Τί λοιπόν; Τῆς ζωῆς μας τὸ σύνορο
Θὰ τὸ δείχνει ἕνα ὀρθὸ κυπαρίσσι;
Κι ἀπὸ ὅ,τι εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε
Τάφου γῆ θὰ μᾶς ἔχει χωρίσει;
Ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε
Τοῦτο μόνο ζωή μας τὸ λέμε;
Κι αὐτὸ τρέμουμε μήπως τὸ χάσουμε
Καὶ χαμένο στοὺς τάφους τὸ κλαῖμε;
Σ’ ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε
Τῆς ζωῆς μας ὁ κόσμος τελειώνει;
Τίποτε ἄλλο; Στερνό μας ἀπόρριμα
Τὸ κορμὶ ποὺ σκορπιέται καὶ λιώνει;
Κάτι ἀνέγγιχτο ἀνήκουστο ἀθώρητο
Μήπως κάτω ἀπ’ τοὺς τάφους ἀνθίζει;
Κι ὅ,τι μέσα μας κρύβεται ἀγνώριστο
Μήπως πέρα ἀπ’ τὸ θάνατο ἀρχίζει;
Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα
Γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα
Κι ἀντὶ νὰ ‘ρθει μιὰ νύχτ’ ἀξημέρωτη
Ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα;