Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γεννήθηκε ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Πρόδρομο καὶ τὴν Εὐλαμπία Ἐνζεπίδη, στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924, λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ φυγὴ τῶν Φαρασιωτῶν ἀπὸ τὴν πατρώα γῆ γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Στὴ βάπτισή του, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ὁ πλήρης ἡμερῶν καὶ ἁγιότητος βίου κοσμούμενος ἱερέας τῶν Φαράσων, τὸν ὀνόμασε Ἀρσένιο, «γιὰ νὰ τὸν ἀφήσει καλόγερο στὸ πόδι του», ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶπε.
Στὴν Ἑλλάδα, ἡ οἰκογένεια τοῦ μικροῦ Ἀρσενίου ἐγκαταστάθηκε στὴν Κόνιτσα τῆς Ἠπείρου, ὅπου ὁ ἴδιος πέρασε τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος μὲ τὶς διηγήσεις γιὰ τὸ θαυμαστὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, ἔλεγε ὅτι θὰ γίνει μοναχὸς ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν! Καὶ ἀφοῦ ἔμαθε νὰ διαβάζει, ἀγαπημένη τοῦ ἀσχολία ὑπῆρξε ἡ ἀνάγνωση τῶν βίων τῶν Ἁγίων, τῶν ὁποίων ἐμιμεῖτο τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες μὲ θερμὸ ζῆλο.
Μετὰ ἀπὸ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του δὲ θέλησε νὰ συνεχίσει στὰ γράμματα, ἀλλὰ προτίμησε νὰ μιμηθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ μαθήτευσε στὴν τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ, τὴν ὁποία ἄσκησε μὲ ἐπιμέλεια καὶ δεξιοσύνη. Στὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν ἀξιώθηκε τῆς θέας τοῦ Κυρίου, γιὰ ἕνα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἀπέκρουσε μία δαιμονικὴ προσβολὴ τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἀπιστίας. Ἀπὸ τότε φούντωσε μέσα του ἀκόμη περισσότερο ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ πόθος γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωή.
Ἀκολούθησαν καιροὶ ταραχῆς καὶ ἀναστάτωσης γιὰ τὴν Ἑλλάδα, λόγω τῆς ξένης Κατοχῆς καὶ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ὁ Ὅσιος ὅμως, τόσο ὡς πολίτης ὅσο καὶ ὡς στρατιώτης κατὰ τὴ θητεία του (1945-1949), ἐπέδειξε ἀπαράμιλλο θάρρος καὶ αὐτοθυσία. Ἦταν πρόθυμος νὰ δώσει κάθε στιγμὴ καὶ τὴ ζωή του ἀκόμα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων. Εὑρισκόμενος μάλιστα συχνὰ μέσα στὸν καταιγισμὸ τῶν φονικῶν πυρῶν, συνέβη νὰ σώσει μὲ τὶς θερμὲς προσευχές του πολλοὺς στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ σωθεῖ καὶ ὁ ἴδιος μὲ τρόπο θαυμαστό.
Ἐπειδὴ τὸ μεγαλύτερο διάστημα τῆς στρατιωτικῆς του θητείας τὸ ὑπηρέτησε μὲ τὴν εἰδικότητα τοῦ ἀσυρματιστῆ, πολλὲς ἐκδόσεις ἀφιερωμένες στὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα τὸν ἀναφέρουν ὡς «Ἀσυρματιστὴ τοῦ Θεοῦ». Μάλιστα, ὁ Γέροντας φέροντας ὡς παράδειγμα τὴν εἰδικότητά του στὸν στρατό, ἀπάντησε σὲ κάποιον ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴ χρησιμότητα τῆς μοναχικῆς ζωῆς ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι «ἀσυρματιστὲς τοῦ Θεοῦ», ἐννοώντας τὴν θερμή τους προσευχὴ καὶ τὴν ἔγνοια τους γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα.
