Το 1994 η Βουλή των Ελλήνων έλαβε ομοφώνως την απόφαση να ορίσει τη 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον μικρασιατικό Πόντο. Η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας οφείλεται σε ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, που σφράγισε τη μοίρα των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 19 Μαΐου 1919, μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, αυτονομήθηκε από την επίσημη οθωμανική κυβέρνηση και οργάνωσε τις παλιές εθνικιστικές συμμορίες οι οποίες βαρύνονταν με την εξόντωση των Ελλήνων, των Ασσυροχαλδαίων και των Αρμενίων κατά την περίοδο του πολέμου (1914-1922).
Στόχος του ήταν η ανατροπή των μεταπολεμικών πολιτικών διευθετήσεων.
Η πορεία του Μουσταφά Κεμάλ που ξεκίνησε το 1919 από τη Σαμψούντα, κατέληξε λίγα χρόνια μετά στη Σμύρνη, στη συντριβή των Ελλήνων στο μικρασιατικό μέτωπο και στο ολοκαύτωμα της Ιωνίας το Σεπτέμβριο του 1922.
- 1908 Κίνημα Νεότουρκων στην οθωμανική Θεσσαλονίκη. Οι στρατιωτικοί εθνικιστές καταλαμβάνουν την εξουσία και υποβαθμίζουν την παραδοσιακή (υπερεθνική και μουσουλμανική) οθωμανική εξουσία του σουλτάνου. Το νεοτουρκικό-παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει στη δημιουργία μιας νέας αυτοκρατορίας καθαρά τουρκικής, απαλλαγμένης από κάθε άλλη εθνική ομάδα.
- 1910 Οι Νεότουρκοι λαμβάνουν αυταρχικά, κατασταλτικά μέτρα κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας.
- 1911 Τον Οκτώβριο αποφασίζεται και επισήμως στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, σε συνέδριο του νεοτουρκικού Κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος», η εξόντωση ή η αφομοίωση διά της βίας των χριστιανικών πληθυσμών.
- 1912 Η αυταρχική αντιμειονοτική πολιτική των Νεότουρκων συσπειρώνει τα έως τότε εχθρικά και ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, με αποτέλεσμα τη συντριβή των Οθωμανών κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και την απώλεια μεγάλου μέρους των ευρωπαϊκών εδαφών.
- 1913 Οι Νεότουρκοι οργανώνουν το «Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών» με στόχο την εκτόπιση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Παράλληλα δημιουργούν έναν παρακρατικό ένοπλο μηχανισμό (Teskilat i-mahsusa) για την υλοποίηση των βίαιων αποφάσεων.
- 1914 Τον Απρίλιο του 1914 πραγματοποιούνται οι πρώτες μαζικές διώξεις κατά των Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη. Τον Μάιο διατυπώνεται (χωρίς επιτυχία) στην ελληνική κυβέρνηση η πρόταση περί ανταλλαγής πληθυσμών. Τον Ιούνιο ξεκινά το πογκρόμ κατά των Ελλήνων στη Δυτική Μικρά Ασία με αποκορύφωμα την καταστροφή της ιωνικής Φώκαιας. Παράλληλα περιορίζεται η δυνατότητα των χριστιανικών πληθυσμών στην αγορά εργασίας, εντείνονται οι διώξεις και οι εσωτερικές εκτοπίσεις, ενώ οι στρατεύσιμοι αποστέλλονται σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας.
Θεωρείται ότι τότε ξεκίνησε η πρώτη φάση της Γενοκτονίας που διήρκεσε μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με δεκάδες χιλιάδες θύματα από τον άμαχο πληθυσμό.
- 1915 Οι ήττες των Νεότουρκων στο ανατολικό μέτωπο από τους Ρώσους επέσπευσαν τις αποφάσεις τους για τη Γενοκτονία των Αρμενίων, η οποία άρχισε τον Απρίλιο και περατώθηκε εντός λίγων μηνών με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Την ίδια εποχή η μοναρχική κυβέρνηση της Ελλάδας, ακολουθώντας φιλογερμανική πολιτική καθ’ υπόδειξιν του Ιωάννη Μεταξά, απέχει από τις προσπάθειες των Συμμάχων να κατανικήσουν τους Νεότουρκους και να επισπεύσουν το τέλος του πολέμου.
