Πέμπτη ἑβδομάς τῶν Νηστειῶν εἶναι τό λειτουργικό ἀποκορύφωμα τῆς Τεσσαρακοστῆς. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι μακρότερες καί ἐκλεκτότερες. Στή συνήθη ἀκολουθία τῶν λοιπῶν ἑβδομάδων θά προστεθοῦν δύο νέες ἐκτενεῖς ἀκολουθίες·τήν Πέμπτη ὁ Μέγας Κανών καί τό Σάββατο ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Κανονικά τό ἀποκορύφωμα αὐτό θά ἔπρεπε νά ἀναζητηθῇ στήν ἑπομένη, στήν ἕκτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, πού εἶναι καί ἡ τελευταία τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἀλλά ὅλα στή λατρεία μας ἔχουν τακτοποιηθῆ ἀπό τούς Πατέρας μέ πολλή μελέτη καί περίσκεψι. Μέ «διάκρισι», κατά τήν ἐκκλησιαστική ἔκφρασι.
Μετά ἀπό τήν τελευταία ἑβδομάδα ἀκολουθεῖ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, μέ πυκνές καί μακρές ἀκολουθίες, ἀνάλογες πρός τά μεγάλα ἑορτολογικά της θέματα. Μεταξύ αὐτῆς καί τοῦ ἀποκορυφώματος τῆς Τεσσαρακοστῆς ἔπρεπε νά μεσολαβήσῃ μία περίοδος σχετικῆς ἀναπαύσεως, μία μικρά ἀνάπαυλα. Τό τόσο λοιπόν ἀνθρωπίνως ἀναγκαῖο μεσοδιάστημα εἶναι ἡ τελευταία ἑβδομάς καί τήν ἔξαρσι τοῦ τέλους βαστάζει ἡ προτελευταία. Τίς δύο θαυμαστές ἀκολουθίες τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, τόν Μέγα Κανόνα καί τόν Ἀκάθιστο ὕμνο, θά σταθοῦμε καί θά τίς ἐξετάσουμε.
Ὁ Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικῶς στά Ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων πρώτων ἡμερῶν τῆς Α’ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καί ὁλόκληρος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῆς Πέμπτης τῆς Ε’ ἑβδομάδος. Στίς ἐνορίες συνήθως ψάλλεται ἀνεξαρτήτως ἀπό τόν Ὄρθρο, ἐν εἴδει μικρᾶς ἀγρυπνίας, τό βράδυ τῆς Τετάρτης μαζί μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου. Κατά τόν τρόπο αὐτό διευκολύνονται περισσότερο οἱ χριστιανοί στήν παρακολούθησί του. Μπορεῖ νά τόν εὕρῃ κανείς μέσα στό λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τίς ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς, στό Τριῴδιο, καθώς καί σέ μικρά αὐτοτελῆ φυλλάδια. Ἡ παρακολούθησις τοῦ Κανόνος αὐτοῦ κατά τήν ὥρα τῆς ψαλμῳδίας του εἶναι δύσκολη, γιατί τά νοήματα εἶναι πυκνά καί ταχύς ὁ ρυθμός τῆς ψαλμῳδίας του. Γιά τούς λόγους αὐτούς τά ἐγκόλπια αὐτά εἶναι ἰδιαιτέρως ἀπαραίτητα γιά ὅσους θέλουν νά γνωρίσουν καλλίτερα τόν ὕμνο αὐτόν.
Τά κατωτέρω ἄς ἀποτελέσουν μία σύντομο εἰσαγωγή καί βοήθεια γιά τήν κατανόησί του καί μιά παρακίνησι γιά τήν παρακολούθησι τῆς ψαλμῳδίας τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ λειτουργικοῦ κειμένου.
Καί πρῶτα δυό λόγια γιά τόν ποιητή του. Τόν Μέγα Κανόνα συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης. Μοναχός κατ᾿ ἀρχάς στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα, ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστική ἀποστολή. Ἐκεῖ παρέμεινε καί ἀνέλαβε διάφορα ἐκκλησιαστικά ὑπουργήματα καί τέλος ἀνεδείχθη ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἀπέθανε γύρω στά 740 μ.Χ. στήν Ἐρεσό τῆς Λέσβου, εἴτε ἐπιστρέφοντας στήν Κρήτη, κατά ἕνα ταξείδι του στήν Κωνσταντινούπολι, εἴτε καί ἐξόριστος ἐκεῖ -ἦταν ὑποστηρικτής τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στήν παραλία τῆς Ἐρεσοῦ τιμᾶται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του, μία μεγάλη σαρκοφάγος, πού βρίσκεται πίσω ἀπό τό ἅγιο Βῆμα τῆς ἐρειπωμένης Βασιλικῆς τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου κατά τούς βιογράφους του εἶχε ταφῆ. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν λόγιος κληρικός καί ὑμνογράφος.
