Σχόλια θεολογικά του Καθηγητή Στυλ Παπαδόπουλου, στις “Κατηχήσεις” του Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων
Θ’. «Οι δε πόδες σου εις τας κατηχήσεις σπευδέτωσαν». Εξ αιτίας του παγανιστικού περιβάλλοντος, όσοι κατά τους πρώτους αιώνες προσελκύονταν στον χριστιανισμό είχαν σχεδόν πλήρη άγνοια του περιεχομένου της πίστης στον Χριστό. Ένεκα τούτου στα σημαντικά εκκλησιαστικά κέντρα λειτουργούσε συστηματικά ο θεσμός της ακριβούς κατήχησης, ιδίως κατά τη μεγάλη Τεσσαρακοστή. Την κατήχηση ασκούσε προσωπικά ο επίσκοπος ή κάποιος άλλος με εντολή του επισκόπου. Όφειλαν δε οι κατηχούμενοι να ακούν ανελλιπώς τις κατηχήσεις, διότι ποτέ δεν θεωρήθηκε στην Εκκλησία η διάθεση αρκετή για αποδοχή στο βάπτισμα. Οι κατηχούμενοι έπρεπε να διδαχθούν κυριολεκτικά όλη τη διδασκαλία της Εκκλησίας, δηλ. ολόκληρη τη θεολογία της, διότι αυτή αφορούσε τη σωτηρία των πιστών και δεν ήταν ούτε εθεωρείτο είδος πολυτελούς διανοητικής ενασχόλησης, όπως κατήντησε μερικές φορές από το Μεσαίωνα και εδώ.
ΙΑ’. «εάν μη σκάψωμεν και βαθύνωμεν…τον δρόμον». Με θαυμαστή επιμονή ο άγιος Κύριλλος απαιτεί από τούς κατηχημένους να επιτύχουν στέρεη γνώση των όσων η Εκκλησία διδάσκει. Απ’ ό,τι δε ακολουθεί φαίνεται σαφώς ότι δεν πρόκειται για διδασκαλία ηθικολογική και αρετολογία, αλλά γι’αυτό το οποίο συνιστά την πραγματική θεολογία της Εκκλησίας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι μόνο το μυστηριακό βάθος των θείων αληθειών δύναται να προκαλέσει το δέος, το θείο φόβο και την πνευματική αγαλλίαση. Ποτέ η ηθικολογία, που τη συναντά κανείς στο σύγχρονο κατηχητικό έργο. Η οργανωμένη ηθικολογία δύναται μόνο φιλοσοφική εγκαρτέρηση και κάποτε αυταπάρνηση να δημιουργήσει, ενώ η αληθινή κατήχηση της Εκκλησίας, τελούμενη σε μυστηριακό πλαίσιο και με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, προκαλεί μόνη της τη θεία χάρη και τη σωτηρία.
ΙΒ’. «μηδέν λέγε τω έξω. Μυστήριον γαρ σοι παραδίδομεν». «τήρησον το μυστήριον». Το γεγονός της αλήθειας είναι τόσο διαφορετικής κατάστασης από τη συνηθισμένη κατάσταση της φυσικής γνώσης, ώστε χαρακτηρίζεται μυστήριο σε αντίθεση προς οτιδήποτε άλλο. Ο βαθύτερος λόγος, για τον όποιο ο Κύριλλος συνιστά τη μη κοινοποίηση της κατήχησης-μυστηρίου, βρίσκεται στο ότι το περιεχόμενο της πίστης προϋποθέτει στον άνθρωπο και θεία χάρη και προετοιμασία. Διαφορετικά, όταν ακούγεται άκαιρα, διακωμωδείται και δημιουργεί αντίδραση. Το έργο λοιπόν της αληθινής κατήχησης συνυφαίνεται με τη συγκεκριμένη φωτιστική χάρη του Παρακλήτου. Γι’ αυτό και ο λειτουργός, άλλοτε και τώρα, όταν διαβάζεται το ιερό Ευαγγέλιο, παρακαλεί να λάμψει στους πιστούς «το της θεογνωσίας ακήρατον φώς». Όσο δε περισσότερο αντιλαμβανόμαστε το μυστηριακό και αποκαλυπτικό χαρακτήρα της προς μετάδοση θείας αλήθειας, τόσο βαθύτερα εκτιμάμε το έργο της κατήχησης και τόσο περισσότερο πειθόμαστε για την ειδική χάρη, τη οποία πρέπει να διαθέτει αυτός που ασκεί ιερή κατήχηση, η οποία δεν είναι έργο του πρώτου τυχόντος.