- 1916 Αρχίζει η Γενοκτονία στις περιοχές του δυτικού Πόντου, ενώ ο ρωσικός στρατός καταλαμβάνει τον ανατολικό Πόντο και δημιουργεί την υπό ρωσικό έλεγχο Προσωρινή Κυβέρνηση της Τραπεζούντας.
- 1917 Η πολιτική της εθνικής εκκαθάρισης συνεχίζεται έως το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα εισέρχεται στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων μετά την άνοδο του βενιζελικού χώρου στην εξουσία.
- 1918 Μετά την μπολσεβικική επανάσταση και τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ (Φεβρουάριος), οι Ρώσοι εγκαταλείπουν τις περιοχές του ανατολικού Πόντου και του Καυκάσου (Καρς και Αρνταχάν). Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι καταφεύγουν ως πρόσφυγες στις ρωσικές περιοχές. Τον Οκτώβριο οι Νεότουρκοι παραδίδονται στους Συμμάχους και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπολογίζει ότι σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περισσότεροι από 400.000 Έλληνες υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν, ενώ δεκάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους.
- 1919 Οι πρόσφυγες από Πόντο, Ιωνία, Ανατολική Θράκη αρχίζουν να επιστρέφουν στις πατρίδες τους ελπίζοντας στην πολιτική και κοινωνική χειραφέτησή τους. Τον Μάιο αποβιβάζεται ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη εκ μέρους των Συμμάχων, ενώ την ίδια περίοδο αυτονομείται ο Oθωμανός αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ και προσπαθεί να συγκροτήσει τον εθνικιστικό στρατό του στην Ανατολία. Την ίδια εποχή το ποντιακό αντάρτικο προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση του στον Πόντο.
- 1920 Οι συνομιλίες στα Συνέδρια Ειρήνης καταλήγουν στην απόδοση του σαντζακίου Σμύρνης στην Ελλάδα υπό όρους, και στην άμεση ένωση της Ανατολικής Θράκης. Ο Πόντος εξαιρείται των ρυθμίσεων. Η Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος), που επιβεβαιώνει τα κέρδη της ελληνικής πλευράς, ρυθμίζει τα της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτελεί την αντίστοιχη της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Ο Μουσταφά Κεμάλ αναπτύσσεται και συνεργάζεται με τις παλιές παρακρατικές ακροδεξιές νεοτουρκικές ομάδες, οι οποίες ξεκινούν και πάλι τη Γενοκτονία κατά των ελληνικών πληθυσμών από την περιοχή της Βιθυνίας. Με τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 οι αντιβενιζελικοί ανεβαίνουν και πάλι στην εξουσία με αντιπολεμικά συνθήματα, ενώ είχε δημιουργηθεί προεκλογικά ένα μεγάλο αντιπολεμικό βασιλοκομμουνιστικό μέτωπο που υπονόμευε την πολεμική προσπάθεια.
Το βενιζελικό σχέδιο, για κοινή ελληνοβρετανική δράση κατά των κεμαλικών και για ένταξη της περιοχής του Πόντου στην πολεμική προσπάθεια, εγκαταλείπεται. Τον Δεκέμβριο οι κεμαλικοί σε συντονισμό με τους Μπολσεβίκους συντρίβουν το αρμενικό κίνημα.
- 1921 Από την άνοιξη του 1921 αρχίζουν οι μαζικές βίαιες μετακινήσεις του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου στο εσωτερικό. Όσοι επιβιώνουν καταλήγουν τελικά στις υπό γαλλικό έλεγχο χώρες Συρία και Λίβανο. Στο μικρασιατικό μέτωπο παρατηρείται ενίσχυση του κεμαλικού στρατού από τους Μπολσεβίκους, τους Ιταλούς και τους Γάλλους. Η αποτυχημένη εκστρατεία προς την Άγκυρα (Αύγουστος) υπήρξε η πρώτη σημαντική ήττα.
