Κάθισμα. Ἦχος Δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ
Ἀναβόησον Δαυΐδ, Τὶς Ἡ Παροῦσα Ἑορτή; Ἣν Ἀνύμνησα Φησίν, Ἐν Τῷ Βιβλίῳ Τῶν Ψαλμῶν, Ὡς Θυγατέρα Θεόπαιδα Καὶ Παρθένον, Μετέστησεν Αὐτήν, Πρὸς Τὰς Ἐκεῖθεν Μονάς, Χριστὸς Ὁἐξ Αὐτῆς, Ἄνευ Σπορᾶς Γεννηθείς· Καὶ Διὰ Τοῦτο Χαίρουσι, Μητέρες Καὶ Θυγατέρες Καὶ Νύμφαι Χριστοῦ, Βοῶσαι· Χαῖρε, Ἡ Μεταστᾶσα Πρὸς Τὰἄνω Βασίλεια.
(Φώναξε δυνατά προφήτη Δαβίδ, ποιά είναι η σημερινή εορτή; Είναι εκείνη που δοξολόγησα στο βιβλίο των Ψαλμών, ως θυγατέρα, παιδί του Θεού και Παρθένο. Αὐτήν μετέφερε στις αιώνιες μονές ο Χριστός, που γεννήθηκε απ’ αυτή χωρίς σπορά. Γι’ αυτό και χαίρονται μητέρες και θυγατέρες καί νύμφες Χριστού ψάλλοντας· Χαίρε εσύ που μεταφέρθηκες από τη γη στα άνω βασίλεια.)
Κάθισμα Ἦχος Α΄. Τὸν Τάφον Σου Σωτήρ
Ὁ Πάντιμος Χορός, Τῶν Σοφῶν Ἀποστόλων, Ἠθροίσθη Θαυμαστῶς, Τοῦ Κηδεῦσαι Ἐνδόξως, Τὸ Σῶμά Σου Τὸἄχραντον, Θεοτόκε Πανύμνητε, Οἷς Συνύμνησαν, Καὶ Τῶν Ἀγγέλων Τὰ Πλήθη, Τὴν Μετάστασιν, Τὴν Σὴν Σεπτῶς Εὐφημοῦντες, Ἣν Πίστει Ἑορτάζομεν.
(Η άξια κάθε τιμής συνοδεία των σοφών Αποστόλων, μαζεύτηκε με τρόπο θαυμαστό για να κηδεύσει με δόξα το άχραντο (καθαρό) σώμα σου πανύμνητε Θεοτόκε. Μαζί με αυτούς έψαλλαν ύμνους και τα πλήθη των Αγγέλων, δοξολογώντας με σεβασμό την Μετάστασή σου, την οποίαν γιορτάζουμε με πίστη.)
Κάθισμα Ἦχος Γ΄..Τὴν Ὡραιότητα
Ἐν Τῇ Γεννήσει Σου, Σύλληψις Ἄσπορος, Ἐν Τῇ Κοιμήσει Σου, Νέκρωσις Ἄφθορος, Θαῦμα Ἐν Θαύματι Διπλοῦν, Συνέδραμε Θεοτόκε· Πῶς Γὰρ Ἡἀπείρανδρος, Βρεφοτρόφος Ἁγνεύουσα; Πῶς Δὲἡ Μητρόθεος, Νεκροφόρος Μυρίζουσα; Διὸ Σὺν ΤῷἈγγέλῳ Βοῶμέν Σοι· Χαῖρε Ἡ Κεχαριτωμένη.
( Κατά τη γέννηση του Υιού σου η σύλληψη ήταν άσπορος (χωρίς σπέρμα), κατά την Κοίμησή σου η νέκρωση ήταν χωρίς φθορά. Διπλό θαύμα σου συνέβη Θεοτόκε. Πώς γίνεται αυτή που δεν γνώρισε άνδρα να τρέφει βρέφος και να είναι αγνή; Πώς δε η μητέρα του Θεού να είναι νεκρή και να ευωδιάζει; Γι’ αυτό μαζί με τον Άγγελο σου φωνάζουμε· Χαίρε η Κεχαριτωμένη.)
