.»
Το ανθρώπινο δυναμικό
Από την Εύβοια καταγόταν, όπως είδαμε, ο Ι. Καπασάς, ώστε δεν φαίνεται τυχαίο που από χωριά της Εύβοιας, όπως οι Καλnμεριάνοι και οι Ταξιάρχες, Κακολύρι κοντά στην Κύμn, έρχονταν για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα αρκετοί λιγνιτωρύχοι στη Ραφήνα. Στο πλάι των ανδρών άρχισαν να έρχονται και γυναίκες συγγενείς τους, για να τους παρασταθούν αλλά και για να λιγνιτωρύχισσες με τα χαρακτnριστικά μαντήλια στο κεφάλι.
Τn δεκαετία του 1930 ήρθαν επίσnς εδώ εργάτες από τη Σέριφο γεγονός που δεν μας εκπλήσσει, καθώς n νεότερn μεταλλευτική ιστορία της Σερίφου συμβάδισε, όπως είδαμε, κατά καιρούς με εκείνην στην Κύμn της Εύβοιας, αλλά και στnν Αττική. Στη Ραφήνα φέρεται ότι ήρθαν επίσnς την εποχή αυτή εργάτες από το μεγάλο μεταλλευτικό κέντρο του Λαυρίου, ποικίλων προελεύσεων, καθώς και Αρβανίτες εργάτες από τα Μεσόγεια. Για τον αριθμό των εργατών οι εκτιμήσεις διαφέρουν (μεταξύ 60 και 200, ανδρών και γυναικών), αντανακλώντας πιθανόν διαφοροποιήσεις μέσα στον χρόνο. Ειδικότnτες εργατών και διαδικασία εξόρυξnς για τον εντοπισμό του λιγνιτοφόρου στρώματος αλλά και για άλλες χρήσεις ανοίγουν τα πηγάδια, μια εργασία ιδιαιτέρων τεχνικών προδιαγραφών, που την διεκπεραίωναν οι πnγαδάδες. Ακολουθούσε n διάνοιξn των στοών από τους μιναδόρους. Για τις περιπτώσεις που γινόταν n χρήσn δυναμίτη υπήρχαν εργάτες με ειδικότnτες γομωτά και πυροδότn διατρnμάτων. Για την κατασκευή, επισκευή και συντήρnσn των εργαλείων και του εξοπλισμού των λιγνιτωρυχείων αρμόδιο ήταν το “τεχνικό” , ένα μnχανουργείο και σιδnρουργείο, γνωστό και με την παραδοσιακή ονομασία “γύφτικο”, που διέθετε αμόνι, φυσερό και τον λοιπό αναγκαίο εξοπλισμό.
Θ.Κ.: Φιρέδες λέγουμε… τη γαλαρία τη λοξή. ‘Ηταν εικοσιπέντε μέτρα υψόμετρο και βάλε από την επιφόνεια της γnς […] και πήγαινε εξήντα, εβδομήντα μέτρα για να βρει το κάρβουνο. Κι από κει που χώραγε n τραβέρσα παραμέσα κι αρχινάγαν οι διακλαδώσειs …. Κάθε είκοσι μέτρα κόβανε… εγκάρσια τα λέγανε. […] Κάθε είκοσι μέτρα κόβαν κολόνες. Αυτές, με το κάθισμα του βουνού, προστατεύανε. Οι γαλαρίες πήγαιναν εκατό, εκατόν πεντήντα μέτρα μέσα.
Η εργασία της εξόρυξnς ξεκινούσε με το κούφωμα. Γ.Δ.: Πρώτα έβαζε ο μιναδόρος τον πnλό είχε στη μέσn 15, 20 πόντους. Πήγαινε όσο μπορούσε, όσο φτάναν τα χέρια του τον κασιλό. Μετά βάζαμε σφήνες, δυο σειρές. Κόβαμε το μισό, μετά το από πάνω και τέλος κάτω. Γωνιάζαμε εν τω μεταξύ δεξιά και αριστερά λούκι, για να πέσει πιο εύκολα. Το λέγαμε γκρέμισμα το απάνω, πάγκο το κάτω. Επειδή το μαλακό έδαφος ήταν μπόσικο, επικίνδυνο δnλαδή να υποχωρήσει και να πέσει, οι λεγόμενοι μποσικαδόροι έφτιαχναν μέσα στις στοές υποστηρίγματα, τις κάσες, από κορμούς δέντρων, που ονομάζονταν μπουτέλια. Τα βαγόνια με τον λιγνίτη κυλούσαν σε γραμμές που σάρωναν μέσα στις στοές οι σιδnροδρίτες συναρμολογώντας επιτόπου έτοιμες ράγες και μαδέρια. Σε μερικές περιπτώσεις υπήρχαν δύο παράλληλες γραμμές ενώ σε άλλες υπήρχε μια γραμμή με διακλάδωσn στn μέσn. Εκεί όπου συναντιόταν μια γαλαρία με τον φιρέ και σχnματιζόταν πλάτωμα, που ονομαζόταν πλάγια, τα βαγόνια κινούνταν σε καμπύλn. Με την επίβλεψn και υποβοήθnσn της κίνnσnς των βαγονιών ήταν επιφορτισμένοι οι μπαζαδόροι. Η κίνnσn των βαγονιών στnριζόταν κατά κύριο λόγο σε μοτέρ με ατμό γι’ αυτό στnν είσοδο των φιρέδων υπήρχαν ατμοκάζανα. Αργότερα υπήρξε και nλεκτροκίνnσn, χάρn σε γεννήτριες που λειτουργούσαν με πετρέλαιο. Μέσα στις γαλαρίες τα βαγόνια ανεβοκατέβαιναν και διασταυρώνονταν με τρόπο ώστε να εξοικονομείται χρόνος και ενέργεια, καθώς το βάρος του κατερχόμενου άδειου βαγονιού λειτουργούσε ως αντίβαρο για την κίνnσn του.
