Ποίημα Αγ. Γρηγορίου
Άρχιζε πάντα απ’ τον Θεό και πάντα τέλειωνε μαζί Του.
Βίου τι κέρδος είναι αυτό: την μέρα σου καλά να τελειώνεις.
Γνώριζε όλα τα καλά τα έργα των δικαίων.
Δεινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος.
Ευεργετείς; μάθε λοιπόν πως τον Θεόν μιμείσαι.
Ζήτα απ’ τον Θεόν να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και συ.
Η σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά.
Θυμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική.
Ίσια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα νάχεις μέτρο.
Κλειδί στ’ αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου νάναι σεμνό.
Λυχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο.
Μη σου γλιστράει κάτω απ’ ό,τι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει.
Να ερευνάς τα πάντα με τον νου, όμως να πράττεις όσα επιτρέπονται.
Ξένος πως είσαι, μάθε το καλά, γι’ αυτό τίμα τους ξένους.
Όταν στην γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι την φουρτούνα.
Πάντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα απ’ τον Θεόν προέρχονται.
Ραβδί να σε κτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά.
Στις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακριά απ’ τις θύρες των πλουσίων.
Το μικρόν, μικρόν δεν είναι, όταν σε κάτι μέγα οδηγεί.
Ύβριν χαλίνωνε, μακριά απ’ την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις.
Φυλάξου συ απ’ το πέσιμο, σαν όμως άλλος, πέσει, μη γελάς.
Χάρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ.
Ψυχή που στον Θεόν προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία.
Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; αυτός και θα σωθεί.