Ὕστερα καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπέτειες, θέλησε νὰ καταταγεῖ στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν, μὲ τὰ φτερὰ ποὺ δίνει ὁ θεῖος ἔρωτας. Ἔτσι, μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀναζητώντας ἕναν ὁδηγὸ γιὰ τὴ ζωὴ τῆς κατὰ Θεὸν ἡσυχίας. Δὲν κατάφερε ὅμως νὰ ἐκπληρώσει ἀμέσως τὸν πόθο του. Παράλληλα, οἱ δικοί του βρέθηκαν τὴν ἴδια περίοδο σὲ μεγάλη οἰκονομικὴ δυσκολία, ὁπότε τὸν κάλεσαν νὰ τοὺς βοηθήσει. Ἔτσι, ἐπέστρεψε στὴν Κόνιτσα καὶ ἐργάστηκε ὡς μαραγκός. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ὅμως (1953), σὲ ἡλικία 29 ἐτῶν πλέον, ἐγκατέλειψε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθωνικὴ Πολιτεία.
Ἀφοῦ περιῆλθε σκῆτες καὶ καλύβες, ἀκολούθησε τελικὰ τὴ συμβουλὴ ἑνὸς σεβάσμιου γέροντα καὶ ἐντάχθηκε στὴν ἀδελφότητα τῆς Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου, γνωστῆς τότε γιὰ τὴν αὐστηρή της τάξη. Ἐκεῖ ἔζησε μέσα στὴν ὁλοτελῆ ὑπακοὴ καὶ ἐπιδόθηκε σὲ ὑπέρμετρη ἄσκηση, ὑπερβάλλοντας σὲ κόπους γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν του. Ἔτσι, στὶς 27 Μαρτίου 1954 ἐκάρη μοναχός. Ἔλαβε ρασοευχὴ καὶ τὸ ὄνομα Ἀβέρκιος. Ἔχοντας ὅμως ἄσβεστο μέσα του τὸν πόθο γιὰ τὸν ἠσύχιο καὶ ἀπράγμονα βίο, πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου καὶ πῆγε νὰ μονάσει στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου, ποὺ ἦταν τότε σὲ κατάσταση ἰδιόρρυθμη. Ἐκεῖ προετοιμάστηκε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτη, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς διακριτικοῦ καὶ σοφοῦ γέροντα, τοῦ γέροντα Συμεών. Στὶς 12 Μαρτίου 1956, ἐκάρη μικροσχημος μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα «Παΐσιος», χάρη στὸ Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τὸν β´, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ συμπατριώτης του.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1958, ὑπακούοντας σὲ θεία βουλή, δὲν ἐγκαταστάθηκε στὴν ἔρημο, γιὰ τὴν ὁποία προετοιμαζόταν, ἀλλὰ στὴν κατεστραμμένη Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Στομίου, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Κόνιτσα. Σὲ αὐτὴν ἔζησε τέσσερα χρόνια, ζωντας ἰσάγγελο βίο, παλεύοντας μὲ τοὺς πειρασμούς, εὐεργετώντας τοὺς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς, σώζοντας πολλοὺς ἀπὸ τὶς διδασκαλίες τῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων ποὺ δροῦσαν ἐκεῖ, καὶ ἀνακαινίζοντας μὲ πολὺ μόχθο τὸ Μοναστήρι.