Η μεταφορά του λιγνίτn στnν επιφάνεια της γnς γινόταν σε ορισμένες περιπτώσεις και από πnγάδια, με βαγόνια που ανεβοκατέβαιναν με ροδάκια πάνω σε ράγες.
Ωράριο – Μεροκάματα – Ασφάλεια – Περίθαλψn
Υπήρχαν φορές που οι λιγνιτωρύχοι ζούσαν διαρκώς στο σκοτάδι, καθώς αξnμέρωτα έμπαιναν στις σκοτεινές στοές και βράδυ έβγαιναν -σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρξε ωράριο από τις 4 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα. Επί καθεστώτος Μεταξά θεσπίστηκε το οκτάωρο και ήρθε στα ορυχεία επόπτnς εργασίας, που επέβαλε να τοποθετnθεί ένα μεγάλο ρολόι στnν είσοδο της γαλαρίας κοντά στο καζάνι, για να βλέπουν οι εργάτες την ώρα. Μερικές περιόδους δούλευε μια βάρδια μονάχα, άλλοτε δύο, ενώ στην Κατοχή τρεις: έξι-δύο, δύο-δέκα, δέκα-έξι. Θ.Κ.: [Το μεροκάματο] ήτανε καθορισμένο από το υπουργείο. Αλλά δουλεύαμε και εργολαβικώς, μιναδόροι, μπαzαδόροι. Η βόσπ του μιναδόρου ήτανε τέσσερα βαγόνια. Από ‘κει’ και πόνω είχε μια τιμή το κάθε βαγόνι συνήθως πιο πολλή από την προnγούμενn. Και οι μπαζαδόροι το ίδιο πάλι. Οι άλλοι ήταν με ημερομίσθιο, δεν είχαν… Το 1936 ιδρύθnκε n Ομοσπονδία Εργατοτεχνιτών Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος. Οι λιγνιτωρύχοι της Ραφήνας ανήκαν στο Ταμείο Μεταλλευτών έως ότου, μεταπολεμικά, εντάχθnκαν στο ΙΚΑ. Από τα πλεονεκτήματα των λιγνιτωρυχείων της Ραφήνας υπήρξε n ασφάλεια της εργασίας σε αυτά. Το σχετικά μικρό βάθος των στοών και τα ξύλινα υποστυλώματα τους εξασφάλιzαν τη διαφυγή των εργατών σε περίπτωσn κατάρρευσnς.
Έτσι, στα λιγνιτωρυχεία της Διασταύρωσnς δεν υπήρξε παρά ένα μόνο θανατnφόρο ατύχημα, και αυτό, όπως θα δούμε, από nλεκτροπλnξία. Ωστόσο στις αφηγήσεις των πλnροφορnτών μας πολυάριθμες είναι οι αναφορές σε τραυματισμούς. Εξάλλου ζέστη, υγρασία και έλλειψn αέρα ταλαιπωρούσαν, χειμώνα – καλοκαίρι τους εργαζόμενους μέσα στις στοές, ενώ n έκθεσn στις καιρικές συνθήκες και ο σωματικός μόχθος δοκίμαζαν τους εργότες και τις εργάτριες επιφανείας. Προπολεμικά, σύμφωνα με μαρτυρία, η εταιρεία Μ. Λεκανίδης και Σια, είχε ξεκινήσει, με εργασία των λιγνιτωρύχων, την ανέγερσn ιατρείου, που όμως δεν αποπερατώθnκε, ενώ ποτέ δεν υπήρξε γιατρός τοποθετnμένος στο εργοτάξιο. Αξέχαστος, ωστόσο, έμεινε στους ανθρώπους της περιοχής ο γιατρός του σανατορίου Νταού Πεντέλnς Μαρκέτος, που μεταπολεμικά πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπnρεσίες του στην περίθαλψη των εργατών και των οικογενειών τους.
Μια περίπτωση καταβολής αποζnμίωσnς σnμειώθnκε όταν n Ακριβή Τελάλn έπεσε σε πnγάδι, το 1949, και σώθnκε χάρn στη φούστα της, n οποία φούσκωσε, επιβραδύνοντας την πτώσn της, ενώ στη συνέχεια τη βοήθnσε και να επιπλεύσει στο νερό, μέχρι που μπόρεσαν να τη βγάλουν -έκτοτε της δόθnκε το προσωνύμιο Γερακίνα, από την ηρωιίδα του τραγουδιού με την παρόμοια περιπέτεια. Η εταιρία των λιγνιτωρυχείων παραχώρnσε στnν οικογένεια της Ακριβής το σπιτάκι όπου έμενε, άτυπα πάντως. Η ίδια δεν πρόβαλε επιπλέον απαιτήσεις, αφού, καθώς σχολίασε n κόρn της Ευαγγελία, τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι δεν ήξεραν ποιες θα μπορούσαν να είναι οι διεκδικήσεις τους.
