Θεόδωρος νεομάρτυς, ο Βυζάντιος (†1795)
Βαθιά θρησκευόμενης οικογένειας υπήρξε μέλος ο Θεόδωρος, γεννημένος στο Νεοχώριο Βυζαντίου, το 1774. Πιστοί χριστιανοί οι γονείς του και ο αδελφός του Γρηγόριος αναδείχθηκε επίσκοπος Αδριανουπόλεως. Ο ίδιος, έχοντας έφεση προς τη ζωγραφική, έγινε μαθητής Τούρκου ζωγράφου στο σαράι (παλάτι) του σουλτάνου. Εκεί όμως, όντας ακόμη νεαρός, υπέκυψε στις πιέσεις που δέχτηκε και αλλαξοπίστησε. Αλλά η χάρη του Θεού δεν τον εγκατέλειψε. Εξαιτίας βαριάς επιδημίας που έπληξε την Κωνσταντινούπολη, σκέφθηκε την αμαρτία του να αρνηθεί τον Χριστό και ελέγχθηκε εσωτερικά. «Εις εαυτόν δε ελθών», όπως ο άσωτος του Ευαγγελίου, αποφάσισε να επανορθώσει: Μεταμφιέστηκε κατάλληλα και κατάφερε να φύγει από το παλάτι. Πήγε στο λιμάνι και βρίσκοντας ένα καράβι Χιώτη καπετάνιου, επιβιβάστηκε σ᾽ αυτό και έφτασε στη Χίο.
Βρήκε καταφύγιο στη Μονή του αγίου Μακαρίου, όπου εξομολογήθηκε το αμάρτημά του και άρχισε να ζει με προσευχή, νηστείες και αγρυπνίες, ενώ μέσα του καλλιεργούσε και τη σκέψη να μαρτυρήσει για τον Χριστό, ώστε «να ξεπλύνει το αμάρτημά του με το αίμα του». Όταν το αποφάσισε, προκειμένου να μην εκθέσει τους μοναχούς του Μοναστηριού του, πήγε στη Μυτιλήνη και παρουσιάστηκε στις τουρκικές Αρχές. Ομολόγησε με παρρησία πως απαρνήθηκε την πίστη τους και ξανάγινε χριστιανός, επιθυμεί δε να πεθάνει ως χριστιανός.
Όπως συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις ο ιεροδικαστής χρησιμοποίησε τις γνωστές μεθόδους: Υποσχέσεις για καλή ζωή, τιμή και δόξα αν απαρνιόταν τη χριστιανική πίστη· απειλές, φυλάκιση, βασανισμός, θάνατος σε αντίθετη περίπτωση. Όταν διαπίστωσε την ανυποχώρητη αποφασιστικότητα του Θεοδώρου να παραμείνει χριστιανός, ο ιεροδικαστής διέταξε βασανισμό και φυλάκιση και στη συνέχεια απαγχονισμό. Ο οποίος έλαβε χώραν «έξω από το φρούριο, εκεί που είναι σήμερα το Ε’ Δημοτικό Σχολείο» Μυτιλήνης. Ήταν η 17η Φεβρουαρίου 1795 και ο νεομάρτυς μόλις που μετρούσε ζωή 21 χρόνων!
Αφού οι Τούρκοι τον άφησαν κρεμασμένο επί τρεις ημέρες, τον παρέλαβαν οι χριστιανοί και τον ενταφίασαν στον αύλειο χώρο της Παναγίας Χρυσομαλλούσης. Τρία χρόνια αργότερα, όταν θέλησαν να το ανακομίσουν, διαπίστωσαν ότι το τίμιο λείψανό του ήταν άφθορο. Το μετέφεραν στο μητροπολιτικό ναό, όπου εκτίθεται σε προσκύνηση, ενώ τόσο κατά το 1832 διέσωσε την πόλη από την επιδημία της πανώλης, όσο και κατά το 1940 την προστάτεψε από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς. Γι᾽ αυτό και δίκαια οι Μυτιληνιοί τον έχουν προστάτη και πολιούχο τους (από το 1936).
Η μνήμη του τιμάται στις 17 Φεβρουαρίου.
Ευάγγελος Π. Λέκκος
θεολόγος, νομικός