- 1922 Ο ελληνικός στρατός καθηλώθηκε στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού, ενώ οι μοναρχικές κυβερνήσεις επιζητούσαν διπλωματική παρέμβαση για απαγκίστρωση της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία. Τον Ιούλιο ψηφίστηκε ομόφωνα ο νόμος 2870/1922, που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος. Με το νόμο αυτόν απαγορευόταν η έξοδος από τη Μικρά Ασία των Ελλήνων και των Αρμενίων χωρίς την άδεια των συμμαχικών Αρχών. Τον Αύγουστο εκδηλώθηκε μεγάλη τουρκική αντεπίθεση. Ο ελληνικός στρατός συνετρίβη και αποχώρησε από τη Μικρά Ασία εγκαταλείποντας τον άμαχο πληθυσμό στο έλεος των νικητών. Αρχίζουν τον Νοέμβριο στη Λοζάνη οι συνομιλίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
- 1923 Στις 30 Ιανουαρίου υπογράφεται από τις αντιπροσωπείες Ελλάδας και Τουρκίας η σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή προσώπων και περιουσιών. Το πρωτόκολλο της σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών ενσωματώθηκε στην τελική συνθήκη και υπογράφηκε από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη στις 24 Ιουνίου του 1923. Η Συνθήκη της Λοζάνης, που αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών, ρύθμιζε το σύνολο των θεμάτων που ήταν σε εκκρεμότητα, τόσο των ελληνοτουρκικών όσο και αυτών που σχετίζονταν με τη χρήση των Στενών και τον διακανονισμό οικονομικών και δημοσιονομικών διαφορών κάποιων κρατών με την κεμαλική Τουρκία.
Βλάσης Αγτζίδης
- Πηγή: kathimerini.gr.
H διήγηση του Χαράλαμπου Κρυλλίδη, από ένα χωριό στη Σεβάστεια το οποίο πλέον δεν υπάρχει.
«Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σεις μη λυπηθήτε. Έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε» . (Του Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του εν Αμισώ Γραφείου Προσφύγων – Φυλακές Αμάσειας, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921- via Pontosnews)
«Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα «πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν», δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…». (Βαρβάρα Σαλτσίδου από το Κόλοου Έρπαας, γεννημένη το 1902 , καταγραφή: Μάρτιος 1966, via Pontosnews).
Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα-Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;…» (Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας- αφήγηση από τον πρώτο διωγμό, το 1910- από την έκδοση Α΄ ποντιακή εβδομάδα στην Αυστραλία, 18-28 Αυγούστου 1989, της Κεντρικής Ένωσης Ποντίων «Η Ποντιακή Εστία», via Pontosnews)
Μοναδική ανέκδοτη μαρτυρία του Θανάση Γ. Κακογιάννη από Αλάτσατα Ερυθραίας
Σεπτέμβριος 1987
στον Δημήτρη Κρασσά
Πάντα ξυπνούν οι βαθιά θαμμένες μα ολοζώντανες, φοβερές κι ανατριχιαστικές παιδικές θύμησες. Να, εκεί, που όσο περνούν τα χρόνια, γυρίζει ο νους πολλές φορές σε όλα εκείνα που έζησε κανείς και τα θυμάται ένα-ένα, με τα κύρια και καταλυτικά γεγονότα, χωρίς να τα ‘χει αμαυρώσει ο χρόνος, με τις εικόνες των ζωηρές και ανεξίτηλες, γεγονότα και εικόνες που σημάδεψαν τη ζωή των όσων τα έζησαν και τις είδαν. Ακόμα εκεί που διαβάζεις κείμενα για τη Μικρασία, εκεί που αναζητάς στον όποιο χάρτη δεις τα παράλια της Μικρασίας, τον τόπο που γεννήθηκες με τα νησιά μας απέναντι. Και σε κάθε πια επέτειο, ατόφιες μπροστά σου οι σκηνές, οι γιομάτες δέος και ανατριχίλα θανάτου, οι σκηνές του βασανισμού, του βιασμού και της ατίμωσης, βαθιά χαραγμένες και άσβεστες.
