Άγιου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
(Εκ της Γ’ Πραγματείας του περί Ιερωσύνης)
(Μετάφρασις Μιχ. Γαλανού, 1926)
πηγή: Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
Αναγινώσκω ότι πάσαν την κρίσιν έδωκεν ο Πατήρ τω Υιώ (Ιωάν. Ε’ 22). Βλέπω δε εξ άλλου ότι ο Υιός την κρίσιν ταύτην ενεχείρισεν ολόκληρον εις τους ιερείς… Χωρίς ιερωσύνην, ούτε την ψυχικήν μας σωτηρίαν δυνάμεθα να κατορθώσωμεν, ούτε τα αιώνια αγαθά να αποκτήσωμεν!
Διατί οφείλομεν να τιμώμεν τους ιερείς, να πειθαρχώμεν εις αυτούς και να μη τους κακολογώμεν.
(Εκ της 86ης ομιλίας του εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον)
Οφείλομεν να περιβάλλωμεν με πολλήν τιμήν τους λειτουργούς της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Διότι μέγα είναι το αξίωμα των Ιερέων. Το φανερώνει και μόνος ο λόγος του Χριστού, αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς (Ιωάν. Κ’ 23). Δια αυτό και ο Παύλος λέγει: πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε (Εβρ. ΙΕ’ 17). Εννοεί με αυτό ότι η τιμή μας προς τους ιερείς πρέπει να είναι πλήρης, ότι οφείλομεν προς αυτούς όχι σεβασμόν μόνον, αλλά και πειθαρχίαν και ύπακοήν.
Διότι συ μεν έχεις να μεριμνήσης μόνον δια την ιδικήν σου ψυχικήν σωτηρίαν. Διέθεσες καλώς τα κατ’ αυτήν; Σου είναι αρκετόν. Δια τον ιερέα όμως το πράγμα είναι πολύ διαφορετικόν. Δεν φθάνει να φροντίση δια τον εαυτόν του˙ οφείλει να μεριμνήση επιμελώς και δια την ψυχήν την ιδικήν σου. Και αν δεν ήθελε να το κάμη, πηγαίνει εις την κόλασιν μαζί με τους πονηρούς, όχι δια τα ιδικά του, τα προσωπικά του αμαρτήματα, αλλά δια τα αμαρτήματα του ποιμνίου του, καθ’ ην περίπτωσιν δεν έκαμεν ό,τι εξ αυτού εξηρτάτο, δια να το κατάρτιση καλώς˙ ένας επί πλέον λόγος, όχι μόνον δια να σέβεσθε τον Ιερέα, αλλά και δια να τον περιβάλλετε με πολλήν αγάπην και με μεγάλην συμπάθειαν.
Μ’ αυτά, τα όποια λέγω, δεν επιδοκιμάζω εκείνους, οι οποίοι διαχειρίζονται αναξίως την ιερωσύνην των, άπ’ εναντίας, τους οικτείρω πολύ και τους κλαίω.
Περί του μεγίστου κακού, το οποίον φέρουν αι κακολογίαι κατά των ιερέων και αι κοσμικοί επεμβάσεις εις την διοίκησιν της Εκκλησίας.
(Εκ του Β’ λόγου εις Ακύλαν και Πρίσκιλλαν)
Είναι, δυστυχώς, βέβαιον ότι πολλοί λαϊκοί αγαπούν να παραμεγαλώνουν μικρά σφάλματα, εις τα οποία ημπορεί να περιπέση και ο ιερεύς, ως άνθρωπος και αυτός, δεν λείπουν δε και οι πρόθυμοι συκοφάνται και διαβολείς των ιερέων.
Συ όμως θέλεις να είσαι πράγματι ευσεβής; Φυλάξου από το να ύβρίζης και κακολογής τους ιερείς, έστω και αν ήθελε να είναι ελαττωματικοί εις το ποιμαντικόν και διδακτικόν των έργον. Διότι, εάν δια τον σωματικόν γονέα λέγει ένας σοφός καν απολίπη σύνεσιν, συγγνώμην έχε (Σοφίας Σειράχ Γ’ 15), ήτοι, και αν καταντήση ανόητος, συ οφείλεις να τον συγχωρής, πολύ περισσότερον χρεωστούμεν να φυλάττωμεν τον νόμον αυτόν, προκειμένου δια τους πνευματικούς γονείς μας. Θα το φυλάττωμεν δε, εάν δεν κρίνωμεν τους ιερείς, αλλά κρίνωμεν τον εαυτόν μας, δια να μη ακούσωμεν κατ’ εκείνην την ημέραν, υποκριτά, τι βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ ου κατανοείς δοκόν; (Ματθ. Ζ’ 3).
Δια τους ζητούντας να δικαιολογήσουν τας κατακρίσεις των.
