π. Δημητρίου Μπόκου
Δύο Κυριακὲς πρὸ τῶν Χριστουγέννων φέρνουμε στὴ μνήμη μας τὴ χορεία τῶν ἁγίων Προπατόρων, τῶν κατὰ σάρκα προγόνων τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κρατήσουν ἀδιάσπα-στη τὴ βιολογικὴ ἁλυσίδα μέσῳ τῆς ὁποίας θὰ λάμβανε χώρα ἡ ἐναν-θρώπηση τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ μιὰ ἄλλη ἐπίσης χορεία πνευματικῶν Προπατόρων, ὅλοι οἱ δί-καιοι «ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», προοδοποίησαν τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, στήνοντας καὶ κρατώντας ὄρθια τὴν πνευματικὴ γέφυρα μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
Ὅμως μιὰ θαυμάσια παραβολὴ δείχνει ὅτι Θεὸς κάλεσε καὶ ἄλλους πολλοὺς νὰ σχετισθοῦν μαζί του. «Ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκά-λεσε πολλούς». Αὐτοὶ ὅμως, προφασιζόμενοι διάφορα, ἀδιαφόρησαν. Ὁ Θεὸς στὴ συνέχεια κάλεσε στὸ τραπέζι του καὶ ἄλλους, «πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς» ἀπὸ τὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης, ἀλλὰ καὶ πλάνητες καὶ ἀστέγους ἀπὸ παραέξω, ἀπ’ τὰ σοκά-κια καὶ τοὺς φράχτες τῶν ἀγρῶν (Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ).
Ἡ παραβολὴ δὲν ἔχει μόνο συμβολικό, ἀλλὰ καὶ προφητικὸ χαρα-κτήρα. Δείχνει τὴν ἀνέλιξη τοῦ σωστικοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, τῆς θείας Οἰκονομίας. Ὁ Θεὸς ἐπιλέγει ἀρχικὰ καὶ καλεῖ κοντά του ὄχι ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ «πολλούς». Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ πολλοί; Ἕνας λαός. Οἱ Ἑβραῖοι.
Ὅμως οἱ Ἑβραῖοι καὶ κυρίως οἱ ἄρχοντές τους δὲν ἔδειξαν ποτὲ ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐπικεντρώθηκαν περισσό-τερο στὴν ἐπιδίωξη μιᾶς μελλοντικῆς κυρίαρχης ἐγκόσμιας βασιλείας. Δὲν μπόρεσαν ποτὲ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸ ὅραμα ἀναβίωσης τοῦ ἔνδοξου δαυϊτικοῦ παρελθόντος τους. Δὲν κατάφεραν νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς ἀπεσταλμένος, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὥστε νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ ἡνία τοῦ ἔθνους καὶ νὰ παραμερίσουν οἱ ἴδιοι.
Ὁ Χριστὸς «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Ἦλθε πρῶτα στοὺς δικούς του (στοὺς Ἰουδαίους), ἀλλὰ ὁ δικοί του δὲν τὸν δέχτηκαν (Ἰω. 1, 11).
Ἔτσι ὁ Θεὸς ἀφήνει τὴν ὑπερφίαλη ἡγεσία τοῦ Ἰσραὴλ καὶ καλεῖ τοὺς παρακατιανοὺς Ἰουδαίους. Πτωχούς, χωλούς, τυφλοὺς ἀπὸ «τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως». Αὐτοὶ δέχονται τὸ μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε, λέει ὁ Χριστός, νὰ φέρω εὐαγγέ-λιο, καλὴ ἀγγελία, στοὺς πτωχούς. Νὰ τοὺς φέρω τὴν εἴδηση ὅτι τὸ μέλ-λον εἶναι εὐοίωνο γι’ αὐτούς. «Μακάριοι οἱ πτωχοί, (δι)ὅτι ἡμετέρα ἐστὶν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 6, 20).
Ἀλλὰ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σ’ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ὅσοι καὶ νὰ πᾶνε κο-ντά του, «ἔτι τόπος ἐστί». Τοὺς χωράει ὅλους ὁ Παράδεισος!
Καὶ ἐξαποστέλλει ξανὰ τοὺς ὑπηρέτες του, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώ-πους, στὰ πέρατα τῆς γῆς νὰ συνάξουν τοὺς περιπλανώμενους σὲ «ὁδοὺς καὶ φραγμούς». Φεύγει ἀπὸ τὸν «ἐκλεκτό» του λαὸ καὶ καλεῖ τὰ ἔθνη, τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ μέχρι τότε ἦταν «οὐ λαός», δὲν ἦταν λαός του, ἀλλὰ γύριζαν ἀνέστιοι καὶ ἄστεγοι στὶς ἐρημιὲς τοῦ κόσμου. «Κα-λέσω μου τὰ ἔθνη, κἀκεῖνά με δοξάσουσι», λέει ὁ Χριστὸς στοὺς ἀχάρι-στους Ἰουδαίους γεμάτος πίκρα, ὅταν ἐκεῖνοι, παρὰ τὶς εὐεργεσίες του, τὸν ἀπορρίπτουν.
Τὰ μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἔθνη θὰ γίνουν στὸ ἑξῆς ὁ νέος Ἰσραήλ, ὁ νέος ἐκλεκτὸς λαός, ποὺ «ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν» ἔρχονται νὰ ἀνα-κλιθοῦν στὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 8, 11).
Καὶ κάπως ἔτσι, «τὴν ξηρανθεῖσαν συκῆν» (τὴν ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ) «διὰ τὴν ἀκαρπίαν» διαδέχεται «ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ» ἡ Ἐκκλησία, τὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Ψαλμ. 51, 10).
Καλὰ Χριστούγεννα!