Κανείς ποτέ δεν πρέπει ν’ απελπίζεται, έστω κι αν έκανε πολλές αμαρτίες, αλλά να ελπίζει ότι θα σωθεί με τη μετάνοια.
Α
|
μαρτία θανάσιμη είναι εκείνη για την οποία ο άνθρωπος μένει αμετανόητος. Κανένας δεν είναι τόσο αγαθός και σπλαχνικός όσο ο Θεός. Τον αμετανόητο όμως ούτε Αυτός τον συγχωρεί.
Π
|
ολύ λυπόμαστε όταν κάνουμε αμαρτίες. Τις αιτίες τους όμως με ευχαρίστηση τις δεχόμαστε».
Π
|
ρόσεχε, αδελφέ, το πονηρό πνεύμα, πού φέρνει τη λύπη στον άνθρωπο. Γιατί είναι φοβερή η καταδίωξη πού σου κάνει, μέχρι να σε ρίξει κάτω.
Η κατά Θεόν λύπη, αντίθετα, είναι χαρά για σένα, γιατί βλέπεις τον εαυτό σου να στέκεται στο θέλημα του Θεού.
Εκείνος πού σου λέει: «Πού θα πάς για να ξεφύγεις; Μετάνοια δεν έχεις!», αυτός είναι εχθρός, πού πασχίζει να κάνει τον άνθρωπο να εγκαταλείψει την εγκράτεια. Γιατί η κατά Θεόν λύπη δεν έρχεται στον άνθρωπο με επιθετική ορμή, αλλά ειρηνικά, και του λέει:
«Μη φοβάσαι. Έλα πάλι». Γνωρίζει, βλέπεις, ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατος, και τον δυναμώνει.
Με γενναιοφροσύνη αντιμετώπιζε τους λογισμούς, και θα σου γίνουν ελαφρότεροι. Γιατί όποιον τους φοβάται, τον λυγίζουν κάτω από το βάρος τους.
Η δύναμη εκείνων πού θέλουν ν’ αποκτήσουν τις αρετές, φανερώνεται σε τούτο: Να μη μικροψυχήσουν αν συμβεί να πέσουν, αλλά πάλι να ρίχνονται στον αγώνα.
Και η αγαθότητα του Θεού φανερώνεται σε τούτο: Οποιαδήποτε ώρα επιστρέψει ο άνθρωπος από τις αμαρτίες του, τον υποδέχεται με χαρά, χωρίς να του λογαριάζει τα προηγούμενα σφάλματά του, όπως είναι γραμμένο για τον άσωτο υιό (Λουκ. 15:11-32). Αυτός άφησε την τροφή των χοίρων, δηλαδή τα σαρκικά του θελήματα, και γύρισε ταπεινωμένος στον πατέρα του. Γι αυτό κι εκείνος τον δέχθηκε, προστάζοντας αμέσως να του φορέσουν τη στολή της αγνότητας και τον αρραβώνα της υιοθεσίας, πού χαρίζει το Αγιο Πνεύμα.
(πρβλ. Ρωμ. 8:15, 23. Β’Κορ. 1:22, 5:5. Εφ. 1:13-14).
Γιατί ο Κύριός μας είναι ελεήμων και θέλει την επιστροφή του ανθρώπου, καθώς είπε:
«Αμήν αμήν λέγω υμίν, χαρά γίνεται έν τώ ουρανώ, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7).
Αφού Λοιπόν, αδελφοί, έχουμε το τόσο μεγάλο έλεός Του και τον πλούτο της ευσπλαχνίας Του, ας επιστρέψουμε κοντά Του μ’ όλη μας την καρδιά. Κι Αυτός θα μας δεχθεί φιλάνθρωπα και θα μας κάνει κοινωνούς της αιώνιας ζωής.
Αφού όμως επιστρέψεις, να κυριαρχείς στην καρδιά σου και να μην πέσεις σε ακηδία (δηλαδή σε πνευματική χαυνότητα) λέγοντας, «Πώς μπορώ εγώ, ένας αμαρτωλός άνθρωπος, να φυλάξω όλες τις αρετές;». Η μετάνοια όμως δεν σου ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατί όταν ο άνθρωπος αφήσει τις αμαρτίες του και επιστρέψει στο Θεό, αμέσως η μετάνοια του τον αναγεννάει και του δίνει, σαν σε βρέφος, γάλα από τους άγιους μαστούς της, και τον ανατρέφει σαν στοργική μάνα. Γιατί όσο το βρέφος βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του, εκείνη το φυλάει κάθε στιγμή από κάθε κακό. Κι όταν κλάψει, του δίνει αμέσως το μαστό της. Μετά, ανάλογα με την αντοχή του, το χτυπάει λίγο-λίγο και το φοβερίζει, για να δεχθεί έστω κι από φόβο το γάλα της και να μην έχει καρδιά ανυπότακτη. Αν όμως βάλει τα κλάματα, το σπλαχνίζεται -γιατί από τα σπλάχνα της βγήκε- και αρχίζει να το παρηγορεί και να το φιλάει και να το καλοπιάνει, ώσπου να δεχθεί το μαστό της. Αν κάποιος δείξει στο βρέφος χρυσάφι ή ασήμι ή μαργαριτάρια ή άλλα πράγματα του κόσμου τούτου, εκείνο τα παρατηρεί βέβαια με προσοχή, όσο όμως βρίσκεται στην αγκαλιά της μάνας του, όλα τα παραβλέπει προκειμένου να θηλάσει.