Τo 1962, ὅταν καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔργο τῆς ἀνακαίνισης καὶ ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὶς ἑτερόδοξες ὁμάδες ἐξέλιπε, ὁ Ὅσιος παρακαλοῦσε μέσα στοὺς πειρασμούς, ποὺ καθημερινὰ τὸν πολιορκοῦσαν, θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει τὸ δρόμο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει. Ἔτσι, δέχθηκε ὡς θεόσταλτη τὴν πρόσκληση κάποιου ἱεροδιακόνου νὰ τὸν συνοδεύσει στὸ θεοβάδιστο Ὅρος τοῦ Σινᾶ. Πάνω σε κεῖνον τὸν ἄνυδρο καὶ ξερὸ τόπο, στὸ κελὶ τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης, ἔζησε ἐπιτέλους αὐτὸ ποὺ χρόνια ποθοῦσε, τὴν πρὸς Θεὸν μόνωση. Ἀγωνιζόμενος μὲ πολλὴ ταπείνωση, διαρκῆ νηστεία, ἀκατάπαυστη ἀγρυπνία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε νὰ ὑπερνικήσει τὶς παγίδες τοῦ μισόκαλου ἐχθροῦ, καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Γεμάτος ἀπὸ τὴ χάρη τῆς θείας παρακλήσεως, ἀπολάμβανε τὴν κατὰ Θεὸν εὐφρόσυνη μέσα στὸ καμίνι τῆς ἀπαράκλητης ἐρήμου. Ἔγινε μάλιστα ἰδιαίτερα ἀγαπητὸς στοὺς Βεδουΐνους, δίνοντάς τους τρόφιμα μὲ χρήματα ἀπὸ τὴν πώληση στοὺς προσκυνητὲς ξύλινων σταυρῶν ποὺ ἔφτιαχνε ὁ ἴδιος. Δὲν θὰ ὑπῆρχε, ἔτσι, κανένας λόγος νὰ ἐγκαταλείψει τὸ στάδιο ἐκεῖνο τῆς ἀρετῆς, ἐὰν – φεῦ! – δὲν ἐνέσκηπτε ἡ σωματικὴ ἀσθένεια ἀπὸ τὸ τραχὺ κλίμα, ἡ ὁποία τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν κατὰ σάρκα πατρίδα του. Ἐπανερχόμενος στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1964, δὲν ἐλάττωσε τὸ πλῆθος τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων του, παρὰ τὴν καταβολὴ τοῦ σώματος, καθὼς στὸ πνεῦμα διατηροῦσε τὴν πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπὸν ὡς ξένος καὶ παρεπίδημος στὴ γῆ, ἔφτασε νὰ γίνει πολίτης τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχοντας, συνεπῶς, τὴν πράξη ὡς τὴν «ἐπίβασιν» τῆς θεωρίας, ἔφτασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα καὶ ἔγινε κοινωνὸς θείων μυστηρίων. Ἐντρύφησε ἔτσι καὶ στὴν ὡραιότητα τοῦ Κυρίου, ἐνῶ ἐπιπλέον ἔτυχε καὶ τῆς Θεομητορικῆς εὐλογίας. Συνομίλησε μὲ ἁγίους ποὺ ἐμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε τὴν ὅραση τοῦ Ἄγγελου Φύλακά του, ἄκουσε ἀγγελικοὺς ὕμνους καὶ καταυγάσθηκε ἀπὸ τὸ οὐράνιο φῶς.
Τὸ 1966 ἀσθένησε σοβαρὰ καὶ εἰσήχθη στὸ Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ἑλλάδας (Νοσοκομεῖο Παπανικολάου). Ὑποβλήθηκε σὲ ἐγχείρηση, μὲ ἀποτέλεσμα μερικὴ ἀφαίρεση τῶν πνευμόνων. Στὸ διάστημα μέχρι νὰ ἀναρρώσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὄρος φιλοξενήθηκε στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στὴ Σουρωτή. Ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του καὶ τὸ 1967 μετακινήθηκε στὰ Κατουνάκια, καὶ συγκεκριμένα στὸ Λαυρεώτικο κελὶ τοῦ Ὑπατίου (Βλάχικα).