Στιχηρὸν Ἰδιόμελον. Ἦχος Πλ. Β΄
Ὅτε Ἡ Μετάστασις Τοῦἀχράντου Σου Σκήνους Ηὐτρεπίζετο, Τότε ΟἱἈπόστολοι, Περικυκλοῦντες Τὴν Κλίνην Τρόμῳἑώρων Σε, Καὶ Οἱ Μὲν Ἀτενίζοντες Τῷ Σκήνει, Θάμβει Συνείχοντο, Ὁ Δὲ Πέτρος Σὺν Δάκρυσιν Ἐβόα Σοι· Ὦ Παρθένε, Ὁρῶ Σε Τρανῶς Ἡπλωμένην Ὑπτίαν, Τὴν Ζωὴν Τῶν Ἁπάντων, Καὶ Καταπλήττομαι, Ἐν ᾟἐσκήνωσε Τῆς Μελλούσης Ζωῆς Ἡἀπόλαυσις. Ἀλλ’ Ὦἄχραντε, Ἱκέτευε Ἐκτενῶς Τὸν Υἱόν Σου Καὶ Θεόν, Τοῦ Σῴζεσθαι Τὴν Πόλιν Σου Ἄτρωτον.
(Όταν στολιζόταν το νεκρικό σου κρεββάτι πάνω στο οποίο βρισκόταν το άχραντο σώμα σου, τότε οι Απόστολοι που βρίσκοταν γύρω του σε έβλεπαν με τρόμο. Και άλλοι μεν βλέποντας το νεκρό σώμα σου κυριεύτηκαν από έκπληξη, ο δέ Πέτρος με δάκρυα σου ἔλεγε. Ω Παρθένε, σε βλέπω ξαπλωμένη, εσένα που είσαι η ζωή των όλων και στην οποία κατοίκησε η απόλαυση της αιώνιας ζωής και μένω κατάπληκτος. Αλλά Άχραντε ικέτευε συνεχώς τον Υιό σου και Θεό να διατηρεί την πόλη σου ανίκητη.)
Κοντάκιον Ἦχος Πλ. Β΄.
Τὴν Ἐν Πρεσβείαις Ἀκοίμητον Θεοτόκον, Καὶ Προστασίαις Ἀμετάθετον Ἐλπίδα, Τάφος Καὶ Νέκρωσις Οὐκ Ἐκράτησεν· Ὡς Γὰρ Ζωῆς Μητέρα, Πρὸς Τὴν Ζωὴν Μετέστησεν, Ὁ Μήτραν Οἰκήσας Ἀειπάρθενον.
(Την Θεοτόκο που δεν σταματά να πρεσβεύει και που είναι σταθερή ελπίδα για να μας προστατεύει, ο τάφος και ο θάνατος δεν την κράτησε· γιατί ως Μητέρα της ζωής (δηλ. του Χριστού) την μετέφερε στην αιώνια ζωή, αυτός που κατοίκησε σε μήτρα αειπάρθενο.)
Ὁ Οἶκος
Τείχισόν Μου Τὰς Φρένας Σωτήρ Μου· Τὸ Γὰρ Τεῖχος Τοῦ Κόσμου Ἀνυμνῆσαι Τολμῶ, Τὴν Ἄχραντον Μητέρα Σου, Ἐν Πύργῳῥημάτων Ἐνίσχυσόν Με, Καὶἐν Βάρεσιν Ἐννοιῶν Ὀχύρωσόν Με· Σὺ Γὰρ Βοᾷς Τῶν Αἰτούντων Πιστῶς Τὰς Αἰτήσεις Πληροῦν. Σὺ Οὖν Μοι Δώρησαι Γλῶτταν, Προφοράν, Καὶ Λογισμὸν Ἀκαταίσχυντον· Πᾶσα Γὰρ Δόσις Ἐλλάμψεως Παρὰ Σοῦ Καταπέμπεται Φωταγωγέ, Ὁ Μήτραν Οἰκήσας Ἀειπάρθενον.