Η πονεμένη μορφή της χαροκαμένης μάνας, η ορφάνια, τα πονεμένα παιδικά πρόσωπα, είναι ό,τι απόμεινε από εκείνη την εποχή του διωγμού και μετά για πολλά κατοπινά χρόνια. Και μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κύκλο του φονικού, της καταστροφής και του ξεριζωμού, άσβεστη και ζωντανή η απέραντη άφθαρτη μνήμη.
Το δίλημμα μετά την πρώτη προσφυγιά
Έτσι κι έγινε στη Μικρασία, στα ξακουστά ελληνικά παράλια της. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που άρχισε το 1914, άγγιξε από τις πρώτες του μέρες εκείνους τους τόπους. Κι οι πάτριοι εκείνοι τόποι με τη σφύζουσα ελληνική πνοή και πίστη άδειασαν. Ο αλλόθρησκος εχθρός σκόρπισε τους πληθυσμούς των Χριστιανών κατοίκων στην Ελλάδα. Προσφυγιά κάπου έξι χρόνια. Κι’ ύστερα ξαναγύρισμα στις Πατρίδες. Μύριοι κόποι να ξαναναστηθεί στους πατρογονικούς τόπους η ζωή.
Στα Αλάτσατα, μία μικρή κωμόπολη με 15.000 κατοίκους Έλληνες και ελάχιστους Τούρκους, που βρίσκεται στη χερσόνησο Ερυθραίας, δυτικά της Σμύρνης, και σε απόσταση 70 χλμ., είχε φθάσει εκείνο τον Αύγουστο του 1922 ο απόηχος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, στο μέτωπο της Μικρασίας. Ημέρα με την ημέρα βάραινε πάνω σε όλους τους κατοίκους το φοβερό προαίσθημα της επερχόμενης συμφοράς. Μία αβεβαιότητα ανάμικτη με τρόμο σκέπαζε το χωριό, όπως έλεγαν τη μικρή τους κωμόπολη οι κάτοικοί της, όσο πλήθαιναν τα νέα του μετώπου που κατέρρεε. Οι κάτοικοι, μπροστά στ’ αποκαρδιωτικά μηνύματα της υποχώρησης του στρατού μας και της καθόδου των διαβόητων Τσετών και του Τουρκικού Στρατού, που μαζί απλώνονταν αιμοχαρείς, νικηφόροι και εκδικητές προς τη Σμύρνη και τα παράλια, αντιμετώπιζαν το παράλογο δίλημμα να μείνουν στον τόπο τους, στην πατρίδα, ή να την αφήσουν πάλι και να φύγουν στην ξενιτιά.
Στη μικρή αυτή πολιτειούλα ήταν πολύ ζωντανά τα πατριωτικά αισθήματα των κατοίκων της και βαθιά η χριστιανική πίστη τους. Ήταν αφέλεια ακόμα και η σκέψη να μείνουν. Κι όμως ο καημός και τα βάσανα της πρώτης προσφυγιάς, κι ύστερα το ξαναζωντάνεμα της πατρίδας, να, η αιτία του διλήμματος. Οι χριστιανοί ήταν σχεδόν το σύνολο των κατοίκων. Ελάχιστες οι τουρκικές οικογένειες, γι’ αυτό και πολύ λίγοι κάτοικοι ήξεραν την τουρκική γλώσσα.
Στο γυρισμό, στα 1920, ύστερα από τον πρώτο διωγμό στα 1914, όσοι γύρισαν στην πατρίδα είχαν ξαναδημιουργήσει τα νοικοκυριά τους. Ξανακαλλιέργησαν την καρπερή γη της πατρίδας, ξαναστόλισαν τις εκκλησίες τους, αποτελείωσαν και τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Κάτω Χωριό και τον στύλωσαν ωραίο κι επιβλητικό. Η σταφίδα γέμισε και πάλι τα σπίτια, τα χέρσα χωράφια με τα σπαρτά και τα καρποφόρα δέντρα ομόρφυναν όπως πριν τον τόπο τους. Το εμπόριο με τη Σμύρνη ξανάρχισε και η ζωή είχε βρει ξανά τον ήρεμο ρυθμό της, με τις καινούργιες εμπειρίες της προσφυγιάς μα και της προόδου.
Και να τώρα, μπροστά στο αδυσώπητο δίλημμα: Να τ’ αφήσουν πάλι όλα, χαμένος πάλι ο ιδρώτας και ο μόχθος, και να φύγουν, να πάρουν και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς, ή να μείνουν;
Ολέθρια συμβουλή
Όντας μακριά από τα μέτωπα, δεν είχαν επίγνωση των καταστροφών, των φονικών μαχών, του ολέθρου που κάθε μάχη σκορπούσε παντού. Έτσι τους έμενε κάποια αμυδρή ελπίδα πως ίσως δεν πειραχτούν από τον Κεμάλ. Με κάποιες τέτοιες σκέψεις, ολότελα αντίθετες με την εξέλιξη του πολέμου, οι Προεστοί συμβούλεψαν να μην εγκαταλειφθεί ο πατρογονικός τόπος.
Όλοι έρμαια των Τσετών μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού
Στο μεταξύ οι φήμες μέρα με τη μέρα προμηνούσαν τον όλεθρο. Ο τρόμος και η αγωνία συνείχε τους πάντες. Η δράση των άτακτων Τούρκων, των Τσετών, ήταν από παλιότερα γνωστή. Εκείνες τις μέρες του τρόμου και της αγωνίας, κατέφθασε στα Αλάτσατα, οπισθοχωρώντας, η οπισθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού με τον Πλαστήρα επί κεφαλής. Το μόνο που είπε στους κατοίκους που είχαν συγκεντρωθεί στην είσοδο του χωριού ήταν ο πικρός του λόγος: «Λυπάμαι που σας αφήνουμε…».
Ήταν πια οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1922. Ο Ελληνικός Στρατός είχε αποχωρήσει. Ο Τουρκικός Στρατός, με προπομπό τους άτακτους Τσέτες, κατέβαινε στις πόλεις και στα χωριά. Κι άρχισε το απερίγραπτο δράμα των χριστιανών.
Στις 4 του Σεπτέμβρη εισέβαλαν με πυροβολισμούς και κραυγές. Τα σπίτια αμπαρώθηκαν, ερημιά παντού. Έρμαια της μανίας των άτακτων στιφών τα πάντα. Όλοι περίμεναν τη μοίρα τους. Πολλές οικογένειες μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι, έτσι για να μη μένουν μόνοι και με την παρηγοριά ο ένας του άλλου. Οι χτύποι στις πόρτες, οι κοντακιές και τα σπασίματα για ν’ ανοίξουν και να μπουν μέσα στα σπίτια, η χλαλοή και τα τρεχοβολητά, κατακορύφωναν το δέος και την αγωνία. Όσο μπορούσαν οι κάτοικοι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μάθαιναν τα όσα γίνονταν. Παντού σφαγή, βασανισμοί και βιασμοί. Όλοι έρμαια των Τσετών. Έτσι, μια παγωμένη θανατερή αναμονή πλάκωνε τις καρδιές όλων.
Και η σειρά μας ήρθε
Μαζεμένοι στο σπίτι του παππού, η οικογένεια ζούσε τον εφιάλτη της προσμονής της δικής μας δοκιμασίας. Οι Τσέτες μπαινόβγαιναν και ανεβοκατέβαιναν στα σπίτια των χριστιανών. Σκοπός τους η διαρπαγή, η λεηλασία, η σφαγή, οι βιασμοί. Το ακόρεστο πάθος κυρίαρχο και ανελέητο καταπάνω σε γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Με αισθήματα αφόρητης αγωνίας, περίμεναν οι μεγάλοι, ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα και ο Μήτσος μας τη σειρά μας. Τα μικρά, εμείς, κουλουριασμένα, φοβισμένα και χωρίς συναίσθηση του τι μας περίμενε, το ένα κοντά στο άλλο, πιασμένα από τα φουστάνια της μάνας και της γιαγιάς. Ο πατέρας άφαντος κάπου για να γλιτώσει.