Στὶς 12 Αὐγούστου 1968 ὁ Ὅσιος Παΐσιος, εἰσῆλθε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα καὶ μόνασε στὸ κελὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ 1979 ἀφήνει τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἀναζητώντας κελὶ πηγαίνει στὴν ἐγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ νὰ δημιουργήσει ἕνα κελὶ μὲ «ὁμόλογο», ὅπου καὶ ἔμεινε μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν Παναγούδα πλῆθος λαοῦ τὸν ἐπισκεπτόταν. Ἦταν μάλιστα τόσο τὸ πλῆθος, ὥστε νὰ ὑπάρχουν καὶ εἰδικὲς σημάνσεις ποὺ ἐπεσήμαναν τὸν δρόμο πρὸς τὸ κελί του, ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλοῦν οἱ ἐπισκέπτες τοὺς ὑπολοίπους μοναχούς. Ἐπίσης δεχόταν πάρα πολλὲς ἐπιστολές. Ὅπως ἔλεγε ὁ γέροντας στενοχωρεῖτο πολύ, γιατὶ ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς μάθαινε μόνο γιὰ διαζύγια καὶ ἀσθένειες ψυχικὲς ἢ σωματικές. Παρὰ τὸ βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε τὴν ἔντονη ἀσκητικὴ ζωή, σὲ σημεῖο νὰ ξεκουράζεται ἐλάχιστα, δύο μὲ τρεῖς ὧρες τὴν ἡμέρα. Ἐξακολούθησε ὅμως νὰ δέχεται καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ βοηθήσει τοὺς ἐπισκέπτες. Συνήθιζε ἐπίσης νὰ φτιάχνει «σταμπωτὰ» εἰκονάκια τὰ ὁποῖα χάριζε στοὺς ἐπισκέπτες σὰν εὐλογία.
Σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν καθημερινὴ κούραση τοῦ γέροντος Παϊσίου ἔρχονται νὰ προστεθοῦν καὶ τὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσαν. Τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του οἱ πόνοι ἀπὸ τὶς διάφορες ἀρρώστιες ὅπως κολίτιδα, ἡ ὁποία τοῦ ἄφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν καρκίνο ποὺ τοῦ εἶχε διαγνωσθεῖ, γίνονταν ὅλο καὶ περισσότεροι. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ὅμως αὐτὸς ἦταν ἤρεμος καὶ ὑπέμενε χωρὶς νὰ διαμαρτύρεται καθόλου. Ἀντιθέτως συνέχιζε νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλους.
Μετὰ τὸ 1993 παρουσίαζε αἱμορραγίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἀρνοῦνταν νὰ νοσηλευτεῖ λέγοντας ὅτι «ὅλα θὰ βολευτοῦν μὲ τὸ χῶμα». Τὸν Νοέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους βγῆκε γιὰ τελευταία φορὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ πῆγε στὴ Σουρωτή, στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου (10 Νοεμβρίου). Ἐκεῖ ἔμεινε γιὰ λίγες ἡμέρες καὶ ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει, ἀσθένησε καὶ μεταφέρθηκε στὸ Θεαγένειο, ὅπου ἔγινε διάγνωση γιὰ ὄγκο στὸ παχὺ ἔντερο. Θεώρησε τὸν καρκίνο ἐκπλήρωση αἰτήματός του πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ὠφέλιμο γιὰ τὴν πνευματική του ὑγεία. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1994 χειρουργήθηκε. Παρότι ἡ ἀσθένεια δὲν ἔπαυσε, ἀλλὰ παρουσίασε μεταστάσεις στοὺς πνεύμονες καὶ στὸ ἧπαρ, ὁ γέροντας ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιο Ὅρος στὶς 13 Ἰουνίου. Ὁ ὑψηλὸς πυρετὸς ὅμως καὶ ἡ δύσπνοια τὸν ἀνάγκασαν νὰ παραμείνει. Στὸ τέλος τοῦ Ἰουνίου οἱ γιατροὶ τοῦ ἀνακοίνωσαν ὅτι τὰ περιθώρια ζωῆς τοῦ ἦταν δύο μὲ τρεῖς ἑβδομάδες τὸ πολύ. Τὴ Δευτέρα 11 Ἰουλίου (γιορτὴ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας) κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ γονατιστὸς μπροστὰ στὸ κρεβάτι του. Τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του ἀποφάσισε νὰ μὴν παίρνει φάρμακα ἢ παυσίπονα, παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους τῆς ἀσθένειάς του. Κοιμήθηκε τὴν Τρίτη 12 Ἰουλίου 1994 καὶ ὥρα 11:00 καὶ ἐνταφιάστηκε στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Τὴν Τρίτη, 13 Ἰανουαρίου 2015 συνῆλθε ἡ ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολεως, ὑπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, καὶ ἀποφάσισε τὴν κατάταξη τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.