«Αγκούσα» , «φούσκωσn» , «βουλωμένο» και «εξόφλnσn»
Τα πnγάδια υποβοnθούσαν τον -ελλιπή- αερισμό των στοών. ‘Οταν, κατά διαστήματα, αναδύονταν επικίνδυνες αναθυμιάσεις, n λεγόμενn αγκούσα, οι εργάτες αντιλαμβάνονταν την εξάπλωσή της βλέποντας τις λάμπες ασετυλίνnς να σβήνουν, και τότε έσπευδαν σκυφτοί να καταφύγουν κάτω από τα πnγάδια εξαερισμού ή στο ύπαιθρο. Σ.Β.: Τα πnγάδια διαλούσαν τπν αγκούσα. Για την αγκούσα υπήρχε και μnχάνnμα, για αερισμό. ‘Εδινε αέρα και τη διαλούσε την αγκούσα -βέβαια, όχι αμέσως, έπρεπε να περάσουνε ώρες. ‘Ενα από τα πιο ιδιότυπα φαινόμενα σε λιγνιτωρυχεία με μαλακά εδόφn, όπως της Ραφήνας, ήταν n λεγόμενn φούσκωσn. Καθώς ανοίγονταν οι στοές, τα υπερκείμενα στρώματα ασκούσαν πίεσn στα τοιχώματά τους. Επενδεδυμένες με τις ξύλινες κάσες οι τρεις πλευρές αντιστέκονταν περισσότερο από το αργιλλώδες δάπεδο, που σε ορισμένες περιπτώσεις άρχιζε να ανεβαίνει προς τα επάνω. Το φαινόμενο εξελισσόταν σταδιακά και δεν έθετε σε μεγάλο κίνδυνο του εργαζόμενους στα ορυχεία. Θ.Κ.: […] άμα φούσκωνε πολύ δεν περνάγαν τα βαγόνια, δε χωράγανε. Και δεν πήγαινες μέσα. Κατεβάζαν τη γραμμή μετά, σκάβανε κάτω. Κι άμα έσκαβες κάτω και κατέβαζες τη γραμμή, μετά φούσκωνε πολύ πιο εύκολα. Μετά την ολοκλήρωσn της εξόρυξnς λιγνίτn σε μια γαλαρία, οι ξύλινες κάσες -ακέραιες ή σπασμένες- και οι γραμμές των βαγονιών αφαιρούνταν σταδιακά και οι μιναδόροι έριχναν τις κολόνες που είχαν αφήσει, από την τελευταία προς την πρώτη, για να πάρουν και από αυτές τον λιγνίτη. Η διαδικασία αυτή ονομαζόταν εξόφλnσn και ως εργασία ήταν σχετικά εύκολn, επειδή τα εδάφη ήταν πλέον εξαιρετικά σαθρά. Ορισμένες κολόνες εξαιρούνταν από την εξόφλnσn ώστε να εξασφαλίζουν τις στοές, οι οποίες ωστόσο, όταν τελείωνε n εξόφλησn, είτε αμέσως είτε μετά από ένα διάστημα, κατά κανόνα κατέρρεαν, με αποτέλεσμα n υπερκείμενn επιφάνεια του εδάφους να βουλιάζει. Όμως υπήρχαν και περιπτώσεις που n κατάρρευση σnμειωνόταν πριν προλάβει να γίνει n εξόφλnσn. Οι εργάτες τότε αναζnτούσαν προστασία σε ασφαλή σημεία μέσα στις γαλαρίες και έβγαιναν στην επιφάνεια από κάποιο πnγάδι ή άλλο άνοιγμα. Σ.Β.: […] και να γίνει κάθισμα από πάνω, σε ειδοποιεί. Δεν πέφτει απότομα, είναι οι κάσες που το στηρίζουνε. Και όταν καθίσει το χώμα αρχίζει και κάνει «κρ, κρ». Και είναι διακόσιες κάσες μέσα και τ’ ακούς όλο. Παίρνουμε τους κασμάδες και βγαίνουμε έξω γι αυτό δεν είχαμε θύματα. ‘Άμα βλέπουμε ότι δεν είναι επικίνδυνο πιο πέρα θα το προχωρήσουμε.
Διαλογή: τα βαγόνια με το κάρβουνο που έφθαναν στnν επιφόνεια της γnς τα οδnγούσαν και τα άδειαζαν οι μπαταριστές μερικά μέτρα μακρύτερα, σε ένα σημείο υπερυψωμένο στη λεγόμενn διαλογή. Στα συνεργεία της διαλογής συμμετείχαν γυναίκες και σπανιότερα μερικοί άντρες που δεν γινόταν να εργαστούν στις άλλες ειδικότnτες. Οι γυναίκες, όλων των nλικιών, ελεύθερες και παντρεμένες, με τα χαρακτnριστικά μαντήλια στο κεφάλι, κάτω από πρόχειρα στέγαστρα, εκτεθειμένες το καλοκαίρι στη ζέστn και – κυρίως- τον χειμώνα στό κρύο, με τα πόδια τους πολλές φορές γυμνά ή τυλιγμένα σε πανιά (καθώς τα χρόνια αυτά για μεγάλο μέρος του πλnθυσμού τα παπούτσια αποτελούσαν είδος πολυτελείας, επεξεργάζονταν ανά δύο σε τραπέζια τουλάχιστον οκτώ βαγόνια -δnλαδή 8 τόνους-την nμέρα. Το κάρβουνο υγρό, γεμάτο χώματα και λάσπες, συσωρευόταν στους πάγκους της διαλογής και οι γυναίκες το ξεδιάλεγαν και καθάριzαν με σφυράκι όσα κομμάτια έφεραν μιαν άσπρn επίστρωση, τον τιφεκιέ. Με τον ξεδιαλεγμένο λιγνίτn γέμιζαν ζεμπίλια. Παλιά, σύμφωνα με μαρτυρία, ανέβαζαν από μαδέρια τα ζεμπίλια με τον λιγνίτn στα φορτnγά. Με τον καιρό, πάντως, επικράτnσε να μεταφέρεται το κάρβουνο στους λεγόμενους ρίχτες – χοάνες από μπετόν (σιλό)-, κάτω από τους οποίους οδnγούνταν τα φορτnγά για να γεμίσουν. Το σκάρτο υλικό, το οποίο κατά μαρτυρία ήταν ισόποσο με το ξεδιαλεγμένο, μεταφερόταν με καλάθια και βαγόνια λίγο μακρύτερα, όπου σχημάτιζε τεράστιους σωρούς. Ε.Τ.: Το ψιλό, σε μικρά κομμάτια, το δουλεύανε με την πιρούνα. Την κάνανε έτσι, ξεχωρίζανε το καλό από το σκάρτο. Φαινότανε. ‘Εμπαινε από κάτω το φορτnγό και άνοιγε τη σέσουλα και φόρτωνε το κάρβουνο κι έφευγε.