Κι εμείς λοιπόν, αδελφοί, ας φροντίσουμε για τους εαυτούς μας. Ας μείνουμε κάτω από τη σκέπη της μετάνοιας και ας θηλάσουμε γάλα από τους άγιους μαστούς της. Ας την αφήσουμε να μας θρέψει κι ας σηκώσουμε τον παιδευτικό ζυγό της, ώσπου ν’ αναγεννηθούμε από το Θεό, για να κάνουμε πια το θέλημά Του και να φτάσουμε «είς άνδρα τέλειον, είς μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4:13).
Π
|
ρόσεχε, αδελφέ, γιατί ο εχθρός πολεμάει με διάφορους τρόπους τους αγωνιστές. Και πριν μεν πραγματοποιηθεί η αμαρτία, ο εχθρός τη δείχνει στα μάτια τους πολύ μικρή. Προπαντός την επιθυμία της σαρκικής ηδονής τόση ασήμαντη την παρουσιάζει πριν γίνει πράξη, ώστε φαίνεται στον αδελφό ότι σχεδόν δεν διαφέρει καθόλου από το να του χυθεί στη γη ένα ποτήρι κρύο νερό. Μετά τη διάπραξη της αμαρτίας όμως, ο πονηρός την παρουσιάζει υπερβολικά βαριά στα μάτια εκείνου που αμάρτησε, σηκώνοντας εναντίον του μύρια κύματα λογισμών, έτσι ώστε, πνίγοντας μέσα σ’ αυτά τη λογική σκέψη του αδελφού, να τον καταποντίσει στο βυθό της απελπισίας.
Κι εσύ λοιπόν, αγαπητέ, γνωρίζοντας από πριν αυτές τις πανουργίες του εχθρού, πρόσεχε μη σε γελάσει και αμαρτήσεις. Αλλά κι αν έχεις ήδη πέσει σ’ ένα παράπτωμα, μην το συνεχίζεις, απελπισμένος για τη σωτηρία σου. Σήκω και γύρνα πίσω στον Κύριο και Θεό σου. Κι Εκείνος θα σ’ ελεήσει. Γιατί ο Δεσπότης μας είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν περιφρονεί όσους μετανοούν ειλικρινά, αλλά πρόθυμα και με χαρά τους δέχεται.
Όταν λοιπόν σου λέει ο εχθρός, «Χάθηκες, δεν μπορείς πια να σωθείς!», εσύ πες του: «Εγώ έχω Θεό εύσπλαχνο και μακρόθυμο, γι αυτό και δεν απελπίζομαι για τη σωτηρία μου. Εκείνος πού μας άφησε εντολή να συγχωρούμε το συνάνθρωπό μας «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22), ο Ίδιος, πολύ περισσότερο, θα συγχωρήσει τις αμαρτίες εκείνων που επιστρέφουν κοντά Του μ’ όλη τους την ψυχή».
Κι έτσι, με τη χάρη του Θεού, θα λυτρωθείς από τον πόλεμο.
Τ
|
ις αμελείς και ράθυμες ψυχές, έλεγε η μακάρια Συγκλητική, κι εκείνες πού από νωθρότητα δεν καταφέρνουν να προκόψουν στην αρετή, καθώς και όσες κυριεύονται εύκολα από την απόγνωση, πρέπει να τις ενθαρρύνουμε. Αν μάλιστα παρουσιάσουν ακόμα κι ένα μικρό καλό, να το θαυμάζουμε και να το μεγαλοποιούμε. Απεναντίας, και τα πιο σοβαρά και μεγάλα σφάλματά τους, να τα χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σαν πολύ μικρά κι ασήμαντα. Γιατί ο διάβολος, πού θέλει όλα να τα διαστρέφει για να μας κολάσει, προσπαθεί να κρύβει από τους αγωνιστές και τους επιμελείς στην άσκηση τις αμαρτίες τους, κάνοντάς τους να τις ξεχνούν, για να τους ρίξει έτσι στην υπερηφάνεια. Ενώ, αντίθετα, στις αρχάριες και αστερέωτες ψυχές παρουσιάζει εξογκωμένα τα αμαρτήματά τους, για να τις ρίξει σε απελπισία.
