Διηγήθηκε κάποτε ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924–1994), τα εξής:
«Μόλις είχα πάει στην Σκήτη των Ιβήρων (Μάϊος 1964), το έμαθε ο μπαρμπα–Θανάσης
ο “Κουρτζής” (=ο δασοφύλακας) από την Μονή του Φιλοθέου και ήρθε να με δει.
Ήταν γνωστός μου και μου έφερε κάτι ευλογίες, διότι τότε στις αρχές δεν είχα
τίποτε.
»Τον ευχαρίστησα και του είπα να γράψει τα ονόματα των κεκοιμημένων συγγενών του, για να τα μνημονεύω. Εκείνος, επηρεασμένος από κάποιον μάρτυρα του Ιεχωβά, έλεγε: “Άμα πεθάνει ο άνθρωπος, δεν υπάρχει τίποτε· μετά θάνατον, όλα χάνονται!…”.
»Δεν πέρασε καιρός, εκοιμήθη και ο ίδιος. Όταν το έμαθα, πήγα μέχρι το (Μοναστήρι
του) Φιλοθέου και είδα τον τάφο του. Έκανα κάθε μέρα προσευχή γι’ αυτόν, ο Θεός
να αναπαύσει την ψυχή του.
»Ύστερα από είκοσι μέρες από την κοίμηση του μπαρμπα–Θανάση, μαθαίνω ότι με
έψαχνε ένα πρόσωπο από την Μονή του Φιλοθέου. Έρχεται αναστατωμένος, ήταν και
Επίτροπος σ’ αυτό το Μοναστήρι. “Πάτερ”, μου λέει, “ήρθε στον ύπνο μου ο
μπαρμπα–Θανάσης, ο πεθαμένος, και μου παραπονέθηκε πως τον ξέχασα και ότι εγώ
δεν έκανα τίποτα γι’ αυτόν. Μάλιστα δε, μου είπε ότι μόνον εσύ τον βοηθάς με
την προσευχή σου. Και, πραγματικά! Δεν τον μνημονεύω στην προσευχή μου. Ανέλαβα
Προϊστάμενος του Μοναστηριού και τώρα τακτοποιώ το γραφείο, έχω πολλή δουλειά,
τι να κάνω τώρα, άφησα και τον κανόνα μου…”.
Του είπα:
–“Ε, τώρα (μετά απ’ αυτό), να κάνεις λίγο παραπάνω (προσευχή)!”».
Αυτό το γεγονός, ενίσχυσε τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο και συνέχισε να εύχεται
περισσότερο για τις ψυχές όλων των κεκοιμημένων.
Μία διετία νωρίτερα, όταν ο Άγιος ζούσε και ασκήτευε στο Μοναστήρι του
Στομίου της Κόνιτσας (Αύγουστος 1958–Σεπτέμβριος 1962), όποτε δεν είχε Θεία
Λειτουργία τις Κυριακές στο Μοναστήρι, κατέβαινε να λειτουργηθεί και να
κοινωνήσει στην κωμόπολη της Κόνιτσας. Το Σάββατο στις 12 τα μεσάνυχτα, έκλεινε
το Μοναστήρι και, μέσα σε μία ώρα, έφθανε στην Κόνιτσα. Πήγαινε και περίμενε
στο οστεοφυλάκιο και, επί 6 με 7 ώρες, έκανε προσευχή για ζώντες και, κυρίως,
για τους κεκοιμημένους, μέχρι ν’ ανοίξει ο νεωκόρος την Εκκλησία. Κάποτε, σε
μια τέτοια νύχτα, είδε τα οστά των κεκοιμημένων να εκπέμπουν φως. Ήταν ασφαλώς “σημείο”
εκ Θεού, για να του δείξει ότι οι κεκοιμημένοι αισθάνονται τις προσευχές του.
Έλεγε πολύ χαρακτηριστικά ο ίδιος:
«Η προσευχή για τους κεκοιμημένους, πολύ βοηθά. Όσες φορές είμαι κουρασμένος ή δεν
έχω τον χρόνο να προσευχηθώ για τους κεκοιμημένους, την ίδια νύχτα στον ύπνο
μου βλέπω τους γονείς μου, για τους οποίους (από πνευματική ξενητεία) ποτέ δεν
προσεύχομαι.
»Όταν ανάβουμε κερί για την ψυχή κάποιου κεκοιμημένου, ωφελείται πολύ. Αν έχεις
έναν νεκρό, ο οποίος έχει παρρησία στον Θεό, και του ανάψεις ένα κερί, αυτός
έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό. Αν, πάλι, έχεις έναν νεκρό, ο
οποίος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν του ανάβεις ένα αγνό
κερί, είναι σαν να δίνεις ένα αναψυκτικό σε κάποιον που καίγεται. Οι άγιοι
δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να
προσευχηθούν γι’ αυτόν που το ανάβει. Κι ο Θεός, ευχαρίστως, το δέχεται.