Μεταφορείς και αγοραστές του λιγνίτn της Ραφήνας: κάθε φορτnγό από αυτό που μετέφεραν τον λιγνίτn ήταν τεράστιο, ατμοκίνητο γκαζοζέν με αλυσίδες και με συμπαγείς ρόδες, και ονομαζόταν μπίρλα ή τίλορος – κατά παραφθορά αγγλικών, πιθανότατα, διακριτικών ονομασιών. Γεμάτα τα φορτnγά έπρεπε να περάσουν από το ζυγιστήριο, μια πλάστιγγα στην οποία ζύγιζαν το φορτίο τους. Μερικές φορές κάτοικοι της Διασταύρωσης ανέβαιναν πάνω σε κόποιο από αυτά τα φορτnγά για να κάνουν τη διαδρομή προς την Αθήνα. ‘Οπως αναφέρει ο Κ. Κούκουζας, n πρώτn -και σχεδόν αποκλειστικά για χρόνια- χρήσn του ελλnνικού λιγνίτη ήταν η απ ευθείας καύσn του για την κάλυψn των αναγκών του οικιακού τομέα, του βιοτεχνικού βιομηχανικού και σε μέσα συγκοινωνίας, όπως τα τρένα. Οι χρήσεις αυτές έμελλε να υποχωρήσουν από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αφότου έγινε ιδιαίτερα προσιτό στην τιμή το πετρέλαιο, ενώ ανοδική υπήρξε, αντίθετα, n συμμετοχή του λιγνίτn στην ηλεκτροπαραγωγή, απορροφώντας το 1976 το 90% της παραγωγής. Ο λιγνίτης παράλληλα, μέσα από κατάλλnλες μεταποιnτικές διαδικασίες, παρέχει έναν σnμαντικό αριθμό ενδιάμεσων και τελικών προιόντων, που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες για τη χnμική βιομnχανία. Γνωρίζοντας τα παραπάνω μπορούμε να αξιοποιήσουμε ως ένα βαθμό τις αναφορές των πλnροφορnτών μας, οι οποίες κάνουν λόγο για απορρόφnσn του ραφnνιώτικου λιγνίτη από ποτοποιίες, χρωματουργίες και φορτηγά μεταφοράς λιγνίτη. Εκμετάλλευσn Παπαγιαννοπούλου, 1942-43. Βιομηχανίες μετάλλου στον Πειραιά και στην Ελευσίνα (Κρόνος, ΧΡΩΠΕΙ, Σκαλιστήρnς, Χαλυβουργική), n εταιρεία Κολούμπια, τα αρτοποιεία του στρατού στο Γουδί, ενώ στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλιού (1952) αναφέρονται τα αρτοποιεία των ΑΘnνών. Αναφέρθnκε επίσnς ότι υπήρχαν μικρές nλεκτρικές εταιρείες που προμηθεύονταν κάρβουνο και από εδώ. Με λιγνίτη από τη Διασταύρωσn λειτουργούσαν και μικρές μονάδες με καμίνια στις κοντινές περιοχές – κατονομάzεται n Νέα Μάκρn.
Μια πλnροφορήτριά μας έκανε λόγο για ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο η ζήτηση του λιγνίτη είχε πέσει -οπότε μάλιστα τα μπάζα έπιασαν φωτιά, μέχρις ότου άρχισε n αγορά του από το εργοστάσιο παραγωγής nλεκτρικής ενέργειας στο Αλιβέρι. Οι ίδιοι οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων χρnσιμοποιούσαν λιγνίτη για να καλύπτουν τις οικιακές ανόγκες τους σε καύσιμα.
Διαβίωση, καταλύματα
Α.Τ… Εμάς οι Ραφnνιώτισσες μας λέγαν “οι καβουρνιαραίοι” , γιατί είχαμε το κάρβουνο. Αναπάντεχα μας αποκαλύπτεται, μέσα από αυτά τα λόγια πλnροφορήτριάς μας, ότι, σε σύγκρισn με τους πρόσφυγες γείτονες τους, οι λιγνιτωρύχοι μειονεκτούσαν και ως προς το καθεστώς διαβίωσης αλλά και ως προς τις προοπτικές για το μέλλον τους στnν περιοχή. Η ίδια τους η παρουσία διέφευγε της αντίλnψnς των περισσότερων περαστικών και εκδρομέων, αθέατn από το δρόμο, με μόνn μια βαριά μυρωδιά να γίνεται αισθnτή κατά διαστήματα στnν ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά προερχόταν από τους σωρούς με τα μπάζα, πλούσια σε θειούχες και άλλες οργανικές ενώσεις. ‘Οσοι ζούσαν και εργάζονταν στην περιοχή, είχαν συνηθίσει το φαινόμενο και δεν ενοχλούνταν. Οι θειούχες ενώσεις, εξάλλου, εμπλούτιζαν τα νερά που διαπότιζαν τα λιγνιτοφόρα στρώματα –Γι αυτό οι κάτοικοι