Και η σειρά μας ήρθε. Αγρια χτυπήματα στην αμπαρωμένη πόρτα με φοβερές φωνές. Ο μεγάλος αδελφός, ο Μήτσος, κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο πρώτος που δοκίμασε την επιδρομή μιας ομάδας από Τσέτες. Αφού τον κοπάνισαν με τα κοντάκια των τουφεκιών τους, αγρίμια αληθινά, όρμησαν ανεβαίνοντας τις σκάλες. Άρπαξαν το γέρο παππού ζητώντας να τους δώσει χρήματα και ό,τι άλλο είχε. Συνέχεια άρπαξαν από τα μαλλιά τη γιαγιά και ζητούσαν να τους δώσει δαχτυλίδια, ρούχα και τρόφιμα. Δεν τους έφταναν ό,τι έπαιρναν. Άρχισαν να χτυπούν. Μ’ ένα γουδοχέρι πέτρινο έσπασαν το κεφάλι του παππού, συνέχισαν τα χτυπήματα στη γιαγιά, ώσπου και οι δύο τους έπεσαν αναίσθητοι. Όλοι κλαίγαμε, το μωρό στην αγκαλιά της μάνας τσίριζε. Ένας θρήνος γιόμισε το σπίτι, που εν τω μεταξύ το είχαν κάμει άνω-κάτω ψάχνοντας, ζητώντας πουγκιά και χρυσαφικά. Αγρίμια αληθινά, δεν αρκέστηκαν σε ό,τι βρήκαν και άρπαξαν.
Οι βιασμοί
Σε μια γωνιά του σπιτιού ήταν καθισμένη, έχοντας στα γόνατά της το μικρό της γιο, μια γειτόνισσα που είχε ζητήσει να μείνει μαζί μας από το φόβο που ήταν μοναχή και έρημη. Πριν από έναν μήνα είχε μάθει το θάνατο του άνδρα της που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Είχε φορέσει ό,τι παλιόρουχα είχε κι είχε σκεπάσει το κεφάλι της με διπλό τσεμπέρι για να κρύψει το πρόσωπό της και τα χρόνια της. Πώς όμως να ξεφύγει η δύστυχη από τ’ άγρια θηρία;
Μυρίστηκαν το θήραμά τους. Κοντοστάθηκαν απέναντί της, έσκυψαν και με μιας της τράβηξαν τα τσεμπέρια από το κεφάλι. Ξεχύθηκαν τα μαύρα μαλλιά της και άστραψαν μπροστά τους τα μεγάλα μαύρα μάτια της και το ωραίο λευκό πρόσωπο. Με βία παραμέρισαν το αγόρι της και την τράβηξαν σέρνοντάς την στο διπλανό δωμάτιο. Σε λίγες στιγμές ακούσαμε τα βογκητά και τις οιμωγές της… Μια κρυάδα μ’ έναν αποτροπιασμό μας πάγωσε μικρούς και μεγάλους. Η φρίκη γιόμισε όλο το σπίτι μπροστά στο κατοπινό θέαμα της βιασμένης γυναίκας. Ένα ματωμένο κουρέλι σύρθηκε κοντά μας με σκισμένα τα ρούχα και ματωμένο όλο της το κορμί, με ασταμάτητους λυγμούς. Μάζεψε το αγόρι της και διπλώθηκε στα γόνατά της. Η γιαγιά πήγε κοντά της και με λίγο νερό της ξέπλυνε το πονεμένο της πρόσωπο.
Μα της δύστυχης δεν της έφτανε το δικό της μαρτύριο. Πάνω σ’ όλα αυτά, να κι ένας πολίτης Τούρκος. Θα ήταν έως είκοσι χρονών, ήταν από τους λίγους Τούρκους του χωριού. Χωρίς μιλιά γύρισε μια ματιά σε όλους κι ύστερα κοντοστάθηκε μπροστά στη γυναίκα που ολοφυρόταν. Έσκυψε και σήκωσε το αγόρι και κρατώντας το από το χέρι, τράβηξε κατά τη σκάλα. Η δύστυχη με το έντονο προαίσθημα του κακού για το αγόρι της, χίμηξε ν’ αρπάξει από τα χέρια του μισερού τουρκόπουλου το παιδί της. Κι ο νεαρός, πάντα στυγνός και αμίλητος, με μια κλωτσιά την ξάπλωσε στο πάτωμα κι ευθύς τραβώντας το παιδί, κατέβηκε. Λίγο πιο κάτω από το σπίτι του παππού ήταν κάτι χαλάσματα. Από το μισάνοιχτο παραθύρι έγειρε ο Μήτσος μας και είδε πως έσυρε το αγόρι μέσα σ’ εκείνα τα χαλάσματα… Δεν θα είχε περάσει μισή ώρα και το αγοράκι γύρισε κατατρομαγμένο και μέσα στα κλάματα. Εξουθενωμένο έπεσε στην αγκαλιά της βιασμένης μάνας του. Του σήκωσε τα ρουχαλάκια του κι ύστερα με λίγο νερό προσπάθησε να το συνεφέρει. Μια νεκρική σιγή σκέπασε όλο το σπίτι. Οι μεγάλοι αμίλητοι κι εμείς τα μικρά τρέμαμε ολοσούσουμα.