(Σωτήρα μου, φρούρησε το νου μου, γιατί τολμώ να ανυμνήσω την προστασία του κόσμου, την άχραντη Μητέρα σου. Ενίσχυσέ με μέ δυνατά λόγια και με σταθερά νοήματα φρούρησέ με. Γιατί εσύ φωνάζεις ότι θα εκπληρώνεις τα αιτήματα όσων σε παρακαλούν με πίστη. Συ, λοιπόν, δώρησε μου γλώσσα, λόγια και σκέψη καθαρή. Γιατί κάθε δόση φωτισμού ἀπό Σένα στέλλεται, που είσαι το φως, Εσύ που κατοίκησες σε μήτρα αειπάρθενο.)
Συναξάριον
Τῇ ΙΕ΄ Τοῦ Αὐτοῦ Μηνός, Μνήμη Τῆς Πανσέπτου Μεταστάσεως Τῆς Ὑπερενδόξου Δεσποίνης Ἡμῶν Καὶἀειπαρθένου Μαρίας.
Στίχοι
Οὐ Θαῦμα Θνῄσκειν Κοσμοσώτειραν Κόρην,
Τοῦ Κοσμοπλάστου Σαρκικῶς Τεθνηκότος.
Ζῇἀεὶ Θεομήτωρ, Κἂν Δεκάτῃ Θάνε Πέμπτῃ.
( Δεν είναι αξιοθαύμαστο να πεθαίνει η Κόρη που έσωσε τον κόσμο
Αφού και ο Δημιουργός του κόσμου πέθανε ως άνθρωπος.
Ζει πάντοτε η Μητέρα του Θεού, άνκαι πέθανε στις δεκαπέντε του μήνα.)
Ἧς Ταῖς Ἁγίαις Πρεσβείαις, Ὁ Θεός, Ἐλέησον Καὶ Σῶσον Ἡμᾶς, Ὡς Ἀγαθὸς Καὶ Φιλάνθρωπος.
Καταβασίαι Τῆς Κοιμήσεως Τῆς Θεοτόκου
Ὠδὴ Α΄. Ἦχος Α΄.
Πεποικιλμένη Τῇ Θείᾳ Δόξῃ, Ἡἱερὰ Καὶ Εὐκλεής, Παρθένε Μνήμη Σου, Πάντας Συνηγάγετο, Πρὸς Εὐφροσύνην Τοὺς Πιστούς, Ἐξαρχούσης Μαριάμ, Μετὰ Χορῶν Καὶ Τυμπάνων, Τῷ Σῷᾄδοντας Μονογενεῖ· Ἐνδόξως Ὅτι Δεδόξασται.
(Στολισμένη με θεϊκή δόξα, η ιερή και ένδοξη Παρθένε μνήμη σου, μάζεψε όλους τους πιστούς για να χαρούν. Και με αρχηγό την Μαριάμ, με χορούς και τύμπανα ψάλλουν προς τον μονογενή σου Υιό γιατί δοξάστηκε με όλη τη δόξα.)
Ὠδὴ Γ΄.
Ἡ Δημιουργική, Καὶ Συνεκτικὴ Τῶν Ἁπάντων, Θεοῦ Σοφία Καὶ Δύναμις, Ἀκλινῆἀκράδαντον, Τὴν Ἐκκλησίαν Στήριξον Χριστέ· Μόνος Γὰρ ΕἶἍγιος, Ὁἐν Ἁγίοις Ἀναπαυόμενος.
(Συ Χριστέ που είσαι όλων η δημιουργική και συνεκτική σοφία και δύναμη του Θεού, διατήρησε την Εκκλησία σου σταθερή και ακλόνητη. Διότι Συ είσαι ο μόνος Άγιος που αναπαύεσαι στους Αγίους.)
Ὠδὴ Δ΄.
Ῥήσεις Προφητῶν Καὶ Αἰνίγματα, Τὴν Σάρκωσιν Ὑπέφηναν, Τὴν Ἐκ Παρθένου Σου, Χριστέ, Φέγγος Ἀστραπῆς Σου, Εἰς Φῶς Ἐθνῶν Ἐξελεύσεσθαι· Καὶ Φωνεῖ Σοι Ἄβυσσος, Ἐν Ἀγαλλιάσει· Τῇ Δυνάμει Σου Δόξα Φιλάνθρωπε.