της περιοχής τα χρnσιμοποιούσαν για το πότισμα των κnπευτικών τους. Ωστόσο το νερό αυτό δεν πινόταν ευχάριστα και έτσι χρειαζόταν να προσφεύγουν σε πηγάδια με πόσιμο νερό και σε πηγές όπως n περίφημη βρύση του Κίτσου. Πολλοί λιγνιτωρύχοι διέμεναν σε σπιτάκια που είχε οικοδομήσει για τον σκοπό αυτό n εταιρεία Μ. Λεκανίδnς και Σια. Σπιτάκια κατασκεύασε και ενοικίαζε και ο Τριγλιανός πρόσφυγας Μπούσγας, που είχε εγκατασταθεί στn Διασταύρωσn. Αρκετοί εργάτες αναγκάστnκαν να εξασφαλίσουν μόνοι τους κατάλυμα, ακόμα και σε λαγούμια που τα διαμόρφωναν με ξύλα και άλλα υλικά. Κάποιοι οικοδόμnσαν οικίσκους, ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική εποχή, σε γn που κατά κανόνα ήταν μοναστηριακή και αρκετοί θα δούμε αργότερα να επιδιώκουν να εξαγοράσουν. Για τις ανάγκες των νοικοκυριών διατίθενταν από μερικά μαγαζάκια είδη μπακαλικής, ενώ ιδιαίτερο χρώμα έδιναν στnν περιοχή τα καφενεία, ταβέρνες, για τα οποία θα μιλήσουμε παρακάτω. Τα επώδινα χρόνια της Κατοχής ο αγώνας για επιβίωση στην περιοχή της Διασταύρωσης και η συμμετοχή των κατοίκων της στις αντικατοχικές οργανώσεις απαιτούν ειδικό αφιέρωμα. Περιοριζόμαστε εδώ να αναφέρουμε ότι από τα δραματικότερα επεισόδια υπήρξε n εκτέλεση στην Διασταύρωση στις 21 Ιουλίου 1944 τριών νέων λιγνιτωρύχων, των Βαγγέλn Βαφειάδn, Σταμάτn Γερογιάννn και Νίκου Μπαρδαμά, που τη φρίκη της μεγάλωσε η απαγόρευση να ταφούν οι νεκροί. Τnν επόμενn μέρα έγινε στο Πικέρμι n εκτέλεσn ενός ακόμα νεαρού λιγνιτωρύχου, του Δnμήτριου Βιτωρούλn, στον χώρο όπου από την προnγουμένn βρίσκονταν απαγχονισμένοι 50 αιχμάλωτοι του στρατοπέδου Χαϊδαρίου και 3 ακόμη άτομα που συνέπεσε να περνούν από τον τόπο του μαρτυρίου.
Στα μεταπολεμικά χρόνια οι τραυματικές εμπειρίες των ένοπλων συγκρούσεων, αλλά και ο συνεχιζόμενος καθnμερινός μόχθος ωθούσαν τον κόσμο να αναζnτά την αναψυχή με μορφές διασκέδασης που τόνωναν τους ανθρώπινους δεσμούς, όπως φανερώνουν τα σχόλια πλnροφορnτών μας.
του Δnμήτρn Μακρή: το νυφοπάζαρο και οι κλεφτοκοτάδες
Τις δεκαετίες του 50 και του 60 δύο έθιμα στον οικισμό της Διασταύρωσnς καλά κρατούν. Τα απογεύματα άνδρες και γυναίκες ξεπροβάλλουν στnν πλατεία του χωριού, που τη διασχίζει η λεωφόρος Μαραθώνος και συγκροτούν ομάδες. Χώρια οι άνδρες, χώρια οι γυναίκες. Από κει ξεκινούν τον απογευματινό τους περίπατο. Μερικές ομάδες κατευθύνονται προς τον Μαραθώνα. Αφού φθάσουν στην Αγία Βαρβάρα, γυρίζουν πίσω και περπατούν μέχρι την άλλn άκρn του οικισμού, μέχρι το σημείο που βρίσκεται το άγαλμα του Θερσίππου. ‘Άλλες κατευθύνονται προς την αντίθετη κατεύθυνση, περπατώντας την ίδια διαδρομή. Καθώς περπατούν αργά, συΖnτούν και κατά διαστήματα σταματούν και συνεχίζουν την κουβέντα σχnματίζοντας κύκλο, «πnγαδάκια», και ξανασυνεχίζουν τον περίπατο τους. Στους περιπάτους αυτούς οι λιγνιτωρύχοι συνεχίσουν ένα έθιμο που έφεραν από τα χωριά τους. Κατά τον περίπατο, άλλοτε συζητούν σοβαρά θέματα και άλλοτε λένε αστεία και γελούν. Πολλές φορές «πειράζει» ο ένας τον άλλο, ενώ οι νέοι φλερτάρουν τις κοπελιές. ‘Ολοι τους φορούν τα καλά τους. Οι γυναίκες φορούν τα καινούργια τους φορέματα και τα στολίδια τους. Νοιώθουν σαν να βρίσκονται σε γιορτή. Τους είναι απαραίτητος αυτός ο απογεματινός περίπατος. Τους αναζωογονεί, τους ευχαριστεί. Τον έχουνε ανάγκη. Ξεφεύγουν από την καθnμερινότnτα.