Οι στιγμές ήταν αβάσταχτες. Σε λίγο τα δάκρυα και οι λυγμοί μας έπνιγαν όλους, μικρούς και μεγάλους, κι ο τρόμος κυρίαρχος ως την τελευταία ικμάδα της ύπαρξής μας. Έτσι, ξημερωθήκαμε.
Δεν άργησαν πάλι τα χτυπήματα της πόρτας
Την άλλη μέρα, κι ενώ οι πυροβολισμοί και τα τρεχοβολητά δικών μας που έτρεχαν να κρυφτούν και των Τούρκων που κυνηγούσαν τα θύματά τους, ανήμποροι να κάνουμε οτιδήποτε, μιας και βρισκόμασταν στο έλεος των αιμοδιψών πάνοπλων ληστών, περιμέναμε ανυπεράσπιστοι την τύχη μας. Και δεν άργησαν πάλι τα χτυπήματα της πόρτας. Έφτασε αυτή τη φορά ένα μπουλούκι. Άρχισαν κι έψαχναν παντού, μοιράζοντας κοντακιές. Τσουβάλια με σταφίδα, τενεκέδες με πετιμέζι και τυριά, ό,τι ρούχα είχαν απομείνει από τους χτεσινούς. Βρισιές, κλωτσιές και με τις λόγχες κομμάτιαζαν τις εικόνες. Ύστερα φόρτωναν τη λεία τους κι έφευγαν, ώσπου να έρθουν άλλοι για ν’ αποσώσουν τη διαρπαγή.
Άλλοι, μη βρίσκοντας ό,τι γύρευαν, ξεσπούσαν πάνω στα κορμιά μικρών και μεγάλων. Η σαδιστική μανία τους ξεπερνούσε κάθε όριο. Έφτασαν ν’ αρπάξουν από την αγκαλιά της μάνας μας το μωρό της έξι μηνών, να το αναποδογυρίσει ο άγριος Τσέτης, να το κρατήσει ανάποδα από τα δυο του ποδαράκια και με ξεγυμνωμένο μαχαίρι να θέλει να το σχίσει στα δύο. Μπροστά στα ουρλιαχτά της μάνας κι όλων μας και στην προτροπή ενός συντρόφου του ν’ αφήσει το μωρό, το πέταξε κάτω και παίρνοντας ό,τι ρουχικό και τρόφιμα βρήκαν, βρίζοντας στη γλώσσα τους έφυγαν. Έτσι κόρεσαν τα πάθη τους τα στίφη των Τσετών. Μετά από κάθε αναχώρηση, χαμός και θρήνος.
Η θεία Γιασεμή και ο θείος ΤζώρτζηςΗ θεία Γιασεμή, η μικρή αδελφή της μάνας, ως είκοσι χρονών, λίγο ακόμα και θα έσκαζε μέσα στο αμπάρι με το σιτάρι που από την αρχή κάθε τόσο την έχωνε ο παππούς για να γλιτώσει το βιασμό. Μόλις κατέβαιναν τα μπουλούκια, ο θείος Τζώρτζης Γκίρδης, αδελφός της μάνας, που έκανε τον σφαγμένο κι ήταν ξαπλωμένος πάνω από το αμπάρι που μέσα του κρυβόταν η θεία, ανασηκωνόταν να πάρει κι αυτός αναπνοή. Ήταν σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι που ήταν καταματωμένο από τις πληγές που μόνος του προκάλεσε στο σώμα του. Στην τελευταία επιδρομή, μόλις έφυγαν, τράβηξε μια τάβλα πάνω από το αμπάρι, το άνοιξε για να πάρει αέρα η αδελφή του. Και μόλις ήταν καιρός, μελανιασμένη και λιγοθυμισμένη την τράβηξαν στο δωμάτιο με χίλιους φόβους. Τη δρόσισαν και πάλι ύστερα στο αμπάρι, κι από πάνω βουτηγμένος στα αίματα ο θείος Τζώρτης και σκεπασμένος με το σεντόνι.