Ἡ φιλολογική καί ὑμνολογική του παραγωγή εἶναι ἀξιόλογος. Τό σπουδαιότερο ὅμως ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι ὁ Μέγας Κανών. Τόν ἔγραψε, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἐνδείξεις, περί τό τέλος τῆς ζωῆς του, κατά δέ τήν μαρτυρία ἑνός Συναξαρίου, στήν Ἐρεσό, λίγο πρίν πεθάνῃ. Ἄν ἡ πληροφορία αὐτή εἶναι ἀληθινή, ὁ Μέγας Κανών εἶναι τό κύκνειο ᾆσμα τοῦ ὑμνογράφου μας. Γιά νά καταλάβουμε τήν ποιητική του δομή πρέπει νά κάμωμε μία μικρή παρέκβασι. Τό ἔργο αὐτό ἀνήκει στό ποιητικό εἶδος τῶν Κανόνων, πού κατά πολλούς ἔχει τήν ἀρχή του σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Ἀνδρέα. Εἶναι δέ οἱ Κανόνες ἕνα σύστημα τροπαρίων, πού ἐγράφοντο γιά ἕνα ὡρισμένο λειτουργικό σκοπό: Νά διακοσμήσουν τήν ψαλμῳδία τῶν ἐννέα ᾠδῶν τοῦ Ψαλτηρίου, πού ἐστιχολογοῦντο στόν Ὀρθρο.
Ἔψαλλαν τίς ἐννέα ᾠδές καί στούς τελευταίους στίχους τῆς κάθε μιᾶς παρενέβαλλαν τά τροπάρια, ὅπως γίνεται μέχρι σήμερα στούς Ναούς μας κατά τήν ψαλμῳδία τοῦ «Κύριε ἐκέκραξα» στόν ἑσπερινό καί τῶν ψαλμῶν τῶν Αἴνων στόν ὄρθρο. Ἐννέα ἦσαν οἱ ᾠδές τοῦ Ψαλτηρίου, ἐννέα καί οἱ ὁμάδες τροπαρίων πού ἀποτελοῦσαν τόν κανόνα. Ὅλος ὁ κανών ψάλλεται σέ ἕνα ἦχο. Κάθε ὅμως ᾠδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στήν ψαλμῳδία κατά τρόπο, πού νά διατηρεῖται μέν ἡ μουσική ἑνότης στόν ὅλο Κανόνα, ἀφοῦ ὅλος ψάλλεται στόν ἴδιο ἦχο, ἀλλά καί νά θραύεται καί ἡ μονοτονία μέ τίς παραλλαγές στήν ψαλμῳδία πού παρουσιάζει κάθε μιά ᾠδή.
Τόν Κανόνα αὐτόν τῆς συνθέσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ ποιητικοῦ εἴδους ἀκολουθεῖ καί ὁ Μέγας Κανών. Ἔχει ἐννέα ᾠδές·ὅλες ψάλλονται σέ ἦχο πλ. β’, κάθε ὅμως ᾠδή ἔχει τό δικό της «εἱρμό», βάσει τοῦ ὁποίου ἔχουν συνταχθῆ καί ψάλλονται τά τροπάριά της. Ὁ Μέγας ὅμως Κανών στήν μορφή του ἔχει μιά χαρακτηριστική ἰδιορρυθμία. Ἡ ἰδιορρυθμία του συνίσταται στό ὅτι, συγκρινόμενος πρός τούς ἄλλους ὁμοίους του Κανόνες, εἶναι «μέγας». Μέγας στήν ἀπόλυτό του ἔννοια. Μεγαλύτερος δέν μποροῦσε νά ὑπάρξῃ καί τοῦτο γιατί ὁ ποιητής θέλησε νά συνθέσῃ ὄχι τρία ἤ τέσσερα τροπάρια γιά τήν κάθε ᾠδή, ὅπως συνήθως ἔχουν οἱ ἄλλοι Κανόνες, ἀλλά πολύ περισσότερα: Τόσα, ὅσα εἶναι καί οἱ ἄλλοι στίχοι τῶν ᾠδῶν, οὕτως ὥστε στόν καθένα στίχο νά ἀντιστοιχῇ καί νά παρεμβάλλεται κατά τήν ψαλμῳδία ἀπό ἕνα τροπάριο. 250 εἶναι οἱ στίχοι τῶν ᾠδῶν, 250 καί τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ἐνῷ οἱ συνήθεις Κανόνες ἔχουν γύρω στά 30. Σήμερα τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα ἀπό τά ἀρχικά.