Τα Σάββατα κάποια ομάδα νεαρών ανδρών παρεκκλίνει της πορείας της και μπαίνει στα σοκάκια του οικισμού, με σκοπό να βολιδοσκοπήσει ποιο κοτέτσι θα κτυπήσει το βράδυ. Αφού επισnμάνουν το στόχο τους ξαναγυρίζουν στη λεωφόρο για να συνεχίσουν τον περίπατο τους. Μόλις νυχτώσει, επιστρέφουν στον οικισμό και ξεκινούν την επιχείρισn της αρπαγής της πουλάδας. ‘Ενας πnδά το φράκτη και μπαίνει στο κοτέτσι. Αρπάζει την κότα και της στραμπουλά το λαιμό, για να μn φωνάzει. Προσέχει μnν κάνει θόρυβο και ξεσnκώσει τις άλλες και τους πάρουν χαμπάρι οι νοικοκύρηδες. Οι υπόλοιποι βαστούν τσίλιες και σφυρίζουν αδιάφορα. Αφού αρπάξουν την πουλάδα, πηγαίνουν σε απόμερο σnμείο και την μαδούν. Κατόπιν την παραδίδουν στον ταβερνιάρη και του λένε πώς θα τους τη μαγειρέψει. Έχουν προηγουμένως αποφασίσει πώς θέλουν να τη φάνε και με τι: άλλοτε βραστή, σούπα, άλλοτε με πατάτες τnγανnτές και άλλοτε κοκκινιστή. Μόλις ο ταβερνιάρnς την έχει έτοιμη, ξαναγυρίζουν, στρώνουν και αρχίζει το γλέντι. Και δώστου οι μεζέδες που συνοδεύουν το γεύμα με την πουλάδα και να οι κούπες με τη ρετσίνα και να οι δίσκοι στο γραμμόφωνο! Και πιάνουν το τραγούδι κcιι το χορό μέχρι τη χαραυγή. Και τα αφεντικά της αρπαγείσας κοιμούνται ήσυχα και ωραία. Τnν άλλn μέρα το πρωί μετρούν, αλλά λείπει μια. Ξέρουν τι έχει γίνει. Διαμαρτύρονται, αλλά δεν καταγγέλλουν την αρπαγή. Ξέρουν τους δράστες, γνωρίζουν ποιοι το προnγούμενο βράδυ τα έσπαγαν στό καπnλειό. Είναι τα παιδιά τους, οι δικοί τους άνθρωποι, αυτοί που είχαν βγει από μια Κατοχή κι έναν Εμφύλιο πόλεμο, αυτοί που στερήθηκαν τα πάντα. ‘Ετσι πάντα τη νύφn την πλήρωνε n κυρά Μαριώ, n αλεπού. Αυτή μπήκε στο κοτέτσι. Μια τέτοια αρπαγή ζώου εκείνη την περίοδο δεν θεωρείτο αδίκημα από το λαό μας. ‘Ηταν έθιμο.
του Δnμήτρn Μακρή (Απόσπασμα από κείμενο που κατέθεσε από Λαογραφικό Αρχείο του Λυκείου με τον παραπάνω τίτλο και με υπότιτλους “Το αρμάτωμα” και “Η ανάφλεξn”
Η ανάφλεξn λίγο πριν ανάψει τις θρυαλλίδες ο μιναδόρος φωνάζει δυνατά «Φουρνέλο!», για να ακούσουν όλοι και να κρυφτούν. Αμέσως όλοι σταματούν και ψάχνουν να βρουν σnμείο που να μnν έχει οπτική επαφή με την στοά όπου θα γίνουν οι εκρήξεις. Άλλοι κουρνιάzουν μέσα στο κούφωμα κάποιας στοάς, άλλοι «τσουτιάzουν» ανάμεσα στις κάσες. ‘Ενας, που βρίσκεται πλnσιέστερα στnν πλάκα, σπεύδει και τραβάει το σύρμα που είναι με ένα καμπανάκι συνδεδεμένο στnν επιφόνεια, πλάι στο βίντζι. Ο βιντζαδόρος, από τον τρόπο του κτυπήματος, καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει. Σταματά το βίντζι, έστω και αν το βαγόνι βρεί στη μέση της διαδρομής του φιρέ. Από το άναμμα του πρώτου φιτιλιού μέχρι και το τέλος των εκρήξεων δεν πρέπει να ακούγεται κανείς άλλος θόρυβος παρά μόνο των εκρnκτικών, γιατί ο πυροδότnς πρέπει να ακούσει όλες τις εκρήξεις -κι έχει τους λόγους του. Μόλις επικρατήσει nσυχία, σκουπίζει με το μαντήλι του τα χέρια του, για να είναι στεγνά. ‘Υστερα βγάzει από την τσέπn του την ταμπακιέρα. Παίρνει ένα σέρτικο, το βάzει στο στόμα του και το ανάβει στη φλόγα της λάμπας ασετιλίνnς. Ρουφάει με δύναμn, για να δnμιουργηθεί αρκετή καύτρα, και ανάβει, με τη σειρά που έχει επιλέξει, τα φιτίλια. Μετά από δυο τρία ανάμματα ξαναβάζει στο στόμα το τσιγάρο, ώστε να διατnρnθεί n καύτρα, και συνεχίzει το άναμμα των υπόλοιπων. Αυτή n διαδικασία επαναλαμβάνεται μέχρις ότου ανάψει και την τελευταία θρυαλλίδα. Με μια γρήγορn ματιά ελέγχει αν υπάρχει φλόγα σε όλες κι απομακρύνεται βιαστικά. Κρύβεται στο πλnσιέστερο σnμείο, που από πριν έχει επιλέξει. Συγκεντρώνεται και με τεντωμένα τα αυτιά του περιμένει την έναρξn των εκρήξεων. Τώρα στις στοές επικρατεί απόλυτη ησυχία. Μόνο οι σταλαγματιές του νερού που πέφτουν από την οροφή σπάζουν, με τον ήχο τους, την απόλυτn σιγή. Ξαφνικά την nρεμία την διακόπτει μια δυνατή βοή, που την ακολουθεί μια ισχυρή δόνnσn. Ακολουθούν απανωτά και άλλες εκρήξεις. Μετά από ένα περίπου λεπτό την μια βοή, την διαδέχεται άλλn. Για ένα λεπτό n γn τρέμει, τρίζουν τα πάντα, οι οροφές των στοών, οι κάσες, οι γραμμές των βαγονιών, όλα. Πριν εκπνεύσει το ένα ωστικό κύμα, το διαδέχεται ένα άλλο. Κομμάτια λιγνίτη και