Και μη ζήτησης να δικαιολογηθής με το ότι: θα κατέκρινα, αν έλεγα ψεύματα. Εγώ όμως λέγω αληθινά, ώστε δεν κατακρίνω. Και εάν, αληθινά, κατακρίνης, και πάλιν εγκληματείς. Διότι και ο φαρισαίος ηλήθευεν, όταν κατέκρινε τον τελώνην, αλλά αυτό δεν τον ωφέλησε διόλου! Δια την κακολογίαν του έχασε και κάθε αξιομισθίαν του!
Ενδιαφέρεσαι πράγματι δια τον πλησίον σου; Λυπήσου τον ειλικρινώς, προσευχήσου υπέρ αυτού προς τον Θεόν, πήγαινε και εύρε τον κατ’ ιδίαν και συμβούλευσέ τον και παρακάλεσε τον να φροντίση δια την διόρθωσίν του.
Ημάρτησεν ο αδελφός σου; Δείξε του αγάπην, πείσε τον ότι ομιλείς δια το αμάρτημα του από αδελφικόν ενδιαφέρον, όχι δια να τον θεατρίσης και δείξε του με κάθε τρόπον την προς αυτόν στοργήν σου, αν, αληθινά, επιθυμής να τον ιατρεύσης.
Όταν κακολογούν άλλοι.
Δεν κακολογείς όμως εσύ. Είσαι αξιέπαινος, άλλ’ αυτό μόνον δεν αρκεί, οφείλεις ακόμη, όταν, επί παρουσία σου, κακολογούν άλλοι, να φράσσης τας ακοάς σου.
Να είπωμεν και το γελοίον εκείνο; Πολλές φορές, ο κακολόγος, αφού εδυσφήμησε τον άλλον με παντοίας αποκαλύψεις και διαβολάς, εις το τέλος, παρακαλεί τους ακροατάς του και τους εξορκίζει να μη ειπούν τίποτε εις κανένα! Ερωτώ τον έντιμον αυτόν σπερμολόγον αντί να παρακαλής να κρατηθούν μυστικαί αι κακολογίαι σου, δεν ήτο προτιμότερον να μη τας ειπής διόλου; Τι δε θέλεις τώρα ν’ αποδείξεις; Ότι ενδιαφέρεσαι δια την υπόληψιν του θύματος σου; Υποκριτά! Τον επρόδωκες πρώτον και κατόπιν θέλεις τάχα να τον προστατεύσης!
Ήκουσες κακολογίαν; θάψε την.
Δι’ αυτό σε συμβουλεύει ο σοφός της Γραφής, ήκουσες λόγον; εν αποθανέτω σοι (Εκκλησ. ΙΘ’ 10). Ήκουσες, λέγει, κακόν λόγον δια κανένα; Θάψε τον εντός σου. Οφείλεις μάλιστα και να φεύγης, όπου αρχίσουν να επικρίνουν και να κατακρίνουν και να κακολογούν! Αν όμως συνέβη να γίνη ποτέ κακολογία επί παρουσία σου, χώσε την εις τα κατάβαθα της ψυχής σου, σύμπνιξέ την, λησμόνησέ την, δια να μη γίνης όμοιος προς εκείνους, οι οποίοι μεταδίδουν τας σπερμολογίας και τας διαβολάς, και δια να μην εκτεθής εις τας ανησυχίας και τους κινδύνους, οι οποίοι, πολλές φορές, ευρίσκουν τους κακολόγους!
Άθλιαι συνέπειαι της κακολογίας.
Η μανία της κατακρίσεως προχωρεί και μέχρι του μοναχού! Λαϊκοί, οι οποίοι ζουν άσωτα ή διαπράττουν μυρίας άρπαγας και πλεονεξίας καθ’ εκάστην, κακολογούν τον μοναχόν, ο οποίος έχει κάποια βιωτικά μέσα και ενδύεται με κάποιαν ευπρέπειαν. Και σκανδαλίζονται οι σεμνότατοι άνθρωποι, εάν ένας καλόγηρος ήθελεν εξέλθει ενίοτε από την πολύ αυστηράν δίαιταν, να τον καταγγέλλουν ως επικούρειον, ενώ οι ίδιοι γαστριμαργούν και πίνουν ή και μεθύουν και κραιπαλούν συχνά! Δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν των ότι, τοιουτοτρόπως, επιβαρύνουν τρομερά τα αμαρτήματά των και στερούν τον εαυτόν των από κάθε απολογίαν!
Ύστερον από την τοιαύτην διαγωγήν σου, πως θα ζήτησης από τον Θεόν να μη σε κρίνη αυστηρά; Εάν θέλης επιεική κρίσιν δια τον εαυτόν σου, διατί, τότε, συ κρίνεις τόσον πικρά τον πλησίον σου και είσαι τόσο ανηλεής δια τον ιερέα και δεν εννοείς να παράβλεψης ουδέ τα ελάχιστα σφάλματα του; Θα κριθής, λοιπόν, με τα ίδια σου μέτρα και δεν θα δύνασαι να παραπονεθής ότι σου ζητούνται βαρείαι ευθύναι! Ο Χριστός σου το φωνάζει. Διατί δεν τον ακούεις; ω μέτρω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν (Ματθ. Ζ’ 1).
