Του κ. Ευαγγέλου Π. Λέκκου
θεολόγου, νομικού, τ. δ/ντού της Απ. Διακονίας
Ο Θεός, σύμφωνα με τις αγιογραφικές μαρτυρίες, ευδοκεί να αποκαλύπτει τον εαυτό του στον άνθρωπο κατά διάφορους τρόπους. Παρόλο που από τη φύση του είναι αόρατος, όχι λίγες φορές αξίωσε το πλάσμα του να ιδεί τη δόξα ή αγγέλους του.
Η πρώτη θεοφάνια έγινε στον κήπο της Εδέμ (Παράδεισο) μετά την πτώση των πρωτοπλάστων. Μόλις κατάλαβαν το τραγικό λάθος τους, «έφτιαξαν καλύμματα» από φύλλα συκιάς, όταν δε «άκουσαν τον θόρυβο που έκανε ο Κύριος ο Θεός, ο οποίος περπατούσε στον κήπο το δειλινό», ο Αδάμ και η Εύα «κρύφτηκαν ανάμεσα στα δέντρα». Ακολούθησε ο γνωστός διάλογος του Θεού με τους παραβάτες και η εκδίωξή τους από τον Παράδεισο (Γεν. 3, 1-19).
Και άλλες φορές είτε ο Θεός είτε απεσταλμένοι του άγγελοι εμφανίστηκαν, σε ειδικές παριστάσεις, σε ηγέτες θρησκευτικούς ή προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Στην Καινή Διαθήκη όμως φαίνεται μια σημαντική αλλαγή: Δεν εμφανίζεται πλέον ο Θεός, διότι αποκαλύφθηκε «εν Χριστώ». Γι’ αυτό και ο ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο (1, 18), δηλαδή «κανείς ποτέ δεν είδε τον Θεό· μόνο ο μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό».
Και επιπλέον μας φανέρωσε τη χρηστότητα και φιλανθρωπία του σωτήρα μας Θεού (Τιτ. 3, 4). Εκείνο που μένει είναι η έσχατη εμφάνιση, εν δόξη (Τιτ. 2, 13) κατά τη Δευτέρα Παρουσία του, οπότε, όσοι θα σωθούν, όχι μόνο θα αξιωθούν να γίνουν «όμοιοι με τον Θεό», αλλά και να τον δουν «καθώς εστι» (Α΄ Ιω. 3, 2).
Μεταξύ των θεοφανιών της Παλαιάς Διαθήκης και της Δευτέρας Παρουσίας, τα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης αναφέρουν τις εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάστασή του. Οι σχετικές αναφορές για την Ανάσταση και τις εμφανίσεις του είναι οι εξής, σύμφωνα με τα αντίστοιχα «εωθινά» ευαγγέλια:
- Ματθ. 28, 16-20
- Μάρκ. 16, 1-8
- Μάρκ. 16, 9-20
- Λουκ. 24, 1-12
- Λουκ. 24, 12-35
- Λουκ. 24, 36-53
- Ιω. 20, 1-18
- Ιω. 20, 19-31
- Ιω. 21, 1-14
- Ιω. 21, 15-25
Χρονικά όμως –από πλευράς συγγραφής των ιερών κειμένων– έχουμε πρώτη τη μαρτυρία του αποστόλου Παύλου, ο οποίος κατέγραψε τη ζωντανή παράδοση και την περιέγραψε στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του (γύρω στο έτος 55). Να τι τους έγραψε:
“Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: Ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας· ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα με τις Γραφές, αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Κηφά [Πέτρο], έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς συγχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμη στη ζωή. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους. Τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σ’ εμένα…” (Α΄ Κορ. 15, 3-8).
Οι μαρτυρημένες εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού πραγματοποιήθηκαν είτε στους Δώδεκα η άλλους μαθητές του, είτε σε αφοσιωμένα σ’ αυτόν πρόσωπα που τον ακολουθούσαν ενόσω συνέχιζε το απολυτρωτικό του έργο, κηρύττοντας και θαυματουργώντας. Στην πρώτη περίπτωση σκοπός του ήταν να εδραιώσει την πίστη τους στην αποστολή που τους είχε αναθέσει για τη θεμελίωση της Εκκλησίας του. Στη δεύτερη απέβλεπε στο να τον αναγνωρίσουν ότι είναι ο αναστημένος Κύριος. Και στις δύο περιπτώσεις είναι χαρακτηριστικό ότι δεν τους παρουσιάζεται δοξασμένος, ούτε με τρόπο εντυπωσιακό, ικανό να προκαλέσει θαυμασμό, έκπληξη η φόβο. Εμφανίζεται απλά και με οικειότητα.