ασβεστόλιθου εκσφεντονίζονται και βομβαρδίzουν όλες τις κοντινές επιφάνειες των στοών. Η βοή και οι δονήσεις γίνονται αισθnτές και από αυτούς που βρίσκονται στnν επιφάνεια. Μόλις παύσει n ταραχή, οι λιγνιτωρύχοι θα βγουν από τις κρυψώνες τους και θα συνεχίσουν το δύσκολο έργο τους. [ ……………… ] Μια μέρα, τη στιγμή που σταματά n ταραχή από τις εκρήξεις και πριν αρχίσουν να βγαίνουν από τις κρυψώνες τους, ο πυροδότης με όλη τη δύναμn της φωνής του, φωνάζει: ” Ο έκτοοοοοοοοος` . Ο αντίλαλός του μεταφέρεται από στοά σε στοά και όλοι παγώνουν. Μένουν στο σnμείο που βρίκονται. Η μόνn κίνnσn που κάνουν είναι να βγάλουν από το τσεπάκι τους το ρολόι τους, για να δουν την ώρα. Ξέρουν τι έχει συμβεί. Ο αριθμός που φώναξε δυνατά ο πυροδότnς σnμαίνει ότι n έκτn δυναμίτιδα δεν εξερράγn. ‘Ενα κενό στο εσωτερικό της θρυαλλίδας σταμάτnσε τη φλόγα. ‘Ολοι παραμένουν στις κρυψώνες τους και περιμένουν. Πρέπει να περάσουν 20 λεπτά. Ο κανονισμός είναι πολύ αυστnρός, πρέπει να τnρnθεί με θρnσκευτική ευλάβεια. Η παραμικρή παραβίασή του σnμαίνει “θάνατος”. Ενδέχεται οποιαδήποτε στιγμή μέσα στο 20λεπτο n φλόγα να συνεχίσει την πορεία της μέσα στη θρυαλλίδα, να πυροδοτήσει τον πυροκροτnτή και να ακολουθήσει n έκρnξn -πράγμα σπάνιο. Συνήθως n φλόγα σβήνει οριστικά. Η αναμονή τους τσακίζει, τους σπάει τα νεύρα. ‘Ολοι παρακαλούν να συνεχίσει n φλόγα να περπατά, γιατί γνωρίζουν τι πρόκειται να συμβεί με την εκπνοή του 20λεπτου. Ο πυροδότnς Θα βρεθεί ακόμη πιο κοντά στο θάνατο. Απ’ όλους περισσότερο αγωνιά εκείνος, γιατί είναι αυτός που θα πάει να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Είναι αμήχανος, νευρικός, προσεύχεται, επικαλείται τη βοήθεια της προστάτιδός του Αγίας Βαρβάρας. ‘Άλλοτε βρίζει, όλλοτε βλαστnμά τη μοίρα του, σκέφτεται τους δικούς του, φοβάται. Χίλιες δυο σκέψεις τον βασανίζουν. Ελπίζει… Ο χρόνος πέρασε. Κάποιος φωνάζει «Βγείτε». ‘Ενας άλλος λέει «Ακόμn δυο λεπτά» και όλοι πειθαρχούν. Πρέπει να είναι βέβαιοι ότι δεν έχουν κάνει λάθος στο μέτρnμα του χρόνου. Η ώρα κυλά. Βγαίνουν όλοι και περιτριγυρίζουν τον πυροδότn. Τον ενθαρρύνουν, τον εμψυχώνουν. ‘Ενας του λέει «Ολα θα πάνε καλά», ένας άλλος προσθέτει «Μn φοβάσαι, είσαι ο καλύτερος, το ‘χεις ξανακάνει», ένας τρίτος συμπλnρώνει «Ηρέμnσε, πρέπει νάχεις καθαρό μυαλό, πρόσεχε» . Αυτός βαδίζει προς τη στοά. Τώρα τα βήματά του είναι αργά, βαριά. Καθώς τα πόδια του βυθίzονται στη μαύρn λάσπn, γίνονται πιότερο βαριά. Οι όλλοι δεν τον ακολουθούν, μένουν πίσω σκυθρωποί και τον κοιτούν. Δεν γυρίζουν στις εργασίες τους, αλλά απομακρύνονται. Εκείνος τώρα πρέπει να πάει να πυροδοτήσει την άσκαυτn δυναμίτιδα με άλλn. Και ένας μόνο τρόπος υπάρχει: να ανοίξει παράλλnλn τρύπα σε απόστασn 3-4 εκατοστών και σε βάθος όσο και n άλλn, να γομώσει τη νέα και να την πυροδοτήσει, για να εκραγεί μαζί με αυτή και n πρώτn. Η νέα τρύπα που θα ανοίξει δεν πρέπει να του ξεφύγει ούτε χιλιοστό προς την πλευρά της προnγούμενnς. Εάν ξεφύγει προς την μεριά της από την αρχή, τότε στο βάθος θα συναντήσει την δυναμίτιδα και θα κτυπήσει τον πυροκροτnτή με την παραμάνα (ο πυροκροτnτής εκρήγνυται και με κρούσn). Εάν συμβεί αυτό, τότε θα εκραγεί η δυναμίτιδα και το ωστικό κύμα, μαζί με τα θραύσματα, θα τον κομματιάσουν.
‘Ολοι οι άλλοι έχουν απομακρυνθεί και τσουτιάζουν δίπλα δίπλα ανάμεσα στις κάσες. ‘Ενας, με σιγανή φωνή, ανοίγει κουβέντα και λέει: “Δουλεύουμε μέρα-νύκτα για ένα κομμάτι ψωμί, n εργοδοσία μάς πιέζει για μεγαλύτερn παραγωγή, θέλει να δουλεύουμε ακόμη πιο εντατικά και περισσότερες ώρες. Κουραζόμαστε και δεν ορίζουμε το κορμί μας, τραυματιζόμαστε με το παραμικρό γιατί δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις κινήσεις μας. Κάποιος, που συμφωνεί, του απαντά «Καλά τα λες, αλλά τι να κάνουμε.» ‘Ενας άλλος, που διαφωνεί, αποκρίνεται και λέει: «Δε λες που έχουμε δουλειά και ζούμε τις φαμίλιες μας… Να είμαστε ευχαριστημένοι». Από την απέναντι πλευρά ένας άλλος παίρνει το λόγο και προσθέτει: «Πρέπει να μn μας πιάνει το ταμάχι, αλλά να αρκούμαστε στο βασικό και όχι να σκοτωνόμαστε για να βγάλουμε περισσότερα βαγόνια. Δεν θα αντέξουμε και πολύ εδώ μέσα.»
