π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς ρώτησε κάποτε ἕναν νεότερο μοναχό, τὸν Ζαχαρία: Πές μου, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ; Ὁ Ζαχαρίας τότε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέει: Ἐσὺ ρωτᾶς ἐμένα, πάτερ; Καὶ τοῦ ἀπαντάει ὁ γέροντας: Πίστεψέ με, παιδί μου Ζαχαρία, εἶδα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατεβαίνει πάνω σου καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάζομαι νὰ σὲ ρωτήσω. Τότε ὁ Ζαχαρίας πῆρε τὸ κουκούλι (τὸ σκουφὶ) ἀπὸ τὸ κεφάλι του, τὸ ἔριξε στὰ πόδια του καὶ τὸ καταπάτησε. Ἂν δὲν τσαλαπατηθεῖ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, εἶπε, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀληθινὸς μοναχὸς (ἀπὸ τὸ Γεροντικό).
Ἕνα τέτοιο τσαλαπάτημα κάνει καὶ ὁ Χριστὸς σὲ μιὰ δυστυχισμένη μάνα, τὴ Χαναναία, ποὺ τὸν παρακαλεῖ νὰ θεραπεύσει τὴ δαιμονισμένη της κόρη (Κυριακὴ ΙΖ΄ Ματθαίου). Τὸ κάνει βέβαια ἐπίτηδες. Γιὰ νὰ τὴ δοξάσει καὶ νὰ τὴν κάνει πρότυπο γιὰ ὅλους μας. Στὴν ἀρχὴ δείχνει ἀδιαφορία στὶς ἱκεσίες της. Μετὰ τῆς λέει ὅτι δὲν θὰ πάρει τὸ ψωμὶ ἀπ’ τὰ παιδιά του νὰ τὸ ρίξει στὰ σκυλιά. Παιδιά του ἦταν οἱ Ἰσραηλίτες καὶ σκυλιὰ οἱ εἰδωλολάτρες. Ὅμως ἡ Χαναναία δὲν ἀντιδρᾶ θιγμένη. Δέχεται τὴν ταπείνωση. Ἁρπάζεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ λέει: Δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι εἶμαι ἕνα σκυλάκι. Ἀποδέχομαι τὴν «προσβολή». Δός μου λοιπὸν αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀναλογεῖ. «Τὴν τροφὴν τοῦ κυνός». Δὲν ζητῶ τίποτε παραπάνω. Σκυλὶ μὲ ὀνόμασες, δός μου τὸ ψίχουλο. Ἀφοῦ καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπ’ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους. Μὲ ὀνομάζεις σκυλί; Τότε εἶσαι ὁ Κύριός μου. Τὸ ὄχι λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ γίνεται ναὶ γιὰ τὴ γυναίκα. Χωρὶς νὰ κατηγορεῖ ἢ νὰ αὐθαδιάζει, ἐπιμένει καὶ περιμένει τὴ σωτηρία.
Ἂν δὲν γνωρίζουμε καλά, ὅπως ἡ Χαναναία, τὴ θέση μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὴν ἰσορροπία. Νὰ γίνουμε θρασεῖς. Ἀπαιτητές. Ὑπερήφανοι. Θὰ νομίζουμε τότε ὅτι ὁ πελάτης ἔχει πάντα δίκιο. Ὅτι ἐμεῖς παραγγέλλουμε καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ γκαρσόνι ποὺ τρέχει νὰ μᾶς ἐξυπηρετήσει. Κι ἂν δὲν κάνει σωστὰ τὴν παραγγελία μας, τοῦ βάζουμε καὶ τὶς φωνές.
Πῆγε κάποτε στὸν προφήτη Ἐλισαῖο μὲ μεγαλόπρεπη πομπή, ἱππικὸ καὶ ἅρματα ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς Συρίας Νεεμάν. Ἦταν λεπρὸς καὶ ζητοῦσε νὰ θεραπευτεῖ. Ὁ Ἐλισαῖος, χωρὶς νὰ τὸν δεχτεῖ σὲ ἄμεση ἀκρόαση, τοῦ μήνυσε μὲ ἀγγελιοφόρο νὰ πάει νὰ λουστεῖ στὸν Ἰορδάνη ἑφτὰ φορὲς καὶ θὰ γίνει καλά. Ὁ Νεεμὰν ὅμως θίχτηκε ποὺ δὲν τὸν δέχτηκε προσωπικὰ ὁ προφήτης. Θύμωσε. Τὰ ἤθελε ὅλα μὲ τὸν δικό του τρόπο. Ἔπρεπε νὰ βγεῖ νὰ μὲ συναντήσει, νὰ σταθεῖ μπροστά μου καὶ νὰ ἐπικαλεστεῖ τὸν Θεό του, νὰ βάλει τὸ χέρι του ἐπάνω μου καὶ νὰ μαζέψει τὴ λέπρα μου. Ἔχει ἡ πατρίδα μου καλύτερα ποτάμια ἀπ’ τὸν Ἰορδάνη, εἶπε. Καὶ γύρισε νὰ φύγει. Οἱ ὑπηρέτες του ὅμως κατάφεραν νὰ τὸν καλμάρουν. Εἶναι τόσο ἁπλὸ αὐτὸ ποὺ ζήτησε ὁ προφήτης! τοῦ εἶπαν. Ἂν σοῦ ζητοῦσε κάτι πιὸ δύσκολο, δὲν θὰ τὸ ἔκανες; Ὁ Νεεμὰν λούστηκε τελικὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ θεραπεύτηκε. Ἡ σάρκα του ἔγινε ἁπαλὴ σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ (Δ΄ Βασ. κεφ. 5).
Ὣς ποῦ μᾶς πάει τὸ ἀπαιτητικὸ πνεῦμα; Κάθε πρωί, λέει τὸ ἀνέκδοτο, ἕνας τύπος ἔδινε σ’ ἕνα ζητιάνο ἕνα εὐρώ. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τρίμηνο τὸ ἔκανε μισὸ εὐρώ. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο τὸ μείωσε στὰ 20 λεπτὰ καί, τέλος, σταμάτησε νὰ τοῦ δίνει ἐντελῶς. Στὴν εὔλογη ἀπορία τοῦ ζητιάνου, γιατί ἔγινε αὐτό, ὁ τύπος ἀπάντησε: Στὴν ἀρχὴ ἤμουν ἐλεύθερος καὶ σοῦ ἔδινα ἕνα εὐρώ. Μετὰ παντρεύτηκα, ξέρεις, γυναίκα, ἔξοδα…, σοῦ ἔδινα μισὸ εὐρώ. Μετὰ κάναμε παιδί, γάλατα, πάνες…, σοῦ ἔδινα 20 λεπτά. Μετὰ ἦρθε καὶ δεύτερο παιδί, αὐξήθηκαν τὰ ἔξοδα, ὁπότε σταμάτησα νὰ σοῦ δίνω. Καὶ ὁ ζητιάνος ἔξαλλος: Καλὰ ρέ, δὲν ντρέπεσαι; Κάνεις παιδιὰ μὲ τὰ λεφτά μου;
Ἡ ἀποθέωση τοῦ θράσους! Μήπως κάπως ἔτσι ἐγείρουμε δικαιώματα κι ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Τελικά, μᾶς χρωστάει ὁ Θεὸς ἢ τοῦ χρωστᾶμε;