»Ν’ αφήνετε μέρος της προσευχής σας για τους κεκοιμημένους. Οι ίδιοι οι
πεθαμένοι, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Οι ζωντανοί, όμως, μπορούν. Με την
προσευχή (που κάνετε για τους κεκοιμημένους), είναι σαν να τους κερνάτε μία
πορτοκαλάδα, ένα αναψυκτικό. Όταν ελεείτε κάποιον, να λέτε για ποιον
(συγκεκριμένα κεκοιμημένον) το κάνετε. Ώστε, να την πάρει ο άλλος την
ελεημοσύνη και να πει: “Θεός, σχωρέσ’ τον!”. Κι αν ο άλλος το πει αυτό με την
καρδιά του, το μετράει μετά αυτό ο Θεός.
»Να πηγαίνετε στην εκκλησία “λειτουργιά”, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το
όνομα του κεκοιμημένου, να μνημονευθεί από τον ιερέα στην Προσκομιδή. Επίσης,
να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το “τρισάγιο”, χωρίς την Θεία
Λειτουργία, είναι ελάχιστο. Το μέγιστο που μπορούμε να κάνουμε για κάποιον,
είναι το “Σαρανταλείτουργο”. Καλό θα είναι, κι αυτό ακόμη, να συνοδευθεί με
ελεημοσύνη».
Μαρτυρία ανωνύμου:
«Πήγα να δω τον Γέροντα Παΐσιο μετά το Πάσχα του 1992. Πριν λίγους μήνες, είχε
κοιμηθεί η κόρη μου η Μαρία από καρκίνο. Ο Γέροντας, με οδήγησε μέσα στην
Εκκλησία. Προσκύνησα την Παναγία και, ύστερα, γύρισε και μου είπε: “Άκου… Εγώ,
έκανα Ανάσταση με την Μαρία την κόρη σου και με πάρα πολλές άλλες ψυχές!”.
Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια και αυτός μου ξαναείπε επιβεβαιωτικά:
“ναι!…”».
Ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος, ως καθαρός στον νου ασκητής, με την Χάρη του Θεού, αξιώθηκε να
δει ψυχές προσώπων την ώρα που άφηναν την γη και ανέβαιναν στον ουρανό, και
γνώριζε σε ποιά κατάσταση βρίσκονται άλλοι κεκοιμημένοι. Έτσι, όταν ερωτάτο για
ψυχή κάποιου κεκοιμημένου, απαντούσε ανάλογα με την κατάσταση που έβλεπε ότι
βρίσκεται. Π.χ., «την μητέρα σου, την ανέπαυσε ο Θεός»· ή «να κάνετε
ελεημοσύνες στο όνομά του»· ή «ας προσευχηθούμε στον Κύριο να τον αναπαύσει».
Έλεγε ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος:
«Οι νεκροί έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ, οι καημένοι
οι κεκοιμημένοι, δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους,
αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την
προσευχή μας. Οι δε κολασμένοι είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται
ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνει η τελική δίκη, η
μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες
αμαρτίες. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και πόσους αιώνες το “μετανοεῖτε ἤγγικε γὰρ
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν” (Ματθ. γ΄ 2, δ΄ 17, ι΄ 7· Μάρκ. α΄ 15),
παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά
εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας, αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν
μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα (εξαιτίας μας), την οποία θα λάβουν μετά την
μέλλουσα Κρίση.
»Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που
απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω
βρίζει και τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνει αυτό (το παιδί) ο πατέρας του; Οι
άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους,
μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και
βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια
ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα
Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά,
μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς
“φίλος” με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στον Θεό με την προσευχή του και να
μεταφέρει τους υπόδικους νεκρούς από την μια “φυλακή” σε μια άλλη καλύτερη, από το
ένα “κρατητήριο” σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη, μπορεί να τους μεταφέρει και σε
“δωμάτιο” ή σε “διαμέρισμα”.
»Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία
ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η
τελική Κρίση. Μετά την δίκη, δεν θα υπάρχει πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
»Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στον διάβολο να πει: “Πώς τον σώζεις
αυτόν, ενώ δεν κόπιασε (για την σωτηρία του);”. Όταν όμως προσευχόμαστε εμείς
για τους κεκοιμημένους, (τότε), Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο, μάλιστα, συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους
ζώντες.
»Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος “δικηγόρος” για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους.
Έχει νόημα το σιτάρι. “Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ” (Α΄ Κορ. ιε΄
42), λέει η Γραφή. Στον κόσμο, μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και
πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα
διαβάσουν οι ιερείς. Και, βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος, κάτι γεροντάκια τα
καημένα, σε κάθε Θεία Λειτουργία, κάνουν κόλλυβα για τους κεκοιμημένους και για
τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του!
»Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους, είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά
πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των
κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν
ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή
πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας,
ο προπάππος, όλες οι γενεές. “Δες τι απογόνους κάναμε!”, λένε και
στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται,
γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός, κατά κάποιον τρόπο,
υποχρεώνεται να τους βοηθήσει. Αυτό δηλαδή που θα δώσει χαρά στους
κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας,
ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή».
ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924–1994)
[(1) Αγίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου:
«Λόγοι» – «Οικογενειακή ζωή»,
Πολύ καλό, εξαιρετικό!