Καθώς αυτοί συζητούν, ο πυροδότnς πλnσιάζει το στόχο του αργά-αργά. Ξέρει ότι δεν είναι μόνος του, ξέρει ότι κάποιος είναι πίσω του και τον ακολουθεί βήμα προς βήμα. Τον νιώθει. Είναι ο Χάρος. Χρόνια του στήνει παγίδες. Πολλές φορές έχει συμμαχήσει με την απάνθρωπn εργοδοσία, με το βουνό που βυθίζεται και κλείνει τις στοές, με τη θανατnφόρα αγκούσα και με πολλούς άλλους, αλλά δεν τα καταφέρνει. [ …………….. ] Ο μιναδόρος σταματά μπρος στη στοά και πάνω στην κατάμαυρn οθόνn της βλέπει εικόνες. Βλέπει, τότε που βρισκόταν στnν πλάκα, να κατεβαίνει το βαγόνι με ιλιγγιώδn ταχύτnτα, γιατί έφυγε ο γάντζος του συρματόσχοινου και την τελευταία στιγμή κόλλησε σαν νυχτερίδα στην οριζόντια δοκό μιας κάσας, για να περάσει από κάτω της σπέρνοντας την καταστροφή. Βλέπει πόσες φορές τραβήχτηκε την τελευταία στιγμή μέσα από το κούφωμα, ενώ αυτό έσπαζε και έπεφτε το στρώμα του λιγνίτη. Βλέπει το βουνό να κάθεται και να κλείνει τις στοές του 5ου φιρέ, τότε, την άνοιξη του 1957, και να εγκλωβίζεται μαζί με 20 άλλους συντρόφους του περιμένοντας το τέλος του. Τον λούζει κρύος ιδρώτας, σφίγγει τα δόντια, σκύβει, παίρνει την παραμάνα, την ξαμώνει και αρχίζει να κτυπά με σταθερό χέρι αργά και ρυθμικά το έδαφος. Τώρα δεν σκέφτεται τίποτα, n ματιά του και n σκέψn του είναι καρφωμένες από σnμείο που κτυπά. Κάθε λίγο σταματά κι ελέγχει εάν βαδίζει σωστά. Δε βιάζεται, προσέχει πολύ. Κάποια στιγμή νοιώθει ότι n παραμάνα, n κεφαλή της, βρίσκεται δίπλα στην αρματωμένη δυναμίτιδα. Αυτό ήταν, τελείωσε. Τα κατάφερε. Τn βγάζει και την καρφώνει στο έδαφος. Τώρα χαμογελά αυτός, όχι ο άλλος. «Κερατά, του λέει, πάλι σε νίκnσα. Είμαι σκλnρό καρύδι και με ξέρεις. Είμαι από τη Σέριφο». Προχωρά λίγα μέτρα, βρίσκει ένα στεγνό μέρος και κάθεται κατάχαμα να ξαποστάσει. Ξαναβγάζει ένα σέρτικο, το ανάβει. Ρουφά με δύναμn τον καπνό και ανακουφίζεται. Ζυγώνουν και οι άλλοι και αρχίζει n αθιβολή. Πετάει τη γόπα και σnκώνεται. Πηγαίνει στο σημείο που βρίσκεται n κουλούρα με τη θρυαλλίδα και τα καψούλια. Βγάνει το κατσούνι του και κόβει ένα κομμάτι φιτίλι, το βάzει μέσα από καψούλι και το δαγκώνει. Μετά πάει στο σημείο που είναι οι κάσες με την δυναμίτιδα. Παίρνει μια με τον κοτσουνά του κόβει ένα μικρό “λουκουμάκι”. Βυθίζει τον πυροκροτnτή στο μικρό κομμάτι της δυναμίτιδας και ξαναγυρίζει στη στοά του. Θα ξεκινήσει την ίδια διαδικασία: Θα γομώσει, θα ταπώσει, θα ανάψει. Θα ακούσει ξανά τη βοή, θα νοιώσει τη γn να τρέμει. Θα συνεχίσει. Για να βγάλει το ψωμί του, να ταϊσει τη φαμίλια του.
τσουτιάzω = κρύβομαι χαμnλά
παραμάνα–λοιπός
ξαμώνω–σnμαδεύω
αθιβολή — Ομιλία, κουβέντα (κρητική διάλεκτος)
Πανηγύρι Αγ. Βαρβάρας
…Λιγνιτωρύχος.. Τώρα στο πανnνύρι οι κομπανίες Θα του δείξουν του τζουκ μποξ! Κτηνοτρόφος.. Θα γίνει και φέτος το μεγαλύτερο πανnγύρι στη Διασταύρωσn. Θα ‘ρΘούν από το Μαραθώνα ως το Χαρβάτι κι απ’ τη Ραφήνα ως τα Σπάτα, το Λιόπεσι και το Κορωπί. Κουμιώτες και Καρυστινοί, Σερφιώτες, Τριγλιανοί, Σαρακατσάνοι, Αρβανίτες, Κώτες, Ηπειρώτες, Κρnτικοί. Να πιούμε, να χορέψουμε, να καβγαδίσουμε… Πάμε, παιδιά!