( Τα προφητικά λόγια και οι προτυπώσεις φανέρωναν Χριστέ τη σάρκωσή σου από την Παρθένο και η παρουσία Σου σαν φωτεινή αστραπή θα φωτίσει τα έθνη. Και σου φωνάζουν με αγαλλίαση τα πλήθη (των ειδωλολατρών) δόξα στη δύναμή σου Φιλάνθρωπε.)
Ὠδὴ Ε΄.
Τὸ Θεῖον Καὶἄρρητον Κάλλος, Τῶν Ἀρετῶν Σου, Χριστέ, Διηγήσομαι· Ἐξ Ἀιδίου Γὰρ Δόξης Συναΐδιον, Καὶἐνυπόστατον Λάμψας Ἀπαύγασμα, Παρθενικῆς Ἀπὸ Γαστρός, Τοῖς Ἐν Σκότει Καὶ Σκιᾷ, Σωματωθεὶς Ἀνέτειλας Ἥλιος.
(Θέλω να διηγηθώ τη θεία και ἀνέκφραστη ομορφιά των αρετών σου, Χριστέ. Διότι αφού έλαμψες από την αιώνια δόξα (τον Πατέρα), ως αντιφέγγισμα συναΐδιο (δηλ. άχρονο και αιώνιο) και με τέλεια υπόσταση, μετά παίρνοντας σάρκα από την κοιλιά της Παρθένου, σ’ αυτούς που βρίσκοντας στο σκοτάδι και στη σκιά (της αμαρτίας) ανέτειλες σαν ήλιος.)
Ὠδὴ Σ΄.
Ἅλιον Ποντογενές, Κητῷον Ἐντόσθιον Πῦρ, Τῆς Τριημέρου Ταφῆς Σου Τὶ Προεικόνισμα, ΟὗἸωνᾶς, Ὑποφήτης Ἀναδέδεικται· Σεσωσμένος Γὰρ Ὡς Καὶ Προὐπέπωτο, Ἀσινὴς Ἐβόα· Θύσω Σοι Μετὰ Φωνῆς, Αἰνέσεως Κύριε.
( Η θαλασσινή και εσωτερική φωτιά του κήτους που γεννήθηκε στο πέλαγος, προεικόνιζε την τριήμερη ταφή Σου, της οποίας τύπος ήταν ο προφήτης Ιωνάς. Διότι με το να διασωθεί αβλαβής, φώναζε: Θα Σου προσφέρω Κύριε θυσίες μαζί με ύμνους ευχαριστίας.)
Ὠδὴ Ζ΄.
Ἰταμῷ Θυμῷ Τε Καὶ Πυρί, Θεῖος Ἔρως Ἀντιταττόμενος, Τὸ Μὲν Πῦρ Ἐδρόσιζε, Τῷ Θυμῷ Δὲἐγέλα, Θεοπνεύστῳ Λογικῇ, Τῇ Τῶν Ὁσίων Τριφθόγγῳ Λύρᾳἀντιφθεγγόμενος, Μουσικοῖς Ὀργάνοις, Ἐν Μέσῳ Φλογός· Ὁ Δεδοξασμένος, Τῶν Πατέρων Καὶἡμῶν, Θεὸς Εὐλογητὸς Εἶ.
( Στό θρασύ θυμό και στη φωτιά ο θείος έρωτας που ήταν αντίθετος, από τη μια δρόσιζε τη φωτιά και από την άλλη περιγελούσε το θυμό. Με τη θεόπνευστη και λογική τρίφθογγη λύρα των οσίων (τριών παίδων) αντέκρουε μέσα στη φωτιά τα μουσικά όργανα και έλεγε: Ο δοξασμένος Θεός των πατέρων και δικός μας ας είσαι ευλογημένος).
Ὠδὴ Η΄.