Το υπερφυσικό γεγονός των εμφανίσεων του Χριστού περιγράφεται από τους ιερούς ευαγγελιστές χωρίς την πρόθεση να φανεί ως μυστήριο ανεξήγητο. Η διήγησή τους γίνεται με τρόπο απλό, όχι εξεζητημένο, πράγμα που οπωσδήποτε θα συνέβαινε, αν επρόκειτο για υποκειμενική «εφεύρεσή» τους, ως καρπός φαντασίας η παροξυμένης πίστης.
Οι εμφανίσεις του Χριστού περιγράφονται απλά, επειδή αποτελούν εμπειρίες τις οποίες έζησαν πραγματικά οι ιεροί συγγραφείς. Και δεν ήταν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά. Βλέποντας τον αναστημένο Ιησού, αναγνωρίζουν τον Διδάσκαλό τους, που σταυρώθηκε και ενταφιάστηκε, αλλά τώρα είναι και πάλι ενώπιόν τους ή ανάμεσά τους.
Σε κάποιες περιπτώσεις η αναγνώρισή του είναι βαθμιαία: Στο πρόσωπό του αρχικά βλέπουν έναν κοινό ταξιδιώτη (Λουκ. 24, 15 εξ., Ιω. 21, 1 εξ.), ή έναν κηπουρό (Ιω. 20, 15). Όταν μάλιστα εμφανίζεται σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ομάδα μαθητών του, δεν είναι δυνατή η ομαδική πλάνη ως προς την ταυτότητά του, διότι διευκολύνεται ο αμοιβαίος έλεγχος.
Από τις αγιογραφικές διηγήσεις συμπεραίνονται δύο ακόμη χαρακτηριστικά: Πρώτον, ότι ο αναστημένος Κύριος δεν υπόκειται στις γνωστές σ’ εμάς συνθήκες της επίγειας ζωής, αλλά εμφανίζεται ή εξαφανίζεται όποτε εκείνος το θέλει. Δεύτερον ότι δεν είναι ένα φάντασμα. Έχει σώμα αληθινό, το οποίο όμως τώρα φανερώνεται «εν ετέρα μορφή» (Μαρκ. 16, 12), κατά δε τον απόστολο Παύλο, είναι «πνευματικόν» (Α΄ Κορ. 15, 44-49), επειδή έχει μεταμορφωθεί από το Άγιο Πνεύμα (Ρωμ. 1, 4). Μπορεί να εισέρχεται σε χώρο ενώ είναι κλειστές οι πόρτες (Ιω. 20, 19), η να τρώει «ένα κομμάτι ψητό ψάρι και ένα κομμάτι κηρήθρα με μέλι» (Λουκ. 24, 42-43).
Με τις επανειλημμένες εμφανίσεις του ο αναστημένος Κύριος θέλησε να στερεώσει τους Δώδεκα και τους άλλους μαθητές του στην πίστη ότι είναι ο Υιός του Θεού. Και εκείνοι, συνδυάζοντάς τες με τις εμπειρίες τους κατά την τριετή δράση του Κυρίου, απέβαλαν κάθε αμφιβολία που μετά τη σταύρωσή του είχε –ανθρώπινα– εμφιλοχωρήσει στη σκέψη και την καρδιά τους, όπως ενδεικτικά αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς στην πορεία προς Εμμαούς: “Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που έμελλε να ελευθερώσει τον λαό Ισραήλ. Αντίθετα, είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά και δεν έχει συμβεί τίποτα” (24, 21).
Αλλά οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού αποβλέπουν και στους χριστιανούς όλων των εποχών, οι οποίοι γενικά έχουν ατελή πίστη, εκτός από εξαιρέσεις. Κανονικά, το σωτήριο μήνυμα του Κυρίου είναι αρκετό για να μας κάνει να πιστεύουμε σ’ αυτόν, χωρίς να έχουμε την ανάγκη να βλέπουμε θαύματα ή να ευχόμαστε ενδόμυχα να μπορούσαμε να τον δούμε αναστημένο.
Όταν ο ίδιος έλεγε στον δύσπιστο Θωμά το “μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες” (Ιω. 20, 29), το έλεγε και για τους μελλοντικούς μαθητές του. Οι Δώδεκα και οι άλλοι είχαν ανάγκη να δουν τον Ιησού αναστημένο, για να αναλάβουν και φέρουν σε πέρας την αποστολή που τους είχε αναθέσει: τη θεμελίωση της Εκκλησίας του. Εμείς σήμερα πρέπει να αρκούμαστε στην ιστορική μαρτυρία και εμπειρία εκείνων, στο εκκλησιαστικό κήρυγμα, στο Σώμα του Χριστού (την Εκκλησία) και στην «κλάση του άρτου» (Λουκ. 24, 35). Έτσι θα τον αναγνωρίζουμε σωτήρα και Θεό μας.