Μεταγενέστεροι ὑμνογράφοι προσέθεσαν τροπάρια γιά τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία καί γιά τόν ἴδιο τόν ἅγιο Ἀνδρέα. Καί ἐρχόμεθα στό περιεχόμενο τοῦ μεγάλου Κανόνος. Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα κύκνειο ᾆσμα, ἕνας θρῆνος προθανάτιος, ἕνας θρηνητικός μονόλογος. Ὁ ποιητής βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι οἱ ἡμέρες του εἶναι πιά ὀλίγες, ὁ βίος του ἔχει περάσει. Ἀναλογίζεται τόν θάνατο καί τήν κρίσι τοῦ δικαίου Κριτοῦ, πού τόν ἀναμένει. Καί ἔρχεται νά κάμῃ μία ἀναδρομή, μία ἀνασκόπησι τοῦ πνευματικοῦ του κόσμου. Κάθεται νά συζητήσῃ μέ τήν ψυχή του. Ὁ ἀπολογισμός ὅμως δέν εἶναι ἐνθαρρυντικός. Ὁ βαρύς κλοιός τῆς ἁμαρτίας τόν συμπνίγει. Ἡ συνείδησις τόν ἐλέγχει. Καί ὁ ποιητής θρηνεῖ διαρκῶς γιά τήν ἄβυσσο τῶν κακῶν του πράξεων.Στόν θρῆνο αὐτό συμπλέκεται ἡ ἀναδρομή στήν Ἁγία Γραφή.
Αὐτό κυρίως δίδει τήν μεγάλη ἔκταση στό ποίημα. Ὁ σύνδεσμος ὅμως τοῦ θρήνου μέ τήν Ἁγία Γραφή εἶναι πολύ φυσικός. Σάν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀξιολογήσῃ τά πεπραγμένα του. Ἐξετάζει ἕνα πρός ἕνα τά παραδείγματα τοῦ ἱεροῦ βιβλίου. Τό ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως εἶναι κάθε φορά τρομερό καί αἰτία νέων θρήνων. Ἔχει μιμηθῆ ὅλες τίς κακές πράξεις τῶν ἡρώων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καί τίς καλές πράξεις τῶν Ἁγίων. Δέν τοῦ μένει παρά ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή καί ἡ καταφυγή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀνοίγει ἡ αἰσιόδοξος προοπτική τοῦ ποιητοῦ. Βρῆκε τήν θύρα τοῦ Παραδείσου, τήν μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δέν ἔχει νά παρουσιάσῃ·προσφέρει ὅμως στόν Θεό τή συντετριμένη του καρδιά καί τήν πνευματική του πτωχεία.
Τά βιβλικά παραδείγματα τοῦ Δαυίδ, τοῦ τελώνου, τῆς πόρνης καί τοῦ ληστοῦ τόν ἐνθαρρύνουν, Ὁ Κριτής θά εὐσπλαγχνισθῇ καί αὐτόν, πού ἁμάρτησε πιό πολύ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. ᾨδή α’ «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; ποίαν ἀπαρχή ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνῳδίᾳ; ἀλλ᾿ ὡς εὔσπλαγχνος μοι δός παραπτωμάτων ἄφεσιν».
ᾨδή β’
«Πρόσεχε, οὐρανέ, καί λαλήσω· γῆ ἐνωτίζου φωνῆς μετανοούσης Θεῷ καί ἀνυμνούσης αὐτόν».. «Ἴδετε, ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός· ἐνωτίζου ψυχή μου, τοῦ Κυρίου βοῶντος καί ἀποσπάσθητι τῆς πρώτης ἁμαρτίας καί φοβοῦ ὡς δικαστήν καί ὡς κριτήν καί Θεόν».
ᾨδή γ’
«Πῦρ παρά Κυρίου, ψυχή, Κύριος ἐπιβρέξας, τήν γῆν Σοδόμων πρίν κατέφλεξεν». «Πηγήν ζωῆς κέκτημαι σέ τοῦ θανάτου τόν καθαιρέτην καί βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου πρό τοῦ τέλους· Ἥμαρτον, ἱλάσθητι, σῶσον με».
Μέσα στό πλαίσιο τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς «ὁ κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ἕνα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στό στόμα τοῦ πιστοῦ σάν φωνή, σάν ἐγερτήριο, σάν ἀφυπνιστικός σεισμός. Σάν ἀποστροφή στήν κοιμωμένη καί ραθυμοῦσα ψυχή του. Τοῦτο ἀνακεφαλαιώνει τό θαυμαστό προοίμιο τοῦ κοντακίου τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, πού συμψάλλεται μέ τόν Μέγα Κανόνα:
«Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις τό τέλος ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν».
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰ. Μ. Φουντούλη: ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ἐκδ. Ἀ. Δ.).
Πηγή: http://www.imaik.gr/