Να πώς πρέπει λοιπόν να παρηγορούμε τις ψυχές αυτές που κλονίζονται: Να τους θυμίζουμε την απέραντη συμπάθεια και αγαθότητα του Θεού.
Να τις βεβαιώνουμε πώς ο Κύριός μας είναι πολυέλεος και σπλαχνικός και μακρόθυμος, έτοιμος πάντα να ανακαλέσει την καταδίκη των αμαρτωλών ανθρώπων (πρβλ. Ιωήλ 2:13). Σ’ αυτές τις ψυχές να φέρνουμε και μαρτυρίες από τις άγιες Γραφές, πού να φανερώνουν την απροσμέτρητη συμπάθεια του Θεού σ’ εκείνους πού αμάρτησαν και μετανόησαν.
Να τους λέμε, για παράδειγμα:
❖ Πώς η Ραάβ ήταν πόρνη, αλλά σώθηκε χάρη στην πίστη της (Ιησ. Ναυή 2:1 κ.ε. Εβρ. 11:31).
❖ Πως ο Παύλος ήταν διώκτης, έγινε όμως σκεύος εκλογής (Πράξ. 9:1 κ.ε.)
❖ Και πώς ο ληστής λεηλατούσε και σκότωνε, αλλά μ’ έναν του μόνο λόγο άνοιξε πρώτος τη θύρα του παραδείσου (Λουκ. 23:39-43).
❖ Να τους λέμε ακόμα για τον ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθ. 9:9-13) και τον τελώνη (Λουκ. 18:9-14) και τον άσωτο (Λουκ. 15:11-32)
και κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση. Και με όλ’ αυτά να στηρίζουμε τις αδύνατες ψυχές, γλιτώνοντάς τες από την απόγνωση.
Τις ψυχές πάλι που κυριεύονται από την υπερηφάνεια, να τις διορθώνουμε με πιο εντυπωσιακά παραδείγματα.
Να ενεργούμε δηλαδή σαν τους πολύ έμπειρους κηπουρούς, πού, όταν δουν ένα φυτό καχεκτικό και ασθενικό, το ποτίζουν με άφθονο νερό και το περιποιούνται με πολλή φροντίδα, για ν’ αναπτυχθεί κα να δυναμώσει. Ενώ, αντίθετα, όταν δουν σ’ ένα φυτό πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τα περιττά, για να μην ξεραθούν σύντομα. Αλλά και οι γιατροί, σ’ άλλους αρρώστους συνιστούν πολυφαγία και κινητικότητα, ενώ σ’ άλλους επιβάλλουν μακρόχρονη δίαιτα και ακινησία».
νας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο Θεός δέχεται τη μετάνοια του αμαρτωλού.
Και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς λόγους, είπε:
– Πες μου, αγαπητέ. Αν σχιστεί το χιτώνιό σου, το πετάς;
– Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι.
– Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, του είπε τότε ο γέροντας, δεν θα λυπηθεί ο Θεός το δικό του πλάσμα;
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
– Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω να μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια.
– Πολύ είναι, του λέει ο γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, πού βρίσκονταν εκεί:
– Φτάνουν σαράντα μέρες;
– Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πώς, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ’ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν’ αμαρτάνει πια, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός.
Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα:
– Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός;
Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:
– Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό να κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο, ο Ίδιος;
Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο να συγχωρεί «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη:
– Τι να κάνω, αββά, πού έπεσα;
Του λέει ο γέροντας:
– Να σηκωθείς.
– Σηκώθηκα και ξανάπεσα.
– Να σηκωθείς πάλι και πάλι.
– Μέχρι πότε;
Μέχρι πού να σε βρει ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σ’ όποια κατάσταση βρεθεί τότε ο άνθρωπος, σ’ αυτή και φεύγει.
Σ’ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς και του λέει:
– Δεν είσαι χριστιανός!
Μα ο αδερφός του αποκρίθηκε:
– Ό,τι και να’ μαι, τώρα σ’ αφήνω και φεύγω!
– Σου το λέω, θα πάς στην κόλαση! Επέμεινε ο σατανάς.
– Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός.
Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε. Ο αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής.
Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα:
– Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ούκ έστι σωτηρία αυτώ έν τώ Θεώ αυτού;» (Ψαλμ. 3:3).
– Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ’ όποιον αμάρτησε.
Του λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια να τον σώσει, και έτσι προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στα βάραθρα της απογνώσεως. Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει να τους διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια:
«Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει έκ παγίδος τους πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).