Με το αιμάτινο αυτό καμουφλάζ ο θείος Τζώρτης περίμενε να σωθεί. Η οικογένειά του, που γλίτωσε στη Χίο, τον είχε για χαμένο. Τελικά ανταμώθηκαν, όταν γύρισε από την αιχμαλωσία, από την όποια όμως δεν κατάφερε να γλιτώσει.
Οι χτύποι και τα τρεχοβολητά στους δρόμους, από τους κυνηγημένους κι από τις ομάδες των Τσετών, μας έκαναν όλους να τρέμουμε από το φόβο. Αυτοί οι χτύποι σημάδεψαν τα παιδικά μας και τα εφηβικά μας χρόνια. Κατοπινά, κι ύστερα ακόμα από μερικά χρόνια οι χτύποι στις πόρτες τη νύχτα, θες από τους αέρηδες ή από τους γειτόνους και τους επισκέπτες, ζωντάνευαν τις φριχτές ώρες της αγωνίας και του τρόμου. Και στον ύπνο πάντα ο εφιάλτης του απάνθρωπου Τσέτη.
Έφυγαν οι Τσέτες, ήρθε ο Τουρκικός Στρατός και η αιχμαλωσία
Το μαρτύριο της επιδρομής των Τσετών, με τους ξυλοδαρμούς, τις λεηλασίες και τους βιασμούς, κράτησε πέντε ολόκληρα μερόνυχτα. Κι αφού πια είχαν κορέσει κάθε ταπεινό τους ένστιχτο, τα άταχτα μπουλούκια τους τραβήχτηκαν σε άλλους τόπους για να συνεχίσουν το μισερό τους έργο.
Θα ‘ταν η 10 του Σεπτέμβρη, όταν μπήκαν στα Αλάτσατα τμήματα του Τούρκικου Στρατού. Η πρώτη διαταγή τους ήταν να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες από 18 χρονών μέχρι 60. Έτσι μάζεψαν όλους, όσους δεν είχαν καταφέρει να φύγουν. Ανάμεσά τους ο Δημητρός μας, ο θείος Τζώρτζης, που γλίτωσε την κακοποίηση χάρη στο ματωμένο σεντόνι με το οποίο είχε κουκουλωθεί, όχι όμως και την αιχμαλωσία, οι δύο θείοι Γιαννακός και Δημήτρης Κακογιάννης κι άλλοι πολλοί φίλοι και συγγενείς της οικογένειας. Ο πατέρας από κεραμίδι σε κεραμίδι είχε ξεφύγει στην αρχή από τους Τσέτες, μα δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια. Κάπου άφησε το κορμί του. Ποιός ξέρει πώς. Πάντως ανάμεσα στους αιχμαλώτους Αλατσατιανούς δεν ήταν.
Σε μακρινές σειρές, χωρίς να μπορέσουν να πάρουν τίποτα μαζί τους, πήραν το δρόμο της αιχμαλωσίας μαζί με τους άντρες άλλων χωριών και πόλεων της Μικρασίας. Από τη Σμύρνη που έφτασαν, τράβηξαν ως τα βάθη της Ανατολής. Η αιχμαλωσία με ανείπωτα μαρτύρια διάρκεσε δύο και πλέον χρόνια. Όσοι μπόρεσαν κι επέζησαν, γύρισαν στην Ελλάδα. Μα αυτοί ήταν πολύ λίγοι. Οι πολλοί περισσότεροι άφησαν τα κόκαλά τους στους κάμπους και στις ερημιές της Μικρασίας.
πηγή: το Βήμα