Διατί δεν δικαιούσαι να κρίνεις τον ιερέα.
Αλλά λέγεις: Δεν έχω, λοιπόν, εγώ το δικαίωμα να κρίνω τον ιερέα; Όχι, δεν δικαιούσαι,.Εάν οι λαϊκοί είχον το δικαίωμα να ερευνούν τον βίον και την πολιτείαν των πνευματικών των ποιμένων, δια να αποφασίζουν αν πρέπη να πειθαρχούν εις αυτούς ή να ανταρτεύουν, τότε, οι αρχόμενοι θα έθεταν τον εαυτόν των επάνω από τους άρχοντας και το παν θα εγίνετο άνω κάτω, θα ήσαν άνω τα πόδια και κάτω η κεφαλή. Ή δεν ακούεις τον Χριστόν, ο οποίος λέγει: μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε; (Ματθ. Ζ’ 1), και τον Παύλον, ο οποίος μας φωνάζει, Συ τι κρίνεις τον αδελφόν σου; (Ρωμ. ΙΔ’ 10). Εάν τον αδελφόν σου έχεις καθήκον να μη κρίνης, πολύ περισσότερον οφείλης ν’ απέχης από του να κρίνης τον ιερέα. Ο Θεός σου το απαγορεύει. Πως το τολμάς εσύ;
Επί τέλους περίμενε τον Κριτήν.
Εξήτασες όμως επιμελέστατα και επληροφορήθης ακριβέστατα και έχεις πεισθή πλέον τελείως; Και, αν τυχόν τοιουτοτρόπως είναι το πράγμα, το καθήκον σου και πάλιν είναι να περιμένης τον Κριτήν και να μη σπεύδης και αρπάζης την θέσιν του Χριστού. Εις Εκείνον ανήκει η κρίσις, όχι εις εσέ.
Δια τους φρονούντας ότι αυτοί είναι καλύτεροι από τον ιερέα.
Άλλ’ ο ιερεύς, λέγει, οφείλει να είναι καλύτερος μου. Ώστε είσαι πεπεισμένος ότι συ είσαι καλύτερος από τον ιερέα! Ας υποθέσωμεν ότι είσαι πράγματι. Λησμονείς όμως ότι, όποιος καυχάται δια την αρετήν του, έχασε κάθε αξιομισθίαν! Νομίζεις ότι είσαι καλύτερος! Και δεν στενάζεις, λοιπόν, και δεν κτυπάς το στήθος σου και δεν κύπτεις κάτω και δεν μιμείσαι τον τελώνην; Τότε, ταλαίπωρε, κατέστρεψες τον εαυτόν σου, έστω και αν ήσουν αληθινά καλύτερος!
Είσαι καλύτερος; Σιώπα, δια να μείνης τοιούτος. Εάν το είπης, έχασες το παν! Και δεν αρκεί μόνον να μη το είπης, Δεν πρέπει ούτε η ιδέα να σου πέραση ότι είσαι καλύτερος. Ενώπιον του θεού κερδίζει όποιος φρονεί ότι είναι δυνατόν όλοι οι άλλοι να είναι καλύτεροι του.
Υπέρ του μη καταλαλείν τον ιερέα.
Ας μη καταλαλώμεν, λοιπόν, παρακαλώ, τους ιερείς, και ας μη γινώμεθα αυστηροί εξετασταί των δια να μη ζημιώνωμεν τους εαυτούς μας. Μη λησμονής ότι ιερεύς σε εβάπτισε και σ’ έκαμε χριστιανόν και ότι προς τους ιερείς – τους πνευματικούς μας πατέρας – οφείλομεν όχι ολιγώτερον σεβασμόν από εκείνον, τον οποίον χρεωστούμεν προς τους σωματικούς γονείς μας.
Σεβάσου, λοιπόν, τον ιερέα, διότι αυτός κάθε ημέραν διακονεί και δι’ εσέ. Δι’ εσέ μεταβαίνει εις τον ναόν του Θεού και αναγινώσκει τας Γραφάς. Δι’ σε εύχεται και παρακαλεί τον Θεόν και τον καθικετεύει.
Δια σε, όπως και δια τον λοιπόν λαόν, είναι όλη η ιερατική του διακονία. Σεβάσου, λοιπόν, όλα αυτά, τήρει τα πάντοτε εις τον νουν σου και έχε την φρόνησιν και την ευγένειαν να φέρεσαι προς τον ιερέα με ευλάβειαν βαθυτάτην!
Εκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ
Θεσσαλονίκη