Φλόγα Δροσίζουσαν Ὁσίους, Δυσσεβεῖς Δὲ Καταφλέγουσαν, Ἄγγελος Θεοῦὁ Πανσθενής, Ἔδειξε Παισί· Ζωαρχικὴν Δὲ Πηγήν, Εἰργάσατο Τὴν Θεοτόκον, Φθορὰν Θανάτου Καὶ Ζωήν, Βλυστάνουσαν Τοῖς Μέλπουσι· Τὸν Δημιουργὸν Μόνον Ὑμνοῦμεν, Οἱ Λελυτρωμένοι, Καὶὑπερυψοῦμεν, Εἰς Πάντας Τοὺς Αἰῶνας.
(Την φλόγα που δροσίζει τους ευσεβείς και που καταφλέγει τους ασεβείς, ο πανίσχυρος Άγγελος του Θεού έδειξε στους τρεις παίδες. Έκανε δε την Θεοτόκο, πηγή που γίνεται αιτία της ζωής, που γεννά την καταστροφή του θανάτου και δημιουργεί τη ζωή σ’ αυτούς που ψάλλουν: Τον μόνο Δημιουργό υμνούμε, οι λυτρωμένοι, και υπερδοξάζουμε σε όλους τους αιώνες.)
Ὠδὴ Θ΄.
Νενίκηνται Τῆς Φύσεως Οἱὅροι, Ἐν Σοὶ Παρθένε Ἄχραντε· Παρθενεύει Γὰρ Τόκος, Καὶ Ζωὴν Προμνηστεύεται Θάνατος. Ἡ Μετὰ Τόκον Παρθένος, Καὶ Μετὰ Θάνατον Ζῶσα, Σῴζοις Ἀεί, Θεοτόκε Τὴν Κληρονομίαν Σου.
( Νικήθηκαν οι νόμοι της φύσεως, σε σένα Παρθένε άχραντε· διότι παραμένει παρθένος αυτή που γέννησε και ο θάνατος συναντά τη ζωή. Θεοτόκε, συ που έμεινες Παρθένος μετά τη γέννα και ζεις μετά το θάνατο, σώζε πάντοτε (τους χριστιανούς) που αποτελούν την κληρονομία σου.)
Ἐξαποστειλάριον.
Ἦχος Γ΄.
Ἀπόστολοι Ἐκ Περάτων, Συναθροισθέντες Ἐνθάδε, Γεθσημανῇ Τῷ Χωρίῳ, Κηδεύσατέ Μου Τὸ Σῶμα, Καὶ Σὺ Υἱὲ Καὶ Θεέ Μου, Παράλαβέ Μου Τὸ Πνεῦμα.
(Απόστολοι από τα πέρατα του κόσμου αφού μαζευτείτε εδώ στο τόπο της Γεθσημανή, να κηδέψετε το σώμα μου· και Συ Υιέ και Θεέ μου να παραλάβεις τη ψυχή μου.)
Εἰς Τοὺς Αἴνους
Ἦχος Δ’. Ὡς Γενναῖον Ἐν Μάρτυσι.
Τῇἐνδόξῳ Κοιμήσει Σου, Οὐρανοὶἐπαγάλλονται, ΚαὶἈγγέλων Γέγηθε Τὰ Στρατεύματα, Πᾶσα Ἡ Γῆ Δὲ Εὐφραίνεται, ᾨδὴν Σοι Ἐξόδιον Προσφωνοῦσα Τῇ Μητρί, Τοῦ Τῶν Ὅλων Δεσπόζοντος, Ἀπειρόγαμε, Παναγία Παρθένε, Ἡ Τὸ Γένος Τῶν Ἀνθρώπων Ῥυσαμένη, Προγονικῆς Ἀποφάσεως.
( Κατά την ένδοξη Κοίμησή σου αγάλλονται οι ουρανοί και χαίρονται οι στρατιές των Αγγέλων. Όλη δε η γη ευφραίνεται και με νεκρώσιμο ύμνο προσφωνεί εσένα την Μητέρα του Θεού, που είναι κύριος όλης της κτίσεως, λέγοντας: Παναγία Παρθένε, συ που δεν γνώρισες γάμο, έσωσες τους ανθρώπους από την προπατορική καταδίκη.)
Ἐκ Περάτων Συνέδραμον, Ἀποστόλων Οἱ Πρόκριτοι, Θεαρχίῳ, Νεύματι Τοῦ Κηδεῦσαί Σε, Καὶἀπὸ Γῆς Αἰρομένην Σε, Πρὸς Ὕψος Θεώμενοι, Τὴν Φωνὴν Τοῦ Γαβριήλ, Ἐν Χαρᾷἀνεβόων Σοι· Χαῖρε Ὄχημα, Τῆς Θεότητος Ὅλης, Χαῖρε Μόνη, Τὰἐπίγεια Τοῖς Ἄνω, Τῷ Τοκετῷ Σου Συνάψασα.
(Από τα πέρατα του κόσμου έτρεξαν οι πιο σπουδαίοι από τους Αποστόλους με θεική εντολή για να σε κηδέψουν. Και όταν σε έβλεπαν να υψώνεσαι από τη γη στους ουρανούς σου φώναζαν με χαρά τον χαιρετισμό του Γαβριήλ: Χαίρε όχημα όλης της θεότητας, χαίρε η μόνη που ένωσες με τη γέννηση (του Υιού σου) τα επίγεια με τα ουράνια.)
Τὴν Ζωὴν Ἡ Κυήσασα, Πρὸς Ζωὴν Μεταβέβηκας, Τῇ Σεπτῇ Κοιμήσει Σου Τὴν Ἀθάνατον, Δορυφορούντων Ἀγγέλων Σοι, Ἀρχῶν Καὶ Δυνάμεων, Ἀποστόλων Προφητῶν, Καὶἁπάσης Τῆς Κτίσεως, Δεχομένου Τε, Ἀκηράτοις Παλάμαις Τοῦ Υἱοῦ Σου, Τὴν Ἀμώμητον Ψυχήν Σου, Παρθενομῆτορ Θεόνυμφε.
(Εσύ που γέννησες τη ζωή (τον Χριστό) με τη σεπτή σου Κοίμηση μεταφέρθηκες στη αθάνατη ζωή ενώ σε συνόδευαν Άγγελοι, Αρχές και Δυνάμεις, Απόστολοι, Προφήτες και όλη η κτίση, ενώ ο Υιός σου δεχόταν στα πανάγια του χέρια την καθαρή ψυχή σου Παρθενομήτορ Θεόνυμφε.)
Δόξα… Καὶ Νῦν… Ἦχος Πλ. Β΄.
Τῇἀθανάτῳ Σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ Τῆς Ζωῆς, Νεφέλαι Τοὺς Ἀποστόλους, Αἰθερίους Διήρπαζον, Καὶ Κοσμικῶς Διεσπαρμένους, Ὁμοχώρους Παρέστησαν Τῷἀχράντῳ Σου Σώματι· Οἳ Καὶ Κηδεύσαντες Σεπτῶς, Τὴν Φωνὴν Τοῦ Γαβριήλ, Μελῳδοῦντες Ἀνεβόων· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Παρθένε Μήτηρ Ἀνύμφευτε, Ὁ Κύριος Μετὰ Σοῦ. Μεθ’ Ὧν Ὡς Υἱόν Σου Καὶ Θεὸν Ἡμῶν, Ἱκέτευε Σωθῆναι Τὰς Ψυχὰς Ἡμῶν.
(Κατά την αθάνατη Κοίμησή σου, Θεοτόκε Μητέρα της ζωής (του Χριστού), νεφέλες άρπαξαν ψηλά τους Αποστόλους που ήσαν διασκορπισμένοι σ’ όλη τη γη και τους έφεραν όλους μαζί στο τόπο που ήταν το άχραντο σώμα σου. Αυτοί αφού σε κήδευσαν με σεβασμό, σου έψαλλαν με μελωδικές φωνές το χαιρετισμό του Γαβριήλ: Χαίρε κεχαριτωμένη, Παρθένε Μητέρα ανύμφευτε, ο Κύριος είναι μαζί σου. Μαζί με εκείνους ικέτευε, τον Υιόν σου και Θεό μας, να σωθούν οι ψυχές μας.)
(Απόδοση Στη Νεοελληνική: Α.Χ. Θεολόγος)